Ολοκληρώθηκε και το δεύτερο Ειδικό Δικαστήριο με καθαρό σκορ.

Σε δυο διαφορετικές δίκες και σε δυο διαφορετικά δικαστήρια, δυο υπουργοί της πρώην κυβέρνησης κατηγορήθηκαν για διαφορετικές υποθέσεις. Και οι δυο βρέθηκαν ένοχοι.

Σκορ πρόκρισης.

Σοβαρές ενστάσεις δεν υπάρχουν ως προς την ετυμηγορία ή τη διαδικασία.

Τα δικαστήρια εξάντλησαν κάθε όριο επιείκειας. H εισαγγελέας υπήρξε φιλικότερη κι από την υπεράσπιση. Ενώ η σοβαρότερη υπόθεση, η σκευωρία Novartis, είχε ήδη αφαιρεθεί από το κατηγορητήριο με το ανεκδιήγητο βούλευμα του περασμένου καλοκαιριού.

«Λογικά ασύντακτο, αντιφατικό κι αναιτιολόγητο» το είχε χαρακτηρίσει ο Β. Βενιζέλος (21/7).

Αφού λοιπόν το βούλευμα είχε καταργήσει το κατηγορητήριο, ευλόγως η κατηγορούμενη πρώην εισαγγελέας διαφθοράς απαλλάχτηκε. Δεν ήταν και κανένας θρίαμβος της νομικής σκέψης.

Πολύ κακό για το τίποτα, λοιπόν; Δεν συμφωνώ.

Το ζητούμενο (για ένα φυσιολογικό μυαλό, τουλάχιστον…) δεν ήταν η ταλαιπωρία των κατηγορουμένων. Η δημοκρατία δεν εκδικείται.

Αλλά αμύνεται.

Γι’ αυτό το ζητούμενο ήταν η ανάδειξη της ισχύος της απέναντι σε όσους αποπειράθηκαν να την καταλύσουν ή να τη θέσουν υπό τον έλεγχό τους.

Κι αυτό ακριβώς επιβεβαιώθηκε στα δυο Ειδικά Δικαστήρια.

Οτι μια ομάδα τυχάρπαστων πολιτικών, δικαστικών και δημοσιογράφων με όποιες σχέσεις και όποιες επιδιώξεις προσπάθησαν αλλά δεν κατόρθωσαν να επιβληθούν της Πολιτείας και του κράτους δίκαιου – όσο κι αν το επικαλούνται στις μεθοδεύσεις τους…

Υπάρχει όμως και κάτι απεχθέστερο.

Οτι οι άνθρωποι αυτοί έδρασαν καπηλευόμενοι τα πιο χαμηλά ένστικτα της κοινωνίας. Την καχυποψία, τον συμψηφισμό, τον υπαινιγμό, τη δυσπιστία, τη διαστρέβλωση, τη μνησικακία.

Καλλιέργησαν την παρανοειδή εικόνα μιας άθλιας διεφθαρμένης χώρας προκειμένου να οργανώσουν τον έλεγχό της. Και έπεισαν κόσμο.

Ισως δεν ήταν δύσκολο. Το ψυχολογικό κλίμα αποσταθεροποίησης που είχε φέρει μαζί της η κρίση βοήθησε. Μια αλαφιασμένη κοινωνία δεν είναι ποτέ σώφρων και ψύχραιμος κριτής.

Ακόμη και μια εύλογη επιδίωξη, όπως η αδειοδότηση των καναλιών, απέκτησε ανεξήγητα ένα φανατικό πρόσημο.

Οδήγησε έτσι σε έναν αντισυνταγματικό διαγωνισμό και σε έναν κατάδικο υπουργό. Ενώ αρκούσε απλώς να τιμολογήσουν τις άδειες, όπως και έγινε στη συνέχεια χωρίς να ανοίξει μύτη.

Θα μπορούσα να δώσω κι άλλα παραδείγματα. Αλλά δεν χρειάζεται. Διότι το ζητούμενο δεν ήταν ποτέ η νομιμότητα. Ηταν ο έλεγχος.

Αυτό κατέδειξαν τα δυο Ειδικά Δικαστήρια και όσα προηγήθηκαν.

Και τι έμεινε τελικά; Η πικρία κι ο εύλογος θυμός δέκα αθώων ανθρώπων που χωρίς στοιχεία κρεμάστηκαν στα μανταλάκια επειδή βρέθηκαν στη λάθος πλευρά της Βουλής.