Με κάποια πράγματα δεν πρέπει να παίζουμε.

Και ένα από αυτά είναι να αμφισβητούμε τα παράπονα της κοινωνίας, όταν αυτά είναι πραγματικά.

Όταν, δηλαδή, αντιστοιχούν σε πραγματικά προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει.

Και ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή είναι όντως αυτό του αυξημένου κόστους ενέργειας.

Ως έναν βαθμό οφείλεται όντως στην έκτακτη συνθήκη που έχει διαμορφώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επίπτωσή του στις τιμές των καυσίμων και της ενέργειας. Οφείλεται, όμως, και στον στρεβλό τρόπο που χρόνια τώρα οργανώνεται η αγορά ενέργειας με τα «χρηματιστήρια ενέργειας» που ανεβάζουν αντί να ρίχνουν τις τιμές, τον τρόπο που εφαρμόζεται η «ρήτρα αναπροσαρμογής», τον ρόλο των «ρυθμιστικών αρχών» που μάλλον δεν ρυθμίζουν και βέβαια τις «ευρωπαϊκές οδηγίες» που συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη τις εθνικές συνθήκες.

Υπάρχει, όμως, πραγματικός κίνδυνος αυτές οι αυξήσεις των τιμών να γίνουν μόνιμες, εάν παγιωθεί το καθεστώς των κυρώσεων και αυτό που περιγράφουμε συνήθως ως «ενεργειακή απεξάρτηση» από τη Ρωσία.

Και ο κίνδυνος είναι όλα αυτά να μετατραπούν σε μόνιμο κόστος για τα νοικοκυριά αλλά και τις επιχειρήσεις.

Γιατί πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι δυνατό πολίτες να καλούνται να καταβάλουν ένα σημαντικό μέρος των αποδοχών τους για να πληρώσουν τους λογαριασμούς της ενέργειας.

Ούτε είναι εύκολο για τις επιχειρήσεις να μην μεταφέρουν τις αυξήσεις του ενεργειακού κόστους στα προϊόντα τους, πράγμα που με τη σειρά του θα ενισχύσει τις ανοδικές τάσεις του πληθωρισμού, στοιχείο που επίσης θα μειώσει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

Σίγουρα από διάφορες απόψεις τα πράγματα είναι καλύτερα σε σχέση με δέκα χρόνια πριν, στην κορύφωση της κρίσης και των επιπτώσεων των Μνημονίων.

Η ανεργία έχει υποχωρήσει, οι μισθοί έχουν έστω και μικρές αυξήσεις και φαίνεται ότι πηγαίνουμε σε μια καλή τουριστική χρονιά.

Όμως, θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι τα νοικοκυριά έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν κάθε αύξηση.

Πράγμα που σημαίνει ότι από ένα σημείο και μετά η αύξηση των λογαριασμών θα δημιουργεί πραγματικό κοινωνικό πρόβλημα.

Θα φέρνει ανθρώπους σε δύσκολη θέση.

Θα τους υποχρεώνει να κάνουν επιλογές ανάμεσα σε εξίσου σημαντικές ζωτικές δαπάνες.

Και πολύ άνθρωποι όντως δεν θα μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους και σίγουρα όχι επειδή είναι «τζαμπατζήδες».

Αυτό θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα συνολικότερο κύμα δυσαρέσκειας μέσα σε μια κοινωνία της οποίας οι πληγές από την προηγούμενη δεκαετία δεν έχουν ακόμη επουλωθεί.

Η λύση δεν είναι μια εύκολη (και, μεταξύ μας, εκ του ασφαλούς) ρητορική για «κινήματα δεν πληρώνω» ή αυταπάτες για «μαζικές προσφυγές». Γιατί στο τέλος αυτοί που την εμπιστεύονται απλώς τα πληρώνουν μαζεμένα στο τέλος.

Αυτό που χρειάζεται είναι μια πραγματική συζήτηση για το ποια μέτρα μπορούν να ληφθούν έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι πολίτες δεν θα αντιμετωπίζουν τους λογαριασμούς του ρεύματος με τρόμο. Με την ευθύνη που πρέπει να επιδείξει όλο το πολιτικό σύστημα, ξεκινώντας, προφανώς από εκείνους που σήμερα ασκούν την πολιτική εξουσία.