«Αυτοί που διάκεινται υπέρ της Ρωσίας ξεχνούν μια σειρά από πράγματα. Εχουν σβήσει από το μυαλό τους από τα Ορλωφικά μέχρι πολύ πρόσφατα γεγονότα» σημείωσε προ ημερών στο «Βήμα» έμπειρος διπλωμάτης. Η παρατήρηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προφητική. Λίγες ημέρες αργότερα επιδεινώθηκε το βαρομετρικό στις σχέσεις Αθήνας – Μόσχας και η ψύχρανση επέστρεψε στα διμερή, αυτή τη φορά στη σκιά του ρωσοουκρανικού πολέμου.

Το ρήγμα στις ελληνορωσικές σχέσεις συνέβη ενόσω οι δύο χώρες φαινόταν ότι είχαν ξεπεράσει μια πολύ δύσκολη περίοδο, με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2018. Τότε η ελληνική κυβέρνηση απέλασε δύο ρώσους διπλωμάτες, ενώ είχε απαγορευθεί η είσοδος σε άλλους δύο, εξ αφορμής πληροφοριών για ανάμειξή τους σε δραστηριότητες κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Οργή για πρεσβεία και Ζαχάροβα

Εν προκειμένω τα πράγματα έλαβαν πιο γρήγορη τροπή. Η δήλωση της Μαρία Ζαχάροβα (εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών) ότι «η ηγεσία της Ελλάδας είναι έτοιμη να μηδενίσει την ίδια την κοινή μας ιστορική κληρονομιά» και ότι τα όπλα που εστάλησαν από τις δυτικές χώρες στην Ουκρανία, της Ελλάδας περιλαμβανομένης, «θα στραφούν και εναντίον των αμάχων, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων» ήταν το κερασάκι στην τούρτα.

Είχε προηγηθεί μια αήθης ανακοίνωση από τη Ρωσική Πρεσβεία στην Αθήνα ως απάντηση στο διάβημα που της επέδωσε το υπουργείο Εξωτερικών για τον θάνατο ομογενών από ρωσικούς βομβαρδισμούς στην Ανατολική Ουκρανία. Η ανακοίνωση (έκανε λόγο για «παπαγάλους», απευθυνόταν στην πολιτική και πολιτειακή ηγεσία και ζητούσε να «συνέλθουν» όσοι ουσιαστικά δεν ασπάζονται τις ρωσικές θέσεις) προκάλεσε οργή σε Μέγαρο Μαξίμου, υπουργείο Εξωτερικών αλλά και σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης που είχε φιλικά αισθήματα προς τη Μόσχα.

Η επίσημη απάντηση της ελληνικής διπλωματίας ήταν προσεκτική. Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Αλέξανδρος Παπαϊωάννου, χαρακτήρισε «απαράδεκτες» τις δηλώσεις της Ζαχάροβα και τις ανακοινώσεις της Ρωσικής Πρεσβείας, τονίζοντας ότι «δεν συνάδουν με τη διπλωματική πρακτική» και «με τους ιστορικούς δεσμούς που ενώνουν τους δύο λαούς».

Πάνω απ’ όλα το καλό της Ομογένειας

«Τραυματίζουν τις διμερείς σχέσεις οι ενέργειες της Ρωσίας;» ήταν το ερώτημα που απηύθυνε «Το Βήμα» στην τελευταία ενημέρωση των διπλωματικών συντακτών, εισπράττοντας μια αμηχανία. Είναι σαφές ότι η Αθήνα, για πλείστους λόγους, διατηρεί την ψυχραιμία της και κρατά χαμηλούς τόνους, απαντώντας ωστόσο όπου κρίνει ότι είναι απαραίτητο. Η ύπαρξη περίπου 150.000 ελλήνων ομογενών στην Ανατολική Ουκρανία, οι οποίοι δεν είναι σαφές υπό ποιο καθεστώς/κυριαρχία θα ζουν μετά την ολοκλήρωση εχθροπραξιών, είναι ο βασικός παράγων στη σκέψη των ιθυνόντων της ελληνικής διπλωματίας.

