Στη μνήμη (αλλά και ως ένα βαθμό τη μυθολογία) της Αριστεράς στη Γαλλία η 3η Μαΐου είναι μια ιστορική μέρα. Και αυτό γιατί αυτή την ημέρα το 1936 ολοκληρώθηκαν οι βουλευτικές εκλογές που διαμόρφωσαν μια εντυπωσιακή αριστερή πλειοψηφία (κομμουνιστές και σοσιαλιστές) και επέτρεψαν τη διαμόρφωση της κυβέρνησης του «Λαϊκού Μετώπου» υπό τον Λέον Μπλουμ.

Η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, που βασίστηκε και πάνω στην αλλαγή γραμμής της Κομμουνιστικές Διεθνούς που λίγα χρόνια πριν μιλούσε για «σοσιαλφασίστες»,  θα αντέξει δύο χρόνια, θα έχει σημαντικές κατακτήσεις, ανάμεσά τους και την πλήρη κατοχύρωση της άδειας μετ’ αποδοχών για τους εργαζομένους. Στα μάτια πολλών η διαμόρφωση αυτού του είδους της ενότητας της Αριστεράς ήταν και η μόνη δυνατή απάντηση στον ναζισμό και τον φασισμό.

Σε όσους αρέσουν συμβολισμοί έχει ενδιαφέρον ότι ήταν στις 3 Μαΐου του 2022 που ανακοινώθηκε η συνεργασία στις βουλευτικές εκλογές της Ανυπότακτης Γαλλίας, του σχηματισμού του οποίου ηγείται ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, που πήρε σχεδόν 22% στις προεδρικές εκλογές, με τους Οικολόγους και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, υπό την ομπρέλα της «Νέας λαϊκής, οικολογικής και κοινωνικής ενότητας».

Μια μέρα μετά και ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις ανακοινώθηκε και η συμμετοχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς παρότι τις προηγούμενες μέρες «βαριά» στελέχη του κόμματος όπως ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Φρανσουά Ολάντ ή ο Ζαν Κριστόφ Καμπαντελίς είχαν τοποθετηθεί αρνητικά, μέτρησε ιδιαίτερα το πολύ κακό αποτέλεσμα της Αν Ινταλγκό στον πρώτο γύρο (1,7%).

Γιατί τώρα η ενότητα της Αριστεράς

Δεν είναι η πρώτη φορά που τέθηκε αυτό το ζήτημα. Είχε τεθεί και στις βουλευτικές του 2017, με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τότε υπό τον Μπενουά Χαμόν, να έχει ένα καλύτερο ποσοστό, όμως ήταν μάλλον η έλλειψη ευελιξίας του Μελανσόν που οδήγησε σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις.

Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Καταρχάς ο συσχετισμός είναι συντριπτικά υπέρ του Μελανσόν. Πήρε κάτι λιγότερο από 22% όταν οι Οικολόγοι  πήραν κάτω από 5%, οι Κομμουνιστές κάτω από 3% και οι Σοσιαλιστές κάτω από 2%. Έπειτα, η πρόταση που έγινε ήταν πιο ευέλικτη καθώς δεν έθετε θέμα διάλυσης των ιδιαίτερων κοινοβουλευτικών ομάδων αλλά απλώς την κατανομή των υποψηφιοτήτων σε όλη τη Γαλλία με τρόπο ώστε να εκπροσωπηθούν όλες οι τάσεις. Επιπλέον, η διαπραγμάτευση δεν αφορούσε μόνο πόσες υποψηφιότητες θα έχει κάθε συνιστώσα αλλά και σε ποιες περιφέρειες θα είναι αυτές. Για κόμματα που έχουν τοπικά «προπύργια» όπως το Κομμουνιστικό ή το Σοσιαλιστικό αυτό ήταν σημαντικό.

Αυτό αναλογεί και στην ιδιαιτερότητα του γαλλικού εκλογικού συστήματος που περιλαμβάνει μονοεδρικές περιφέρειες με εκλογή σε δύο γύρους. Η ικανότητα συσπείρωσης ικανών δυνάμεων, ώστε να μπορεί να διεκδικηθεί μια έδρα στον δεύτερο γύρο, είναι κομβική.

