Σε ένα – παραδόξως – λουσμένο στο φως διαμέρισμα στο συνήθως βροχερό Λονδίνο, ένας άνδρας γύρω στα 40 κοιτά επίμονα μια ψηφιακή άδεια κόλλα χαρτί. Το όνομά αυτού Adam (Andrew Scott). Παίρνει βαθιά ανάσα. Τα δάχτυλά του, απρόθυμα, αγγίζουν για λίγο το πληκτρολόγιο του ηλεκτρονικού του υπολογιστή κι ύστερα γρήγορα υποχωρούν. Κενό. Η έμπνευση είναι απούσα.

Παρούσα μόνο η μνήμη· πηγή τόσο της έμπνευσης όσο και της απουσίας της. Από την πρώτη κιόλας σκηνή της νέας ταινίας του Βρετανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Andrew Haigh «Άγνωστοι Μεταξύ Μας», υπάρχει κάτι το ασαφές, κάτι που αιωρείται σαν ανεμόφιλη γύρη και στοιχειώνει τόσο το κάδρο όσο και τον κεντρικό ήρωα.

Δεν απουσιάζει μόνο η έμπνευση. Η απουσία βασιλεύει στη ζωή του Adam, ενός σεναριογράφου που μοιάζει να είναι ο μόνος ένοικος ενός νεόδμητου πανύψηλου συγκροτήματος κατοικιών από μέταλλο κι ατσάλι στο Stratford. Περνά τις μέρες του μόνος, παρατηρώντας την πολυπληθή μεγαλούπολη από ψηλά, καταναλώνοντας φθηνό ντελίβερι και trash tv.

Χαμένος στον μικρόκοσμό του, ο Adam προσπαθεί να γράψει για τους γονείς του, τους οποίους έχασε από αυτοκινητιστικό ατύχημα σε ηλικία 12 χρονών. Όμως αδυνατεί. Βρίσκεται σε τέλμα. Ένας συναγερμός πυρασφάλειας τον βγάζει από το διαμέρισμά του και τον ενδιάμεσο χώρο των αναμνήσεων και των βαθύτερων φόβων του – τον χώρο στον οποίο μοιάζει να ζει εδώ και χρόνια.

Η έξοδος αυτή καταλήγει σε μια γνωριμία. Ο Adam γνωρίζει τον Harry (Paul Mescal), τον μοναδικό άλλο ένοικο του συγκροτήματος. Η πρώτη τους συνάντηση είναι γεμάτη αμήχανη ένταση κι ερωτική λαχτάρα. Κι όσο δύσκολο κι αν του φαίνεται αρχικά, ο Adam γρήγορα παραμερίζει τους φόβους του και αφήνει να γεννηθεί μεταξύ τους ένα ειδύλλιο.

Κι ενώ το μεταξύ τους love story βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας, η οποία βασίζεται στο μυθιστόρημα του Taichi Yamada «Strangers» του 1987, εντούτοις η απώλεια είναι το βασικό της θέμα. Αντλώντας πολύ και από τις προσωπικές του εμπειρίες, ο Andrew Haigh διασκευάζει την ιστορία φαντασμάτων του προσφάτως αποθανόντα Yamada με μια πιο νατουραλιστική διάθεση, προκειμένου να μιλήσει για την απώλεια και ταυτόχρονα την queer ταυτότητα.

Η βαθιά κατάδυση του Haigh στο πένθος είναι σπαρακτική· μια συνταρακτική ματιά στο πώς ένα τραύμα μπορεί πραγματικά να υπαγορεύσει τη ζωή μας. Αυτό το τραύμα στην περίπτωση του Adam δεν είναι άλλο από την απώλεια των γονιών του στην παιδική του ηλικία. Ως μεσήλικας γκέι άντρας, δεν πενθεί μοναχά τον θάνατό τους. Θρηνεί για όλα όσα δεν πρόλαβε να τους πει. Στην προσπάθειά του να διαχειριστεί όλον αυτόν τον πόνο, αρχίζει να επισκέπτεται το σπίτι των παιδικών του χρόνων όπου – κόντρα σε κάθε λογική – ξανασυναντά τους γονείς του (τους οποίους υποδύονται οι Claire Foy και Jamie Bell) και χάνεται μαζί τους στις συζητήσεις που δεν έκαναν ποτέ. Και ξαφνικά βρίσκει τον εαυτό του να γλιστρά διαρκώς από το παρόν στο παρελθόν κι ύστερα πάλι πίσω.

Υπάρχει κάτι το εντελώς υπερφυσικό στην ιστορία. Όμως, παράλληλα, ο Haigh εξετάζει και κάτι πέρα για πέρα αληθινό: την ακαθόριστη συνθήκη της σύγχρονης διαφορετικότητας – του πώς είναι δηλαδή να αισθάνεται κανείς αποξενωμένος από μια ετεροκανονική κοινωνία ακόμα και σε μια εποχή που η διαφορετικότητα υποτίθεται ότι γιορτάζεται.

Έχοντας φάει bullying στο σχολείο κι έχοντας γνωρίσει τον απόλυτο τρόμο του HIV ως νεαρός γκέι άντρας σε μια απόλυτα ομοφοβική εποχή, ο Adam όσο και να θέλει, δεν μπορεί να αποβάλει τελείως το γενεαλογικό τραύμα που κουβαλά. Από την άλλη, ο κατά πολύ νεότερος του Harry θεωρεί δεδομένη την συμπεριληπτική κοινωνία στην οποία ζει. Η μεταξύ τους δυναμική, οι συζητήσεις τους μοιάζουν να προσθέτουν στη βιβλιογραφία της μέχρι τώρα queer θεωρίας.

Σαφώς πιο ώριμo και επίκαιρo από το κινηματογραφικό του γκέι ρομάντζο στην ταινία του «Σαββατοκύριακο» (2011), το «Άγνωστοι Μεταξύ Μας» προσφέρει μια εξαιρετική ματιά στη σύγχρονη queer κουλτούρα και την κρίση της οικειότητας με μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε έναν κόσμο που μοιάζει με όνειρο ή παραίσθηση, παλλόμενος από τη δύναμη του έρωτα να μεταμορφώνει τη ζωή ενός ανθρώπου.