Τα ξημερώματα 8ης προς 9η Σεπτεμβρίου του 1929, ένα τηλεγράφημα από τα Τρίκαλα «υποχρεώνει» το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» να προχωρήσει σε 3η έκτακτη έκδοση. Ο γερουσιαστής του Κόμματος των Φιλελευθέρων Σωτήριος Χατζηγάκης μαζί με πέντε ακόμα άτομα είχε πέσει θύμα απαγωγής από τον διαβόητο λήσταρχο Μήτρο Τζατζά.
«Σήμερον την 9 ½ π.μ. ο λήσταρχος Τζατζάς μετά άλλων πέντε οπαδών του ηχμαλώτισε παρά το χωρίον Περτούλι τον γερουσιαστήν κ. Χατζηγάκην και πέντε ετέρους παραθερίζοντας και ένα υπενωματάρχην. Μετά την πράξιν των οι λησταί μετά των αιχμαλώτων εξηφανίσθησαν προς άγνωστον διεύθυνσιν, ζητούντες ως λύτρα τέσσαρα εκατομμύρια δραχμών»
Η ληστοκρατία στην Ελλάδα
Η ληστοκρατία διήρκεσε στην Ελλάδα περίπου 100 χρόνια. Ξεκίνησε από τα πρώτα βήματα της ελεύθερης Ελλάδας στη δεκαετία του 1830 και έφτασε ως το 1930.
Είχε τις ρίζες της στην ηρωική κλεφτουριά και το αρματολίκι της τουρκοκρατίας και ενισχύθηκε ιδιαίτερα από την απογοήτευση πολλών για τις συνθήκες που επικρατούσαν στο νέο ελληνικό κράτος.
Απογοήτευση που συνεχίστηκε και μετά την προσάρτηση των «Νέων Χώρων», την επέκταση δηλαδή των ελληνικών συνόρων και την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913).
Η φτώχια και η ανέχεια στην ελληνική ύπαιθρο και το, δικαιολογημένο πολλές φορές, αίσθημα αδικίας έναντι στο επίσημο κράτος, έκαναν τους ληστές σε πολλές περιοχές ιδιαίτερα δημοφιλείς, καθώς όσο αιμοσταγείς και αν ήταν, οι ληστές ήταν για τους φτωχούς χωρικούς οι προστάτες τους απέναντι στην αλαζονική και σκληρή αστική κρατική εξουσία.
Τις περισσότερες φορές οι ληστές λεηλατούσαν πλούσιες ιδιοκτησίες ή απήγαγαν μέλη ισχυρών οικογενειών και κρατικούς λειτουργούς για να καρπωθούν τα λύτρα.
Η ενέδρα του Τζατζά
Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1929, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», γράφει λεπτομερώς τις συνθήκες απαγωγής του Γερουσιαστή Χατζηγάκη και άλλων φίλων του από τον λήσταρχο Τζατζά.
«Την πρωίαν της Κυριακής από της 6 και 45’ έως τας 7 και 15’ ήρχισαν εκκινούσαι από το χωριόν Περτούλι, όπου παραθέριζαν αι οικογένειαι των κ.κ. Σ.Κανταρτζή, Ιω. Παπαϊωάννου, Παπασπύρου, Κόσμα Γκαραβέλη, Κουτσαριώτου, Μαριάκου, Σταματοπούλου, ιδιοκτήτου του ηλεκτροφωτισμού Τρικκάλων και γαμβρού του γερουσιαστού κ. Χατζηγάκη, ο γερουσιαστής κ. Χατζηγάκης, ο ιατρός Ζάχος και άλλα πρόσωπα, περί τα 70 εν συνόλω. Η συνοδεία προχωρήσασα έφθασε εις θέσιν απέχουσαν οκτώ χιλιόμετρα, όπου ευρέθη αντιμέτωπος προς τους ληστάς»
Τέσσερις ληστές είχαν στήσει ενέδρα στον δρόμο, στα όρια των χωριών Περτουλίου και Τύρνας, γνωστότερης σήμερα με το όνομα Ελάτη, ενώ τέσσερις είχαν διασκορπιστεί σε άλλα σημεία για να παρακολουθήσουν την πορεία των εκδρομέων.
