19 Oκτωβρίου 1964. Στη σκηνή του ιστορικού θεάτρου Rex – Μαρίκα Koτοπούλη παρουσιάζεται για πρώτη φορά δημοσίως μία από τις σπουδαιότερες καλλιτεχνικές δημιουργίες του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, το «Άξιον Εστί».

Πρόκειται για ένα λαϊκό ορατόριο για βαρύτονο, λαϊκό τραγουδιστή, αφηγητή, λαϊκή ορχήστρα, συμφωνική ορχήστρα και χορωδία που συνέθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης, μελοποιώντας την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.10.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όπως αποδεικνύει και το δημοσίευμα του «ΒΗΜΑΤΟΣ» την παραμονή της πρεμιέρας, η πρώτη παρουσίαση του «Άξιον Εστί» έχει βρει αρκετά εμπόδια.

«Η εκτέλεση του στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού απαγορεύθηκε και στο Στάδιο δεν πραγματοποιήθηκε. Επιτέλους, αύριο Δευτέρα στις 9:30 μ.μ. θα εκτελεσθή το «λαϊκό ορατόριο» των Μίκη Θεοδωράκη και Οδυσσέα Ελύτη, με την συμμετοχή της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών, της Μικτής Χορωδίας Θάλειας Βυζαντίου και λαϊκής ορχήστρας. Σολίστ ο Μάνος Κατράκης, ο Θ. Δημήτριεφ και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης».

Η συνέντευξη τύπου

Τις ημέρες εκείνες, οι δύο σπουδαίοι δημιουργοί, Ελύτης και Θεοδωράκης έδωσαν συνέντευξη τύπου. Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 17ης Οκτωβρίου 1964:

«»Έργο ποιητικό. Αυθύπαρκτο. Το ‘Άξιον εστί΄ – ποίηση αφιερωμένη στην ποίηση – είχε την καλή τύχη να μελοποιηθή από τον Θεοδωράκη».

» «Η καλή ποίηση εμπεριέχει μέσα της και την μουσική. Κι εκείνος που θα την μελοποιήση δεν έχει παρά να την τοποθετήση στη μουσική. Το ίδιο συνέβη και με το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη…Το έλαβα στο Παρίσι την άνοιξη του ΄61, δώρο ευγενικό του ποιητή. Το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα και τα δύο πρώτα μέρη: Τη Γέννηση και τα Πάθη. Στο ποίημα ενυπήρχε ήδη η μουσική…»

»Έτσι παρουσίασαν το ‘Άξιον εστί’  οι δύο δημιουργοί του – ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Μίκης Θεοδωράκης – στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου. Τους ένωσε σε μια κοινή προσπάθεια τριών χρόνων και πλέον, που ήδη πλησιάζει στο τέρμα της: Επιτέλους το αθηναϊκό κοινό θα γνωρίση το έργο χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τι είπε ο Ελύτης

Ο Οδυσσέας Ελύτης εξυμνεί τη μελοποίηση του Θεοδωράκη:

«Έκείνο που πρέπει να πω είναι ότι το «Άξιον εστί» δεν γράφτηκε με την πρόθεση να μελοποιηθή. Το κουράγιο του Μίκη Θεοδωράκη να γράψη μουσική σε έργο που η δυσκολία του στίχου είναι τεράστια, αποτελεί σταθμό στην ελληνική μουσική. Η αρχιτεκτονική της μουσικής του ακολουθεί τόσο πιστά την αρχιτεκτονική του κειμένου που εγώ απόρησα».

Ο Θεοδωράκης για τα εμπόδια στην παρουσίαση

O Mίκης Θεοδωράκης στάθηκε στα εμπόδια που συνάντησε η προσπάθειά του να παρουσιάσει ζωντανά το «Άξιον εστί».

«Επιτέλους το ‘ Άξιον εστί’ θα ανεβασθή στην Αθήνα! (…) Υπήρχε η περίπτωση το έργο μου αυτό να μην πρωτοπαρουσιασθή στην πατρίδα μου. Είναι να αηδιάζη κανείς με την κατάσταση που επικρατεί εδώ.

»Να ζητάς αίθουσα για να κάνης δοκιμές και να μη βρίσκης. Να σου παραχωρούν τελικά μια γωνίτσα στον «Παρνασσό» και μετά από δύο ώρες πρόβα να παρουσιάζεται ο πρόεδρός του και να σου λέη: «Το έργο είναι υπόπτο και να σταματήσουν οι δοκιμές» είχα απογοητευθή τόσο πολύ που λίγο ακόμη και θα έπαιρνα το αεροπλάνο να παώ στη Σόφια ή κάπου αλλού να παρουσιάσω το έργο μου. Ήθελα όμως να δοθή η παγκόσμια πρεμιέρα του στην πατρίδα μου».

«ΤΑ ΝΕΑ», 20.10.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πώς μελοποιήθηκε

Για τον τρόπο που μελοποιήθηκε το «’Αξιον εστί» ανεφέρεται ο Μίκης Θεοδωράκης, στις σημειώσεις του για το συγκεκριμένο έργο,  που δημοσιεύονται στην επίσημη ιστοσελίδα του, www.mikistheodorakis.gr.

»Τους μελοποίησα [τους στίχους] αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική.

»Αλλά δεν ήξερα τι να το κάνω. Να κάνω ένα έργο για τις συναυλίες πάλι, ορχήστρες και λοιπά, ή έπρεπε να κάνω ένα έργο λαϊκό; (…) Οπωσδήποτε έπρεπε να χρησιμοποιήσω μέσα και συμφωνική ορχήστρα και χωρωδία και λόγιο τραγουδιστή. Όλα αυτά έπρεπε να τα συνδυάσω, ήταν τελείως πρωτόγνωρα.