Επιπλέον, αυτή τη φορά υπάρχει και ένα πραγματικό ενδεχόμενο μια τέτοια ενότητα  να μπορέσει να διεκδικήσει σημαντικό αριθμό εδρών και να αποτελέσει το βασικό αντίπαλο δέος στον σχηματισμό του Εμανουέλ Μακρόν.

Ο ίδιος ο Μελανσόν το έχει θέσει ρητά ως στόχο δηλώνοντας ότι πρέπει να εκλεγεί πρωθυπουργός για να μην μπορέσει ο Μακρόν να έχει μια φιλική προς αυτόν κυβέρνηση. Σε μια χώρα όπου ο Μακρόν αναμετρήθηκε αρκετές φορές με τη λαϊκή δυσαρέσκεια αυτή η προοπτική δεν φαίνεται απαραίτητα αρνητική.

Η προοπτική ανόδου της ακροδεξιάς το 2027

Σε όλα αυτά ας προστεθεί και άλλη μια παράμετρος που αφορά την αγωνία για το τι θα γίνει στη μετά-Μακρόν εποχή. Και αυτό γιατί με βάση το Σύνταγμα της Γαλλίας ο Εμανουέλ Μακρόν δεν μπορεί να διεκδικήσει νέα θητεία το 2027.

Με δεδομένη την παράλληλα αποδιάρθρωση της παραδοσιακής δεξιάς και την ηγεμόνευσή της από την Ακροδεξιά, η απουσία του Μακρόν από το προσκήνιο θα επιτρέψει στην Ακροδεξιά να διεκδικήσει την εκπροσώπηση ενός ευρύτερου χώρου «δεξιότερα του κέντρου». Αυτό καθιστά επιτακτική την ανασυγκρότηση ενός πολιτικού πόλου στα Αριστερά που θα μπορούσε να είναι το αντίπαλο δέος.

Οι δυσκολίες της συμμαχίες

Αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι τόσο απλά τα πράγματα για τη συμμαχία της Αριστεράς. Καταρχάς δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις σημαντικές πολιτικές αποκλίσεις που αυτή τη στιγμή κάπως έχουν αφεθεί στην άκρη, αλλά θα μπορούσαν να γίνουν σοβαρές εάν μιλάμε για προοπτική διακυβέρνησης.

Ο ίδιος ο Μελανσόν έχει υιοθετήσει σταδιακά αριστερότερες θέσεις, την ώρα που π.χ. το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην περίοδο της διακυβέρνησης Ολάντ είχε προκαλέσει μεγάλες κοινωνικές κινητοποιήσεις.

Έπειτα, δεν θα πρέπει να υποτιμάμε και το βάρος της ρήξης ανάμεσα στον Μελανσόν και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που μάλιστα μάλλον του στοίχησε τη δυνατότητα να περάσει στον δεύτερο γύρο. Με τους Οικολόγους τα πράγματα ίσως είναι πιο κοντά σε μια εκδοχή προγραμματικής συμφωνία.

Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι μια πιθανή κυβέρνηση Μελανσόν θα πρέπει να αντιμετωπίσει και το ίδιο το γεγονός της συγκατοίκησης με τον Εμανουέλ Μακρόν ως πρόεδρο αλλά και τη δυσκολία να διαμορφώνονται συσχετισμοί μέσα στη Βουλή ώστε να περνούν τα νομοσχέδια (πρόβλημα που σε ορισμένες στιγμές συνάντησε ακόμη και ο ίδιος ο Μακρόν στην προηγούμενη θητεία της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης).

Οι δυναμικές των δημοσκοπήσεων

Από την άλλη μεριά οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μια ενότητα της Αριστεράς θα μπορούσε να γίνει αποδέκτης της ψήφου σημαντικής μερίδας του εκλογικού σώματος.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο Εμανουέλ Μακρόν δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ της δικής του εκδοχής «Κέντρου», όπως φάνηκε και από το ότι στον πρώτο γύρο, εκεί δηλαδή που κατεξοχήν καταγράφηκε η υποστήριξη στη δική του πολιτική και το δικό του πρόγραμμα, πήρε 27,85% των ψήφων.

