Η Κάτια Γέρου πρωταγωνιστεί στο εμβληματικό κείμενο του Hernán Rivera Letelier, «Η Αφηγήτρια Ταινιών», που παρουσιάζεται στην σκηνή του Bios, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και ολοκληρώνονται την Κυριακή 13 Απριλίου.
Η ηθοποιός, αφηγείται τις περιπέτειες ενός κοριτσιού, που έχει το σπάνιο χάρισμα να λέει ή μάλλον να ζωντανεύει τις ιστορίες των ταινιών. Χιλή, δεκαετία του ΄60. Σε μια πόλη ορυχείων, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι δεν έχουν χρήματα ούτε για να αγοράσουν εισιτήριο για το σινεμά, η «αφηγήτρια» προσφέρει μια φυγή στο όνειρο, τη στιγμή που η χώρα μεταμορφώνεται ριζικά και για πάντα.
Οι άνθρωποι προτιμούν να ακούν εκείνη να αφηγείται και να ζωντανεύει μπροστά τους τις ταινίες παρά να τις βλέπουν στο σινεμά του οικισμού, και στριμώχνονται στο σπίτι της για να παρακολουθήσουν τις αυτοσχέδιες παραστάσεις της. Μέσα από την πορεία της μικρής αφηγήτριας, μεταφερόμαστε στο άνυδρο τοπίο της πάμπας, όπου η ζωή είναι σκληρή και απογυμνωμένη από κάθε κίνητρο να τη ζήσεις.
«Ακούς μια ιστορία και ξαφνικά βρίσκεσαι σε άλλο σύμπαν σε χρόνο dt».
Η Μάγια Πολιτάκη σκηνοθετεί αυτή την γλυκόπικρη ιστορία, όπου παρελαύνουν η Μέριλιν Μονρόε, ο Χάμφρει Μπόγκαρτ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, με φόντο την έρημο. «Σε όλους αρέσουν οι ιστορίες… Όλοι θέλουν να ξεφύγουν απ’ αυτό το πικρό τίποτα που είναι η έρημος. Δυστυχώς όμως, το όνειρο είναι τόσο εφήμερο όσο και η διάρκεια μιας ταινίας».
Στην συνέντευξή της, στο ΒΗΜΑ, η Κάκια Γέρου, μας εξηγεί ποια είναι η αφηγήτρια ταινιών. «Πρόκειται για ένα χαρισματικό κορίτσι -που ζει σε μία έρημο της Χιλής, στο πιο άνυδρο μέρος του κόσμου, σ’ ένα χωριό με σπίτια από λαμαρίνες – όπου γύρω στα δεκατρία της και για μια περίπου πενταετία – αναλαμβάνει την εξής αποστολή: να πηγαίνει στο σινεμά του χωριού, να βλέπει τις ταινίες και κατόπιν να τις διηγείται στην οικογένειά της, μια και δεν υπήρχαν χρήματα για πολλά εισιτήρια. Μετά από διαγωνισμό “ποιος είναι ο καλύτερος αφηγητής” ανέλαβε αυτή τα ινία: Σε λίγο όλος ο οικισμός συγκεντρώνονταν στην παράγκα της να τη δουν και να την ακούσουν, να αφηγείται και να μιμείται από τον Τσάπλιν, το Ζορό και τη Μέριλιν, μέχρι το Τζον Γουέιν και τον Μπόγκαρτ. Ένα αστέρι! Αυτή είναι η αφηγήτρια».
«Παθιάζομαι με κείμενα που μιλούν για την αντοχή και την επινοητικότητα των ανθρώπων ενάντια σε όποια αντίξοη συνθήκη».
Η γεύση που αφήνει η ιστορία είναι «γλυκόπικρη», σημειώνει και συνεχίζει: «Φωτεινή και σκοτεινή όπως η ζωή μας. Η ηρωίδα – παρόλο που περνάει τα πάνδεινα – δεν μεμψιμοιρεί, δεν «κλαψουρίζει». Ορθώνει ανάστημα, ανθεκτικότητα, σοφία και χιούμορ, που απλώς της βγάζεις το καπέλο».
Όπως επισημαίνει, «προσωπικά παθιάζομαι με κείμενα που μιλούν για την αντοχή και την επινοητικότητα των ανθρώπων ενάντια σε όποια αντίξοη συνθήκη. Λατρεύω τους ρόλους – «διαμάντια που λάμπουν μέσα στις στάχτες», τους ρόλους- «λουλούδια που ανθίζουν στη σχισμή ενός γκρεμού». Όπως και το στοιχείο της χαρμολύπης στα κείμενα και στις παραστάσεις. Δηλαδή γελάω και βουρκώνω- ως δημιουργός αλλά και ως θεατής- μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Και νιώθω ότι αυτό στην παράστασή μας μάλλον συμβαίνει».
«Στον μονόλογο δεν υπάρχει τέταρτος τοίχος, παρά μόνον μια βαθιά φιλία μεταξύ αγνώστων».
Για την Κάκια Γέρου, η αφήγηση είναι βόμβα μεγατόνων. «Ακούς μια ιστορία και ξαφνικά βρίσκεσαι σε άλλο σύμπαν σε χρόνο dt. Και όταν μετά επιστρέφεις στο δικό σου συγκεκριμένο σύμπαν, ίσως και να ‘χεις κάπως αλλάξει: να ‘σαι πιο ευφυής και πιο μαγκάκι. Έτσι θέλω να πιστεύω».
Όσο για τον αν υπάρχει μοναξιά στην σκηνή, πολύ περισσότερο όταν είναι μόνη σε αυτήν, εξηγεί : «Όχι. Δεν υπάρχει μοναξιά. Σ ’έναν μονόλογο η σκηνή είναι απίστευτα πυκνοκατοικημένη. Είσαι εσύ, οι απελπισίες σου, οι πτώσεις και οι ανατάσεις σου, αγκαλιά με τα αντίστοιχα στοιχεία του ρόλου σου. Είναι αυτά που έψαξες, που διάβασες, που δούλεψες με την σκηνοθέτη σου -την υπέροχη Μάγια Πολιτάκη, στη δική μου περίπτωση- και η κολεγιά με το κοινό. Δεν υπάρχει τέταρτος τοίχος, παρά μόνον μια βαθιά φιλία μεταξύ αγνώστων. Χρησιμοποιείς φόρμα -πάντα συμβαίνει αυτό στο θέατρο- αλλά σ’ έναν μονόλογο την κρύβεις, την εξαφανίζεις. Και όλα ρέουν σαν νεράκι».