«Με τα όπλα προτεταμένα οι λησταί ηνάγκαζαν τους φθάνοντας εις τον τόπον της ληστείας ν’ αφιππεύωσιν εκ των ημιόνων και τους ωδηγούν μετά των ζωών των εις ένα μικρόν ρεύμα, εντός πυκνού δάσους πελώριων ελατών, εις απόστασιν πεντήκοντα μέτρων από της θέσεως της ενέδρας»
Η οικογένεια Αβέρωφ
Ο στόχος του Τζατζά και των συντρόφων του ήταν πολύ συγκεκριμένος:
«Οι λησταί επεδίωκαν κυρίως να αιχμαλωτίστουν την οικογένειαν και τους δύο υιούς του Αναστασίου Αβέρωφ, ως φαίνεται εκ του γεγονότος ότι επανειλημμένως προέβησαν εις σχετικάς αναζητήσεις μεταξύ των αιχμαλωτισθέντων».
Όμως οι Αβέρωφ δεν ήταν εκεί. Η Ευθυμία Αβέρωφ, σύζυγος του Αναστάσιου και μητέρα του μετέπειτα υπουργού Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα, την τελευταία ακριβώς στιγμή, και λίγο πριν φορτωθούν τα πράγματα της οικογένειας της στα ζώα, αποφάσισε να αναβάλει τη δική τους αναχώρηση, προτιμώντας να μην ταξιδέψουν και να ξεκουραστούν λίγο περισσότερο, λόγω εμβολίου για τον τύφο που είχαν κάνει την ημέρα εκείνη.
Οι ληστές αναζητούσαν επίμονα και την οικογένεια Ράπτη «προφανώς προς αντεκδίκησιν λόγω της υφισταμένης εχθρότητος μεταξύ της οικογένειας Ραπταίων και του ληστού Μπαμπάνη». Και η οικογένεια Ράπτη όμως απουσίαζε. Τότε, στράφηκαν προς τον Χατζηγάκη.
«Εις εκ των συμμοριτών, ονομαζόμενος Ταμπούρας, αποτεινόμενος προς τον κ. Χατζηγάκην, τον οποίον ανεγνώρισεν είπε: ‘Αφού δεν βρηκαμε εκείνους που θέλαμε θα πληρώσετε εσείς τώρα τις αμαρτίες’. Ο ιατρός κ. Ζάχος παρεκάλεσε τους ληστάς να αφήσουν την κυρίαν Παπαγιαννίδου και να κρατήσουν αυτόν αντί εκείνης. (…)
»Μετά μικράν ακόμη εξέτασιν απηλευθέρωσαν τους άλλους αιχμαλώτους και εκράτησαν μόνον τον γερουσιαστήν κ. Χατζηγάκη, τον κ. Αθ. Μπαλιάκον, εκ Τρικκάλων, τον Δημ. Ραφτάκον κάτοικον Περτούλι, τον ιατρόν Τύρνας κ. Ζάχον και τον συνοδεύοντα τούτους υπενωματάρχην Περτούλι Χρ. Καραμπέτσον».
Τα λύτρα
Αφήνοντας ελευθέρους τους υπόλοιπους «η ληστοσυμμορία κατηυθύνθη μετά των θυμάτων της προς τας δασώδεις εκτάσεις της Καλαμπάκας».
Όπως ενημέρωσαν αργότερα οι αρχές «τα ζητηθέντα λύτρα είνε τέσσαρα εκατομμύρια δραχμών» ενώ «η συμμορία απετελείτο από επτά μέλη, εξ ων ενεφανίσθησαν μόνον ο αρχηγός Τζατζάς και 4 μέλη, οι Ταμπουράς, Ν. Πανταζής, Χρ. Δημοφέλης και εις Τουρκαλβανός, άπαντες ηλικίας 30 – 35 ετών γενειοφόροι και με μακρυά μαλλιά».
Η είδηση συντάραξε ολόκληρη την Ελλάδα και την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο ίδιος ο Βενιζέλος εξάλλου είχε θέσει ως στόχο την οριστική πάταξη της ληστοκρατίας. Την υπόθεση χειριζόταν ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Αργυρόπουλος.
