Την Πρωτοχρονιά του 1968 βρέθηκα εκεί, στα Καλάβρυτα, υπηρετούσα από 20 μήνες πριν, Πρόεδρος Πρωτοδικών. Τα Καλάβρυτα ήταν ακόμα τότε μια μισορημαγμένη πολιτεία. Η μνήμη της καταστροφής της από τους Ναζί στις 13 του Δεκέμβρη του 1943 ήταν ακόμη ζεστή, τα χνάρια από τις πληγές της ακόμα φανερά.

Διαβάστε ακόμη: Πρωτοχρονιά 1945: Η Μαρία Ιορδανίδου θυμάται

Το καλοκαίρι η μικρή πολιτεία είναι χαρά Θεού. Νερά, πλατάνια κι αηδόνια συναγωνίζονται ποιο θα πει το καλλίτερο τραγούδι. Το χειμώνα αλλάζουν όλα όψη, φορούν σκληρό μακρόχρονο προσωπείο. Γύρω-τριγύρω ψηλά βουνά και η πολιτεία ―ένα μεγάλο μέρος της― μέσα στην ρεματιά, σαν καρύδι στο άνοιγμα του καρυοθραύστη. Ακόμα κι όταν έχει λιακάδα, το φως είναι με το δελτίο, από τις 10 το πρωί μέχρι τις 3 το απόγευμα. Ύστερα πέφτει απόσκιο. Σε τέτοιο τόπο οι άνθρωποι πλάθουν το χαρακτήρα τους. Γίνονται γενναίοι στις δύσκολες ώρες και χαίρονται αληθινά όταν ακούνε τα βήματα της άνοιξης ν’ ανηφορίζει. Δεν είναι ματαιοδοξία, μπορώ να καυχηθώ πως είχα δεθεί με τον τόπο, με τους ανθρώπους. Δεν έφευγα κάθε τρεις και τόσο για την Αθήνα ― έμενα εκεί και Κυριακές και σκόλες. Κάποτε μάθαμε πως «την κυβέρνηση ανέλαβεν ο Στρατός». Καταλάβαμε τι εσήμαινε αυτό κι ας μην ξέραμε ακόμα ποιοι αποτελούσαν αυτό το Στρατό. Στα Καλάβρυτα δεν ξεχύθηκαν άρματα μάχης, δεν γρατσούνισαν τους δρόμους ερπύστριες ― δεν υπήρχαν εκεί στρατιωτικές μονάδες. Μόνο την άλλη νύχτα ―ξημέρωνε 22 του Απρίλη του 1967― ξενύχτησαν οι χωροφύλακες. Βγήκαν παγανιά και συνέλαβαν τους σημαδεμένους. Έπιασαν φτωχολογιά, έναν αγαθό δικηγόρο, κάποιους παλιούς αριστερούς που είχαν αγγίσει πια τα 65 τους χρόνια και υπέφεραν από ζάκχαρο. Όλους μαζί τούς φόρτωσαν σε καμιόνι και τους έστειλαν ταξίδι. Εμείς οι άλλοι που γλυτώσαμε, δεν τα είδαμε όλα με τα μάτια μας, ακούσαμε μόνο μέσα στη νύχτα τους θρήνους των γυναικών, μάθαμε λίγες λεπτομέρειες αργότερα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η αξέχαστη Πρωτοχρονιά της πεζογράφου Μαρίας Ιορδανίδου

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.1.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Έπειτα γέμισε ο τόπος φόβο και σιωπή. Μόνη παρηγοριά: στα Καλάβρυτα δεν υπήρχε στρατιωτική μονάδα, δεν κινδυνεύαμε να ιδούμε ανοικτές τις πύλες κάποιου έκτακτου Στρατοδικείου που θα συνεδρίαζε επί τόπου. Ελπίσαμε πως θα μείνουμε παράμερα, πως τη δικτατορία θα την καταλαβαίνουμε από τη μυρουδιά της μόνο, όχι από την όψη της. Όνειρο ήταν σαν τα κύματα του Κορινθιακού που αγνάντευα στον ύπνο μου.