«Δεν περίμεναν ότι θα στείλουμε όπλα»

Αυτό που φαίνεται ότι εξόργισε τη Μόσχα ήταν η απόφαση της Αθήνας να συνδράμει και αμυντικά (Καλάζνικοφ, εκτοξευτήρες πυραύλων) το Κίεβο. «Δεν περίμεναν ότι θα βγαίναμε μπροστά και ότι θα στέλναμε όπλα» περιέγραφε γλαφυρά αρμόδια πηγή. Σύμφωνα με άλλους παρατηρητές, η Ελλάδα δεν έκανε κάτι άλλο πέρα από το «να κινηθεί έντιμα έναντι των συμβατικών της υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΝΑΤΟ». Η προσέγγιση ότι η Ελλάδα δεν έστειλε αλλά επέστρεψε στην Ουκρανία τα συγκεκριμένα όπλα (τα οποία ήταν ουκρανικά, κατευθύνονταν στη Λιβύη αλλά δεν έφτασαν ποτέ εκεί) παρότι αληθής και «διπλωματική» δεν είναι αρκούντως πειστική.

«Ιδιαίτερη σχέση» Αθήνας – Μόσχας

Η σχέση Αθήνας – Μόσχας έχει χαρακτηριστεί «ιδιαίτερη». Η ρωσική συμβολή στην ανεξαρτησία της Ελλάδας, οι μακροχρόνιες διμερείς σχέσεις και τα φιλικά συναισθήματα μεταξύ των δύο λαών δεν αποτυπώνονται στο πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο. «Πολιτικά εμείς ανήκουμε σε συγκεκριμένη πλευρά. Η Ρωσία πολλές φορές προσπάθησε να σπάσει αυτή τη σχέση, ζητώντας μας διευκολύνσεις, στις οποίες αντιδρούσαν οι δυτικοί σύμμαχοι. Δεν είναι οι σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας σε δύσκολη φάση, αλλά οι σχέσεις Ελλάδας – Πούτιν» εξηγούσαν άνθρωποι με γνώση του παρασκηνίου.

Το Κυπριακό και η σφήνα Λαβρόφ

Ο Ελληνισμός (Αθήνα – Λευκωσία) διαχρονικά ποντάρει στη στάση της Ρωσίας στο Κυπριακό. Οντας μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, μια εκ των δύο υπερδυνάμεων την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις στο σύγχρονο πολυπολικό σύστημα, η στάση της Μόσχας θεωρητικά «βάραινε» στο ζήτημα.

Η περίφημη ρωσική «πολιτική αρχών» στο Κυπριακό θεωρήθηκε φιλική προς τις θέσεις της Ελλάδας και της Κύπρου. Για άλλους, πιο κυνικούς, η Μόσχα δεν επιθυμεί την επίλυση του προβλήματος και την επανένωση του νησιού, διότι ενδεχομένως θα απολέσει την όποια δυνατότητα λόγου και ρόλου διαθέτει αυτή τη στιγμή.

Στο πλαίσιο αυτό, μόνο απαρατήρητη δεν πέρασε η προ ημερών αναφορά του Σεργκέι Λαβρόφ σε «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» και στην προσπάθεια παραλληλισμού των Κατεχομένων με την εισβολή στην Ουκρανία. «Μόνο τυχαία δεν είναι η φράση του Λαβρόφ» επισήμαναν αξιωματούχοι.

Ισες αποστάσεις στα ελληνοτουρκικά

Στα ελληνοτουρκικά, η Μόσχα (τόσο επί Σοβιετικής Ενωσης όσο και μετά) τηρεί πολιτική ίσων αποστάσεων καλώντας τις δύο πλευρές για απευθείας διαπραγματεύσεις. Σύμφωνα με την Παναγιώτα Μανώλη, καθηγήτρια Πολιτικής Οικονομίας των Διεθνών Σχέσεων, η Ρωσία διαχρονικά δεν έβλεπε με καλό «μάτι» την πιθανή επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο, καθώς «η αύξηση της ελληνικής κυριαρχίας ίσως περιόριζε την ελευθερία κινήσεων της Ρωσίας».

Ευρισκόμενος στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2020, ο κ. Λαβρόφ δήλωσε ότι «κάθε κράτος έχει το κυρίαρχο δικαίωμα να καθορίσει το εύρος των χωρικών υδάτων του έως τα 12 ναυτικά μίλια», παραπέμποντας στον κανόνα του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Εναν μήνα νωρίτερα, η κυρία Ζαχάροβα ήταν πιο σαφής, κάνοντας λόγο ότι τα κράτη «πρέπει να καθοδηγούνται από την κοινή λογική και να λαμβάνουν υπόψη τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες μιας περιοχής».