«Ο κ. υπουργός των Εσωτερικών μετέβαλε γνώμην, καταλήξας εις την απόφασιν όπως εισακουσθή η παράκλησις των συγγενών των αιχμαλώτων περί αναστολής της διώξεως των ληστών, ίνα δυνηθούν οι οικείοι των αιχμαλώτων να έλθουν εις επαφήν με τους ληστάς»
Ο λήσταρχος Μήτρος Τζατζάς
Οι συγγενείς των ομήρων προσπαθούσαν να έρθουν σε επικοινωνία με τους ληστές με την ελπίδα ότι το ποσό των λύτρων που απαιτούσαν θα μειωθεί. Η κοινή γνώμη και ο Τύπος εστίασε στον λήσταρχο Μήτρο Τζατζά.
«Και η πέτρες εδώ ομιλούν διά τον άνθρωπον που με τον θρασύτατον άθλον του αναστάτωσεν ολόκληρον την Ελλάδα και της υπενθύμισεν – έστω και ως μία από της τελευταίες αναλαμπές αυτός – ένας καθεστώς της κατά καιρούς δυσμοίρου ελληνικής υπαίθρου που ενομίζαμεν ότι ανήκει πλεόν οριστικώς εις το παρελθόν: Τζατζας!»
Τι πίστευαν όμως οι ντόπιοι για τον Τζατζά;
«Το όνομα αυτό ακούεται και προφέρεται εις την Θεσσαλίαν, από τον χωρικόν της και κυρίως τον βλάχον των βουνών της, μ’ ένα κάπως παράδοξον συναίσθημα: Με κάποιον σεβασμόν, που τον εμπνέει μόνο ο τρόμος, με αρκετήν δόσιν συμπαθείας ένα όχι – όσον αφορά ιδίως του βλάχους – και με ολίγον θαυμασμόν μικτόν και με αγάπην, ημπορεί ακόμη κανείς να ειπή. (…) Ο Τζατζάς εις εμφάνισιν είνε πανύψηλος, επιβλητικός, λεβεντάνθρωπος, τα λίγο άσπρα μαλλιά του – καίτοι πραγματικώς είνε μόλις 41 ετών – του προσθέτουν μίαν συμπαθητικήν σοβαρότητα»,
Δεν ήταν όμως μόνο η εμφάνισή του.
«Οι πράξεις του τον παρουσιάζουν εις τα μάτια ολίγον και του Θεσσαλού χωρικού, αλλά προ παντός των Σαρακατσανέων και των Βλάχων της εδώ ορεινής υπαίθρου με μίαν αίγλην προστάτου των αδυνάτων, πράγματα που εν τω συνόλω των δεν τον καθιστούν καθόλου αντιπαθή. Όπως λέγουν ο Τζατζάς που αριθμεί τον μεγαλείτερον βίον των «Βασιλέων των βουνού» του ελληνικού πανθέου – 15 χρόνια στο κλαρί – δεν έχει ποτέ διαπράξη ιδιοχείρως φόνον, είνε μειλίχιος, πολύ σώφρων και συντηρητικός, παντρεύει πολλές φορές κορίτσια και βοηθεί φτωχούς, κατ’ αυτόν δε τον τρόπον επέτυχε να συνδέση το όνομά του με θρύλους που τον έκαμαν να υποθάλπεται χωρίς δυσανασχέτησιν από τους χωριούς και τους βοσκούς».
Πώς βγήκε στο κλαρί
Όπως αναφέρει ο Βασίλης Ι. Τζανακάρης, στο βιβλίο του «Οι Λήσταρχοι», ο Τζατζάς, ξεκίνησε τη ληστρική του ζωή σε ηλικία 26 ετών, το 1914, όταν λιποτάκτησε από τον ελληνικό στρατό.
Τη χρονιά εκείνη, ένας αδερφός του πέθανε στις φυλακές της Λάρισας από βαρύτατους ξυλοδαρμούς και τις κακουχίες. Ο Τζατζάς ζήτησε ολιγοήμερη άδεια για να επιστρέψει στον χωριό του στην Κρανιά της Λάρισας, για να διευθετήσει της λεπτομέρειες της ταφής του αδερφού του. Το αίτημα του απορρίφθηκε και ο Τζατζάς εξοργισμένος λιποτάκτησε και έγινε ληστής, όπως λέμε δηλαδή «βγήκε στο κλαρί».