Λίγον καιρό πριν από την 21 Απριλίου 1967 είχε παρουσιαστεί στον τόπο ένας ταγματάρχης. Δεν ξέρω τι ειδικότητα είχε. Έσερνε μαζί του περίπου 15 στρατιώτες που κάποια σχέση είχαν με την ανέγερση, με τις επισκευές των σπιτιών των σεισμόπληκτων εκείνου του καιρού, εκείνης της περιοχής. Κανείς μέχρι τότε δεν είχε προσέξει τον ταγματάρχη. Καθόλου παράξενο. Ο άνθρωπος δεν ξεπερνούσε πολύ σε μπόι τον Κοντορεβυθούλη. Έμοιαζε πολύ με έναν από τους 4 στρατηγούς στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ. Δεν άντεχε, μελάνιαζε στο κρύο. Το επώνυμό του κ. Χ. Το «Χ» στην άλγεβρα σημαίνει τον άγνωστο αριθμό, στην περίπτωσή μας ήταν το αρχικό γράμμα του πραγματικού επωνύμου του.

Αυτός λοιπόν ο Κοντορεβυθούλης άλλαξε μονομιάς, έγινε δράκος. Ανακήρυξε εκεί ψηλά δικό του δεσποτάτο. Ονόμασε τον εαυτό του στρατιωτικό διοικητή Καλαβρύτων, χωρίς να υπάρχει στρατιωτική διοίκηση. Έγινε ένας μικροσκοπικός Αλή πασάς ― φόρου υποτελής στους σουλτάνους της Αθήνας. Είχε ανάγκη από Βέλη Γκέκα, Γιουσούφ Αράπη κι άλλα παλληκάρια. Τα βρήκε εύκολα. Κάποιοι κατώτεροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της Χωροφυλακής, χωροφύλακες, ΤΕΑ κι άλλα παρόμοια. Τα παλληκάρια δεν πολεμούσαν σαν τον Γιουσούφ Αράπη τους κλέφτες με το καρυοφίλι και το γιαταγάνι. Έκαναν αλλιώτικο πόλεμο. Πολεμούσαν τον κομμουνισμό με κόλλες χαρτί. Στόχος τους: φτωχο-υπάλληλοι του μοναδικού υποκαταστήματος τραπέζης, εφοριακοί, υπάλληλοι του Δήμου, καθηγητές, δάσκαλοι. Όσο πιο πολλοί στιγματίζονταν κομμουνιστές και απολύονταν από τις υπηρεσίες τους, τόσο πιο πολύ θα ψήλωνε το ανάστημα και θα πλήθαιναν τα γαλόνια των παλληκαριών. Στις μεγάλες επιτυχίες ταιριάζει ανάλογο ύφος, με το δίκιο τους κοκορεύονταν. Παλιότερα ―πριν από την «εθνοσωτήριο»― έδειχναν κάποιο σεβασμό, ας πούμε, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Από τότε και ύστερα σεβασμός τέλος. Βλέποντας αυτά οι παρακάτω, οι στρατιώτες, οι χωροφύλακες, κόλλησαν κι αυτοί την ίδια ψώρα, το ίδιο ύφος.

Καθισμένοι στο καφενείο της πλατείας όταν περνούσε ο Εισαγγελέας, τέντωναν πιο πολύ και άνοιγαν επιδεικτικά τα πόδια τους, σα γυναίκες σε λαϊκό οίκο ανοχής για να προκαλέσουν την πελατεία τους. Κάποιοι το τραβούσαν και παραπέρα. Θρονιάζονταν στις φτωχοταβέρνες, έτρωγαν κι έπιναν. Φεύγοντας το βράδυ άφηναν 50 δραχμές κι έπαιρναν ρέστα 100.

Όλες αυτές οι εξουσίες είχαν βάλει όλους τους άλλους στο σημάδι, όσους δε φορούσαν χακί ή δεν ήταν όργανά τους. Αν δε μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, φρόντιζαν να τους ταπεινώσουν. Δεν ήμουν κι εγώ έξω από το στόχο τους. Ένας τρόπος ταπεινώσεως ήταν οι προσκλήσεις του στρατιωτικού διοικητή Καλαβρύτων: «Παρακαλείσθε να παρευρεθείτε υποχρεωτικώς». Μερικές φορές, η μικρή μου συντροφιά κι εγώ, καταφέρναμε να ξεφύγουμε. Σκαρφαλώναμε στις κορυφές του Χελμού. Άλλοτε την παθαίναμε. Παρευρισκόμεθα, έπρεπε να χαιρετούμε, να χαμογελούμε σ’ όλους εκείνους τους καραγκιόζηδες.