Η Αθήνα, από την πλευρά της, παρατηρεί πολύ προσεκτικά την ολοένα και στενότερη ρωσοτουρκική σύγκλιση σε μια σειρά θεμάτων στο ευρύτερο εγγύς γεωστρατηγικό της περιβάλλον. Αιχμή του δόρατος, φυσικά, ήταν η προμήθεια του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 από την Αγκυρα.

«Γεωπολιτική» Ορθοδοξία και Αγία Σοφία

«Εσωτερικό θέμα» της Τουρκίας χαρακτήρισε η ρωσική κυβέρνηση τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί (Ιούλιος 2020), με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ να υποστηρίζει ότι «θα βγουν κερδισμένοι οι ρώσοι τουρίστες από την αλλαγή του στάτους του ναού» καθώς καταργούνται τα ακριβά εισιτήρια.

Η αξιοποίηση του όπλου της Ορθοδοξίας για την άσκηση γεωπολιτικής επιρροής έχει τροφοδοτηθεί σημαντικά μετά την ανάληψη της ηγεσίας του Κρεμλίνου από τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Η ρωσική στάση εν προκειμένω οφειλόταν στη σύγκρουση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης με το Πατριαρχείο της Μόσχας, με το δεύτερο να επιδιώκει την απομείωση της δυναμικής και της πρωτοκαθεδρίας του πρώτου στον ορθόδοξο κόσμο.

Η απόδοση Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (2018) από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο παγίωσε το ρήγμα που ενυπήρχε μεταξύ των δύο Εκκλησιών σε μια σειρά από ζητήματα. Την ίδια περίοδο, και μετά την επίλυση του Ονοματολογικού, ο Οικουμενικός Πατριάρχης απέρριψε το αίτημα Αυτοκεφαλίας της «Εκκλησίας της Μακεδονίας», επιθυμώντας να διατηρήσει καλές σχέσεις με το Πατριαρχείο της Σερβίας και να μην… το ωθήσει στη Μόσχα.

Η Ρωσική Εκκλησία διατηρεί ισχυρά ερείσματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας (ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα και σε ορισμένα νησιά) και σε πολλές περιπτώσεις έχει επιχειρήσει να διευρύνει την επιρροή της σε θέσεις-«κλειδιά» προκειμένου να διασπάσει τις σχέσεις της Αρχιεπισκοπής Αθηνών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Χαμηλές προσδοκίες σε τουρισμό και εμπόριο

Η οικονομία, με επίκεντρο τον τουρισμό, θα μπορούσε να δώσει ώθηση στις διμερείς σχέσεις. Αλλά οι αριθμοί δεν «εκπέμπουν» θετικά μηνύματα. Οι εκ Ρωσίας ορμώμενοι τουρίστες το 2021 ήταν περί τους 100.000, την ίδια στιγμή που το 2019 αφίχθησαν 610.000, ενώ προηγούμενες χρονιές είχαν ξεπεράσει ακόμα και το εκατομμύριο. Οσον αφορά το διμερές εμπόριο, παρά την αύξησή του, παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και είναι έντονα ελλειμματικό για την Ελλάδα.

Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Αθήνα διατηρεί πολύ μικρότερη ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα, η οποία δεν βλέπει με καλό μάτι τη χρήση του λιμένα της Αλεξανδρούπολης (πόλη στην οποία υπήρχε έντονη ρωσική επιρροή) από τις νατοϊκές/αμερικανικές δυνάμεις.

Διαφορετική «λογική»

Με αφορμή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, χαρακτήρισε τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και της εδαφικής ακεραιότητας «ιερό ευαγγέλιο» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί θεμέλιο λίθο της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, τόσο για λόγους αρχών όσο και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ο ρωσοουκρανικός πόλεμος ανέδειξε και αυτή τη διάσταση μεταξύ Αθήνας και Μόσχας.

Σύμφωνα με την κυρία Μανώλη, σε κανένα από τα μείζονα ζητήματα που απασχόλησαν την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όπως η διαχείριση της οικονομικής κρίσης, το Κυπριακό, τα ελληνοτουρκικά και το Ονοματολογικό, «η Ρωσία δεν διαδραμάτισε θετικά ενεργό ρόλο». Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα επιθυμεί μια καλή, λειτουργική και προβλέψιμη σχέση με τη Μόσχα και αυτός είναι ο στόχος για την επόμενη μέρα των ελληνορωσικών σχέσεων.