Στο δημοψήφισμα της 4ης Σεπτεμβρίου ο λαός της Χιλής ψήφισε εμφατικά «όχι». Μία απρόσμενη τροπή αν ληφθούν υπόψη τα γεγονότα του 2019 αλλά και το δημοψήφισμα του 2020. Πώς έφτασε όμως η Χιλή σε αυτό το σημείο;

Τον Οκτώβριο του 2019, ξέσπασαν οι πρώτες φοιτητικές διαδηλώσεις, οι οποίες επεκτάθηκαν, με τον κόσμο, κυρίως τους νέους, να ζητούν καλύτερες συνθήκες σε βασικούς τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση, οι συντάξεις. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων 30 άτομα έχασαν τη ζωή τους και χιλιάδες τραυματίστηκαν.

Ένα από τα κύρια αιτήματα που προέκυψε από το έντονο, κοινωνικό αυτό κίνημα, ήταν η αναθεώρηση του Συντάγματος, το οποίο είχε προκύψει κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ. Μέσα από τις πιέσεις προέκυψε ένα δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του 2020, στο οποίο οι Χιλιανοί με συντριπτική πλειοψηφία, σχεδόν 80%, επικύρωσαν αυτή την ανάγκη για αλλαγή.

Νέο σύνταγμα προς ψηφοφορία

Έτσι, τον Μάιο του 2021 ένα ανεξάρτητο, αριστερό σώμα επιλέχθηκε για να ξεκινήσει τη διαδικασία και τον Ιούλιο του 2022 ο Γκαμπριέλ Μπόριτς, πρόεδρος της χώρας, έδωσε στον λαό προς ψηφοφορία, ένα νέο σύνταγμα.

Ένα σύνταγμα ομολογουμένως προοδευτικό, συνταγμένο από ίσο αριθμό ανδρών και γυναικών αλλά και με σημαντική εκπροσώπηση των αυτόχθονων, το οποίο προέβλεπε κοινωνική και φυλετική ισότητα, αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, εξασφάλιση δικαιωμάτων στην περίθαλψη και στην ιδιοκτησία. Αξιοσημείωτη είναι και η εξασφάλιση του δικαιώματος της άμβλωσης, σε μία χώρα που απαγορευόταν ρητά μέχρι το 2017. Μάλιστα, η πρώην πρόεδρος της χώρας Μιτσέλ Μπατσελέ (2006-2010, 2014-2018) σε συνέντευξή της, το χαρακτήρισε ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο».

Θεωρήθηκε όμως και αρκετά αμφιλεγόμενο.

Οι προβληματισμοί

Συγκεκριμένα, υπήρχαν φόβοι πως το απορριφθέν σύνταγμα θα έδινε υπερβολική εξουσία στο κράτος. Επιπλέον, οι διατάξεις που προκάλεσαν τις μεγαλύτερες ανησυχίες, ήταν αυτές της περιβαλλοντικής προστασίας, καθώς θα επηρέαζαν τις δραστηριότητες των μεταλλευτικών εταιριών αλλά και το γεγονός πώς η Χιλή θα αναγνωριζόταν ως «πολυεθνικό κράτος», συμπεριλαμβάνοντας έτσι έμπρακτα τον αυτόχθονα πληθυσμό της, που αποτελεί το 13% του συνόλου και χαρίζοντάς του μεγαλύτερη αυτονομία.

Βέβαια, υπήρχαν και οι ενστάσεις των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις οποίες το σύνταγμα έθετε σε προτεραιότητα τα ζητούμενα της Αριστεράς.

Σημαντικό ρόλο στην έκβαση διαδραμάτισε και η παραπληροφόρηση που πήγαζε από την καμπάνια #reject (απορρίπτω), μέσω της οποίας διαδόθηκαν στα κοινωνικά δίκτυα ψευδείς ισχυρισμοί σχετικά με την απαγόρευση του εμφιαλωμένου νερού, την άμβλωση στον ένατο μήνα της κύησης, αλλά και την ιδιοκτησία, καθώς στις επαρχιακές περιοχές ήταν διαδεδομένη η πεποίθηση πως «τα σπίτια θα ανήκουν στο κράτος». Σύμφωνα με την εταιρία Cadem, η οποία διεξάγει έρευνες στη Χιλή, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού που στήριζε την πρόταση του προέδρου Μπόριτς, ήταν νεότερης ηλικίας και κατοικούσε στη πρωτεύουσα, το Σαντιάγο.

Η απόρριψη

Με βάση αυτά τα δεδομένα, ο λαός της Χιλής, στο δημοψήφισμα της 4ης Σεπτεμβρίου, στο οποίο η ψήφος ήταν υποχρεωτική, απέρριψε τις προτεινόμενες αλλαγές, με ποσοστό 62%.

Ο Ιγκνάσιο Γκαγιάρδο, 26, κάτοικος της Βίνια δελ Μαρ, αισθάνεται απογοητευμένος για το αποτέλεσμα: «Κέρδισε ο φόβος η παραπληροφόρηση. Όλα αυτά για τα οποία παλεύαμε το 2019, χάθηκαν.»

Ο Μπόριτς ωστόσο, αποδέχθηκε την έκβαση και δήλωσε πως «έγινε σαφές πώς η πρόταση δεν ήταν ικανοποιητική» αλλά και πώς «πρέπει να ακούσουμε τη φωνή του κόσμου», όσον αφορά τη δεύτερη απόπειρα, στην οποία θα συμμετέχουν και τα υπόλοιπα κόμματα.

“Πλέον δεν υπάρχει γυρισμός,” αναφέρει ο Αντρές Βελάσκο, πρώην Χιλιανός πολιτικός και καθηγητής στο London School of Economics. “Θα υπάρξει καινούργιο σύνταγμα. Όσον αφορά τις αξίες και τη συμπεριληπτικότητα, η Χιλή έχει προοδεύσει και αυτό δεν αλλάζει. ”