Με τέτοιες «χαρές» και πανηγύρια περνούσε ο καιρός. Ζύγωνε η Πρωτοχρονιά του 1968. Αποφασίσαμε να τη γιορτάσουμε στα Καλάβρυτα, να υποδεχτούμε ένα καινούριο χρόνο ντυμένο χιόνια και καταχνιές. Κάνουμε τα μικρά σχέδιά μας, η γυναίκα μου κι εγώ, μελετήσαμε πολλές λεπτομέρειες. Ξεχάσαμε μία, τον κύριο στρατιωτικό διοικητή. Δε θυμάμαι αν την προηγούμενη χρονιά, την Πρωτοχρονιά του 1967, είχε γίνει τελετή. Ό,τι κι αν έγινε, τότε δεν ήταν ασήκωτο μολύβι. Για να μη φλυαρώ περισσότερο, το πρωί της παραμονής πήρα πρόσκληση να «παρευρεθώ υποχρεωτικώς εις την τελετήν επί τω νέω έτει κ.λπ.». Στον ίδιο φάκελλο και το πρόγραμμα, η αναφορά όλων των εξουσιών που εκαλούντο στην δοξολογία. Ανάμεσά τους κι ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, αλλά στα χαμηλά του καταλόγου, ύστερα από τον ανθυπασπιστή της Χωροφυλακής, πιο κάτω από τον ενωμοτάρχη. Είταν μια ακόμα προσπάθεια να ταπεινωθούν, να εξευτελιστούν οι δικαστικές αρχές, που δεν ήθελαν να χορεύουν στη μουσική που τους έπαιζε ο κ. στρατιωτικός διοικητής και τα παλληκάρια του. Είταν σα να εκαλείτο ο Πρωθυπουργός ύστερα από το Δημοτικό Συμβούλιο. Δεν είταν πια ζήτημα προσωπικό, είταν ζήτημα γοήτρου της ιδιότητας που είχα. Αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να μην παραστούμε. Δεν έπρεπε όμως και να ερεθίζουμε τους νέους φύλακες της τάξεως και της ασφαλείας. Έπρεπε να εξαφανισθούμε από τη μικρή πόλη, έπρεπε να λείπουμε σε ταξίδι.

Η νύχτα έπεσε γρήγορα. Κύκλωσε όλη την πόλη, τη σκέπασε. Κυκλοφορούσε μονάχη φοβερίζοντας με τα παγωμένα της νύχια. Όλοι από νωρίς κλεισθήκαν στα σπίτια κι άναψαν τη φωτιά, άνοιξαν τα φώτα. Κλειστήκαμε κι εμείς νωρίς έχοντας ματαιώσει όλα τα σχέδιά μας. Έπρεπε να μοιάζουμε φευγάτοι. Πρωί-πρωί, πριν καλά-καλά χαράξει, έπρεπε να προλάβουμε το τραίνο που κατέβαινε τη χαράδρα του Βουραϊκού και σταματούσε στο Διακοφτό. Ήταν λιγάκι δύσκολο μα όχι και αδύνατο να ξεφύγουμε χωρίς να μας πάρουν είδηση. Στο κάτω-κάτω της γραφής ο κ. στρατιωτικός διοικητής δεν είχε στρατιώτες για να στήσει ενέδρα κι οι χωροφύλακες κοιμόνταν με βαριά κεφάλια από το μεθύσι.