Τρία χρόνια αργότερα, και ενώ ως τότε είχε καταπιαστεί μόνο με ζωοκλοπές, εμπιστεύτηκε τις διαβεβαιώσεις του ταγματάρχη της χωροφυλακής, Τσαμούλα, πως αν παρουσιαζόταν και παρέδιδε τον οπλισμό του δεν θα τον τιμωρούσαν, και παραδόθηκε. Τον φυλάκισαν όμως αμέσως. Λίγο αργότερα ο Τζατζάς δραπετεύει και ξαναφεύγει στα βουνά.
Ο Τζατζάς επιβεβαιώνοντας τη φήμη του παρουσιάστηκε διαλλακτικός στις διαπραγματεύσεις και άρχισε να γίνεται φανερό ότι η περιπέτεια του Χατζηγάκη και των συνοδοιπόρων του θα είχε ευτυχή κατάληξη. Το ποσό που ζητούσε πλέον ο Τζατζάς ήταν λιγότερο από 800.000 δραχμές. Παρουσιάστηκαν όμως νέες δυσχέρειες.
Τελικά τα χρήματα που εστάλησαν στους ληστές ήταν πολύ λιγότερα.
«Ούτω ο απεσταλμένος φέρει προς τον Τζατζάν 250 – 300 χιλιάδας το πολύ 400 δια την απελευθέρωσιν του Χατζηγάκη πάντως όχι δε όλας τας 800 χιλιάδας. Ο απεσταλμένος φέρει και πέντε χιλιάδας διά τον Ραφτάκον. Ο Μπαλιάκος απέστειλε προς απελευθέρωσιν του υιού του χωριστά δι’ άλλου αντιπροσώπου 100 χιλιάδας».
Ακολούθησαν αρκετές ώρες χωρίς την παραμικρή πληροφορία ή κίνηση.
Το τέλος της απαγωγής
Τελικά στις 17 Σεπτεμβρίου γίνεται γνωστό ότι οι ληστές απελευθέρωσαν αιφνίδια τους ομήρους τους χωρίς όμως να εισπράξουν λύτρα.
Όπως αναφέρει ο απεσταλμένος του Ελεύθερου Βήματος, Αχχιλέας Μαμάκης που κάλυψε τη συγκεκριμένη απαγωγή «Η απόλυσις τούτων επήλθε ραγδαίως, καθόσον (…) η συμμορία διατελούσα υπό την πίεσιν των αποσπασμάτων και βλέπουσα ότι ο καιρός ήτο ευνοϊκός προς διαφυγήν, δεδομένου ότι εις άπασαν την περιφέρειαν των Τρικκάλων βρέχει σχεδόν διαρκώς και επικρατεί πυκνή ομίχλη και δριμύ ψύχος, απηλευθέρωσε τους αιχμαλώτους χωρίς να λάβη τα λύτρα.
»Ο Τζατζάς μόνο εζήτησεν από τον κ. Χατζηγάκην να τον διαβεβαιώση με τον λόγον της τιμής του ότι θα αποστείλη εις αυτόν μετά την απελευθέρωσίν του 150 χιλιάδας δραχμάς και εις το μέρος το οποίον θα ορίση η συμμορία εν καιρώ.»
Οι απελευθερωθέντες εμφανίστηκαν εξαντλημένοι στο χωριό Τύρνα. Ο 80χρονος γερουσιαστής Σωτήριος Χατζηγάκης πάνω σε ένα γαϊδούρι και οι υπόλοιποι ήταν πεζοι. Από εκεί μεταφέρθηκαν στα Τρίκαλα. Πιο επιβαρυμένη, χωρίς όμως να είναι σοβαρή, ήταν η κατάσταση του Χατζηγάκη.
Ο Τζατζάς και οι άντρες του παρά τον στενό κλοιό των διωκτικών αρχών διέφυγαν. Λίγους μήνες αργότερα όμως θα πέσει νεκρός ύστερα από συμπλοκή με απόσπασμα της Χωροφυλακής.
Το τέλος του Τζατζά θα σημάνει ουσιαστικά και το τέλος της ληστοκρατίας στην Ελλάδα.
Ο θάνατός του θα γίνει τραγούδι που ακούγεται μέχρι σήμερα.
«Στου Ολύμπου τις κορυφές ακούγονται ντουφέκια
Χαλάσανε την κλεφτουριά σκοτώσαν τους λεβέντες
Πάει κι ο Μήτσος ο Τζατζάς το πρώτο παλικάρι
Που ήταν κορώνα στα βουνά…»