Μεγάλο μέρος των υπέρ του ψήφων στον δεύτερο γύρο είχαν να κάνουν με την αποτροπή του ενδεχομένου να κερδίσει την προεδρία η Άκρα δεξιά. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το 42% των ψηφοφόρων του Μακρόν στον δεύτερο γύρο το έκαναν αποκλειστικά με σκοπό να μπει φραγμός στην Άκρα Δεξιά. Στην ίδια έρευνα το 46% των ερωτώμενων απάντησε ότι έχει αρνητικά αισθήματα για την εκλογή Μακρόν και μόνο το 34% έχει θετικά. Το 56% θα προτιμούσε να χάσει τις βουλευτικές και να συγκατοικήσει με κυβέρνηση της αντιπολίτευσης και το 57% εκφράζεται θετικά για την προοπτική μιας συμμαχίας των κομμάτων της αριστεράς.

Τα μαθήματα της ιστορίας (που συνήθως δεν επαναλαμβάνεται)

Το πρώτο Λαϊκό Μέτωπο κράτησε δύο χρόνια. Δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη στην πρωτοβουλία των Κομμουνιστών και θα καταρρεύσει υπό το βάρος ενορχηστρωμένων πιέσεων (και συκοφαντικών εκστρατειών από τη δεξιά και την ακροδεξιά) και σοβαρών οικονομικών προβλημάτων.

Η δεύτερη προσπάθεια για «ενότητα της Αριστεράς» θα είναι στη δεκαετία του 1970 με το «Κοινό Πρόγραμμα» των Κομμουνιστών και των Σοσιαλιστών. Παρότι θα φανεί να συγκεντρώνει μια ευρύτερη πολιτική δυναμική τελικά θα είναι οι παλινωδίες του Κομμουνιστικού Κόμματος που θα οδηγήσουν στη ρήξη. Αυτό θα επιτρέψει στον Φρανσουά Μιτεράν, που ήδη από το 1971 είχε ανασυγκροτήσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα. να πάει στις εκλογές του 1981 με τον αέρα του βασικού υποψηφίου της Αριστεράς, να σπάσει το μονοπώλιο της δεξιάς στην εξουσία για δεκαετίες και να οδηγήσει Κομμουνιστικό Κόμμα σε μια καθοδική πορεία.

Τα 14 χρόνια του Μιτεράν στην προεδρία, ένα μέρος τους σε συγκυβέρνηση με τη δεξιά, που θα κερδίσει τις βουλευτικές του 1986, θα αλλάξουν τη Γαλλία, αλλά δεν θα απέχουν πολύ από τον ριζοσπαστισμό του Λαϊκού Μετώπου. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι τελικά μάλλον μετατόπισαν τη Γαλλία δεξιότερα συνολικά, ή τουλάχιστον δεν το απέτρεψαν.

Λίγα χρόνια αργότερα η κυβέρνηση της «πληθυντικής αριστεράς» με πρωθυπουργό τον Λιονέλ Ζοσπέν θα απέχει αρκετά από το να θεωρηθεί «ριζοσπαστική». Το αποτέλεσμα θα είναι το κακό αποτέλεσμα στις προεδρικές εκλογές του 2002 όταν ο Ζοσπέν θα θελήσει να μεταπηδήσει στην προεδρία αλλά θα έχει ένα κακό αποτέλεσμα και θα βρεθεί τρίτος πίσω από τον Ζακ Σιράκ και τον Ζαν Μαρί Λεπέν και εκτός δεύτερου γύρου.

Προφανώς και η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και το τοπίο είναι διαφορετικό, όμως αυτό δεν αναιρεί ότι ο δρόμος της Αριστεράς προς την εξουσία στη Γαλλία κάθε άλλο παρά εύκολος θα είναι. Ιδίως εάν την κατακτήσει.