Η νύχτα γινόταν όλο και περισσότερο κρύα. Η θερμοκρασία είχε πέσει κάτω από το μηδέν. Οι δρόμοι είχαν παγώσει, είταν παγίδες θανάτου για όποιον θα αψηφούσε την πετρωμένη άσφαλτο, το πετρωμένο χώμα. Κλείσαμε καλά πόρτες, παράθυρα, τραβήξαμε τις κουρτίνες. Ανάψαμε τη μικρή λάμπα του τραπεζιού με το λαμπτήρα των 30 κεριών. Καλού-κακού τη σκεπάσαμε μ’ ένα πανί, την κουκουλώσαμε σαν Κοκκινοσκουφίτσα. Στο μισοσκόταδο ξεχωρίζαμε αχνά τα πρόσωπά μας.

Στο μεταξύ ο ασταμάτητος χρόνος γλιστρούσε ανάμεσά μας. Ώρα την ώρα, λεπτό το λεπτό, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο χανόταν, έσβηνε το 1967. Δεν καταλάβαμε τη στιγμή που έγινε παρελθόν, δεν καταλάβαμε πότε είχε δρασκελίσει αόρατος το κατώφλι ο νέος χρόνος, το 1968. Σχεδόν δε μας ένοιαζε. Πριν 17 ημέρες είχε αποτύχει το κίνημα του «μεγαλειοτάτου», η δικτατορία γινόταν σκληρότερη περιμέναμε χειρότερες ώρες.

Δεν ήταν καιρός για λόγια, δεν ταίριαζαν οι θρήνοι. Πέσαμε να κοιμηθούμε. Ο ύπνος είταν ταραγμένος κι ανήσυχος, δεν έπρεπε να μας κυριέψει, δεν έπρεπε η αυγή να μας βρει στο κρεββάτι.

Πριν τα χαράματα πεταχθήκαμε όρθιοι. Ντυθήκαμε, κουκουλωθήκαμε, τυλίξαμε το λαιμό, το κεφάλι. Το κρύο τριβέλιζε, πάγωνε τις μύτες, έφερνε δάκρυα στα μάτια. Τέλος πάντων προλάβαμε το άδειο εκείνο το πρωί μικρό τραίνο, κατηφορίσαμε τη χαράδρα. Δεξιά κι αριστερά ο βοριάς είχε πλάσει παράξενους σταλακτίτες. Σιγά-σιγά όσο κατεβαίναμε ο τόπος ημέρευε. Κάτω στο Διακοφτό είταν άλλη χώρα. Είταν ακόμα πρωί, ο ήλιος έλαμπε, χαμογελούσε, σκορπούσε υποσχέσεις. Πήραμε το τραίνο για την Αθήνα. Ήταν άδειο από επιβάτες και εκείνο. Μέσα στο βαγόνι είταν ζεστά. Έξω, δεξιά κι αριστερά, λεμονιές, πορτοκαλιές φορτωμένες τους χρυσούς καρπούς τους. Το τραίνο προχωρούσε ράθυμα, η μηχανή του αντηχούσε απαλά, ρυθμικά, σα να σφύριζε εύθυμο σκοπό. Για μερικές ώρες δεν ίσχυε το «να παραστείτε υποχρεωτικώς». Ερχόταν από παντού σα ζεστός ανασαμός η ψευδαίσθηση της ελευθερίας.

*Κείμενο του δικαστή και διανοουμένου Γιάννη Ντεγιάννη, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πρωτοχρονιά του 1984.

Η εφημερίδα είχε ζητήσει από τον Ντεγιάννη, τότε βουλευτή Επικρατείας και παλαιότερα πρόεδρο του Εφετείου Αθηνών που είχε δικάσει τους πρωταιτίους του απριλιανού πραξικοπήματος για εσχάτη προδοσία και στάση, να θυμηθεί μια σημαδιακή Πρωτοχρονιά, μια Πρωτοχρονιά που είχε χαραχτεί βαθιά μέσα του.

Ο Ντεγιάννης ανακάλεσε στη μνήμη του την Πρωτοχρονιά του 1968, εποχή κατά την οποία υπηρετούσε ως Πρόεδρος Πρωτοδικών στα Καλάβρυτα και ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει την πλήρη έλλειψη σεβασμού που επεδείκνυαν οι «φύλακες της τάξεως και της ασφαλείας» επί χούντας, την προσβλητική και ταπεινωτική συμπεριφορά τους.