»Έπρεπε να βρω μια ισορροπία, ώστε το έργο αυτό να μην είναι μακριά από την ευαισθησία του κόσμου. Ήξερα ότι ο κόσμος είναι ανώριμος ακόμη στο συμφωνικό ήχο, όπως και στο χορωδιακό, ότι ήθελε λαϊκά όργανα, λαϊκή φωνή. (…)

»Ήθελα να μιμηθώ απολύτως το εκκλησιαστικό ύφος, αλλά και ο Ελύτης δεν είχε αντίρρηση, διότι μιλούσε πάντα για μια λαϊκή λειτουργία. Είχαμε λοιπόν τον ψάλτη, είχαμε το λαϊκό τραγουδιστή είχαμε και τον ευαγγελιστή, ο οποίος θα διάβαζε».

Οι πρώτες εντυπώσεις

«ΤΑ ΝΕΑ» της 20ης Οκτωβρίου γράφου για τις πρώτες αντιδράσεις του κοινού, από την παγκόσμια πρώτη παρουσίαση του έργου.

«Το τελευταίο έργο του Μίκη Θεοδωράκη “Άξιον εστί”, ύστερα από τις γνωστές περιπέτειές του με το Φεστιβάλ Αθηνών, παρουσιάσθηκε χθες σε πρώτη εκτέλεση στην Αθήνα, στο θέατρο “Κοτοπούλη”.

»Το πολυπληθές κοινόν, ανάμεσα στο οποίο ό,τι εκλεκτό έχει να παρουσιάση η πρωτεύουσα στον τομέα της Τέχνης και των Γραμμάτων, παρακολούθησε συνεπαρμένο την εκτέλεση και επευφήμησε και εχειροκρότησε με άνευ προηγουμένου ενθουσιασμό τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Οδυσσέα Ελύτη, από το ομώνυμο ποίημα του οποίου είναι εμπνευσμένο το έργο του δημοφιλούς συνθέτη, τους σολίστ Μάνο Κατράκη, Γρηγ. Μπιθικώτση και Θ. Δημήτριεφ, τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών και τη χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου που ερμήνευσαν το “Άξιον εστί”.

Η κριτική του Δημήτρη Ψαθά

Ανάμεσα σε εκείνους που είχαν την τύχη να ζήσουν την εμπειρία της πρώτης δημόσιας ζωντανής εκτέλεσης του «Άξιον εστί», ήταν και ο εμβληματικός χρονικογράφος και δημοσιογράφος, Δημήτρης Ψαθάς. Για πολλά χρόνια συνεργάτης των «ΝΕΩΝ».

«Μια εξαιρετική μουσική μυσταγωγία ήταν η πρώτη εκτέλεση του ορατορίου  «Άξιον εστί». (…) Όσοι είχαν την τύχη να την παρακολουθήσουν, δίκαια χειροκρότησαν – για να μη πω αποθέωσαν – τον συνθέτη για τη ρωμαλέα του δημιουργία που κυριολεκτικά συνήρπασε και συνεκλόνισε το ακροατήριό του.

»Θαυμάζω – μαζί με τους χιλιάδες άλλους Έλληνες – το ταλέντο του εξαιρετικού τούτου συνθέτη μας, που αντλεί τις εμπνεύσεις του κατ’ ευθείαν από την δροσερή βρυσομάνα της λαϊκή μας μουσικής. Τούτη την φορά, ωστόσο, ο συνθέτης ξεπέρασε τον εαυτό του, δίνοντας μεγαλόπνοη μουσική φωνή στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, με το τόσο ελληνικό, το τόσο γνήσια εθνικό του ορατόριο.

»Αυτό λοιπόν ήταν το μουσικό κομμάτι που απορρίφθηκε φέτος από το Φεστιβάλ των Αθηνών; Άξιον εστί, στ’ αλήθεια, το ποιείν ανοησίες στον τόπο τούτον! Η δικαιολογία βέβαια, ήταν ότι ο κ. Μπιθικώτσης δεν ταίριαζε με το Ηρώδειο και θα φάνταζε κάπως παράτονα εκεί όπου συχνάζουν ο Σοφοκλής, ο Ευρυπίδης και ο Φον Καραγιάν.

»Αλλα ο καημένος, ο…Μπιθί ήταν τόσο σεμνός και τόσο συμπαθής κατά την εκτέλεση στο θέατρο ‘Κοτοπούλη’ – ανάμεσα στα τόσα πρόσωπα της ορχήστρας και της χορωδίας – ώστε δεν νομίζω ότι θα πρόσβαλε τα μάρμαρα του Ηρωδείου, αν του επέτρεπαν να εμφανισθή κι εκεί».

Απολύτρωση

Το «Άξιον εστί» υπήρξε μια σπανιότατη συγκυρία συνύπαρξης σπουδαίων δημιουργών και ερμηνευτών που με μεγάλη ταπεινότητα αλλά πόθο για την Ελλάδα και την τέχνη φλογερό, έδωσαν φωνή σε όσα, διαχρονικά, κουβαλάει ο ψυχισμός του ελληνισμού.

Όπως σημειώνουν και «ΤΑ ΝΕΑ» της 17ης Οκτωβρίου 1964:

«Το ‘Άξιον εστί’ έχει μιάν απολύτρωση. Είναι ο Ύμνος της Ελλαδός μέσα από τα τρία πρόσφατα πάθη μας: Το αλβανικό έπος. Την αντίσταση. Τον εμφύλιο σπαραγμό. Και καταλήγει στην λύτρωση. Στο «Χαίρε»».