Με… δυσεπίλυτο γρίφο φαντάζει η αντιμετώπιση της ακρίβειας, η οποία όπως όλα δείχνουν ήρθε για να μείνει. Οσοι θεωρούν πως θα πέσουν αμέσως ή τουλάχιστον όσο γρήγορα ανέβηκαν οι τιμές στα ράφια των σουπερμάρκετ μετά την ανακοίνωση των μέτρων για τη μείωση του κόστους ενέργειας θα πρέπει να περιμένουν για αρκετό διάστημα. Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από δηλώσεις ανθρώπων της αγοράς, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το πρόσφατο πακέτο στήριξης ναι μεν δίνει ανάσες, ωστόσο δεν απαντά συνολικά στο πρόβλημα του κόστους παραγωγής που επιδεινώθηκε από τις συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ο
πως λένε χαρακτηριστικά, το ράλι των ανατιμήσεων που λαμβάνει χώρα σε μια ευρεία γκάμα προϊόντων δεν οφείλεται μόνο στην ενέργεια αλλά και στις πρώτες ύλες. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Παύλο Ραβάνη, η κυβερνητική εξαγγελία για την επιβολή πλαφόν στο κόστος ενέργειας είναι σίγουρα θετικό μέτρο, αλλά δεν αρκεί, λέγοντας πως οι αυξήσεις στις πρώτες ύλες και στο κόστος ενέργειας προσεγγίζουν το 150% με 200%. Ο ίδιος μάλιστα, μεταξύ των μέτρων που προτείνει, προκειμένου να υπάρξει άμεσο αποτέλεσμα ανακούφισης για το σύνολο των πολιτών, είναι η μείωση του ΦΠΑ στο 6% στα είδη διατροφής για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση.
Σε ανάλογο μήκος κύματος και ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, Γιάννης Μασούτης, ο οποίος χαρακτηρίζει την κρατική παρέμβαση σημαντική, που θα έχει άμεσο αντίκτυπο στους λογαριασμούς, οι οποίοι τους τελευταίους μήνες προκαλούσαν… ηλεκτροπληξία στους επιχειρηματίες, ωστόσο όπως λέει τα «αναχώματα» δεν είναι αρκετά. Την ανάγκη να υπάρξει νέο πακέτο στοχευμένων μέτρων με έμφαση στη μείωση του ΦΠΑ από το 13% στο 6% σε βασικά αγαθά υπογραμμίζει και ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, επισημαίνοντας ότι το πρόβλημα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων δεν είναι μόνο οι ενεργειακές ανατιμήσεις αλλά συνολικά το αυξημένο κόστος διαβίωσης, ενώ ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΒΕΘ), Αναστάσιος Καπνοπώλης, εκτιμά ότι «δύσκολα τιθασεύονται» οι αρνητικές συνέπειες που έχουν δημιουργηθεί για επιχειρηματίες και νοικοκυριά.
Ελεγκτικοί μηχανισμοί
Η κυβέρνηση πάντως περιμένει αποσυμπίεση των τιμών, η οποία θα αποτυπωθεί και στα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Οπως λέει στα «ΝΕΑ» ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης, «η μεγάλη παρέμβαση που κάνουμε στο ηλεκτρικό θα μειώσει τον πληθωρισμό κατά μισή με μία μονάδα και θα αποκλιμακώσει τις πληθωριστικές προσδοκίες», υπογραμμίζοντας ότι «ο πληθωρισμός στη φάση αυτή είναι εισαγόμενος, λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών στο αέριο – που επηρεάζει καθοριστικά τον ηλεκτρισμό -, στα υπόλοιπα καύσιμα και σε άλλα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά (σιτάρι, σίδερο, ξυλεία κ.λπ., τα λεγόμενα commodities)». Ο Θ. Σκυλακάκης κάνει ιδιαίτερη αναφορά στους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους, οι οποίοι όπως λέει «δρουν με στόχο να αποθαρρύνεται η κερδοσκοπική εκμετάλλευση της συγκυρίας», ενώ τονίζει ότι «κύριος στόχος της οικονομικής πολιτικής είναι να μη δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος πληθωριστικών προσδοκιών, έτσι ώστε η πιθανή αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών να οδηγήσει σε αντίστοιχες μειώσεις τιμών και στην Ελλάδα και στην επάνοδο σε μια περίοδο οικονομικής κανονικότητας». Μάλιστα, ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης μετά την επίσκεψη που πραγματοποίησε χθες στα μεγάλα διυλιστήρια της χώρας προειδοποίησε για ελέγχους σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα των καυσίμων.
«Αμυνα των καταναλωτών»
Στη σκιά των παραπάνω, οι καταναλωτές χτίζουν τις δικές τους άμυνες αλλάζοντας τις αγοραστικές τους συνήθειες. Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), 8 στους 10 καταναλωτές κυνηγούν προσφορές και εκπτώσεις, ενώ 75% αναβάλλουν προσωπικές αγορές ή αγοράζουν οικονομικότερες εναλλακτικές προϊόντων. Την ίδια στιγμή, 6 στους 10 έχουν μειώσει την κατανάλωση ρεύματος και τις αγορές τροφίμων, ενώ το 41% αποφεύγει να κάνει αγορές προκειμένου να έχει χρήματα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Η τάση αυτή, η οποία καταγράφηκε και την περίοδο της κρίσης της πανδημίας, καταγράφεται και σήμερα αρκετά εντονότερα, ενώ μόλις το 16% του κοινού έχει αποταμιεύσει χρήματα τον τελευταίο χρόνο.