Ηχρονιά που φεύγει συνέπεσε με τον εορτασμό των 200 ετών από τον ηρωικό αγώνα της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον οθωμανικό ζυγό. Το πλήθος των εκδηλώσεων που διοργανώθηκαν σε πολλά σημεία της επικράτειας, παρά την κρίση της πανδημίας, αλλά και η πλούσια βιβλιοπαραγωγή για το 1821 θα πρέπει να μας καταστήσουν σοφότερους. Και τούτο διότι καταδεικνύουν ότι η επίτευξη των στόχων των εξεγερμένων αγωνιστών του ’21 δεν θα μπορούσε να είναι αποκλειστικά απόρροια του ηρωισμού που επέδειξαν λίγοι απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις αλλά το αποτέλεσμα έξυπνων πολιτικών και διπλωματικών κινήσεων στη διεθνή σκακιέρα της εποχής, που διεύρυναν το μέτωπο των συμμαχιών υπέρ του «ευγενέστερου και ενδοξότερου αγώνα». Πράγματι, ο ηρωισμός και η ανδρεία του Κολοκοτρώνη και του Παπαφλέσσα δεν θα «πρόκαναν» χωρίς τη διπλωματική ευστροφία του Μαυροκορδάτου και του Καποδίστρια που κατάφεραν να συνδέσουν – ακόμα και να ταυτίσουν – το δίκαιο του Αγώνα των Ελλήνων με το συμφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) οδηγώντας τις εξελίξεις στο Ναβαρίνο και στην τελική νίκη των Ελλήνων.
Δύο αιώνες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας η διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Τουρκία δείχνει – υπό την καθοδήγηση ενός αλαζόνα και αυταρχικού ηγέτη – να κυριαρχείται από «νεοοθωμανικά» οράματα, να βαυκαλίζεται τον ρόλο «Κεντρικής Δύναμης» στο σύγχρονο διεθνές σύστημα και να υιοθετεί μια επιθετική και προκλητική συμπεριφορά απέναντι όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο σύνολο σχεδόν των γειτονικών σε αυτήν κρατών. Τα διδάγματα από την επίτευξη των στόχων του Αγώνα των Ελλήνων πριν από δύο αιώνες μπορούν να αποτελέσουν και σήμερα τον οδηγό ανάπτυξης αποτελεσματικής στρατηγικής αντιμετώπισης της Τουρκίας. Πράγματι, σήμερα, όπως και τότε, η πίστη στις δυνάμεις της χώρας επιβάλλεται να συνδυαστεί με τη ρεαλιστική ανάγνωση του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα, κυρίως το Διεθνές Δίκαιο.
Αυτή η στρατηγική «ορθολογικού» και «εξωστρεφούς πατριωτισμού» δεν απευθύνεται βεβαίως στο θυμικό του μέσου Ελληνα περιοριζόμενη στο απλουστευτικό και παρελκυστικό δίλημμα: «υποταγή στις επιθυμίες της Τουρκίας ή πόλεμος;». Ενδιαφέρεται, αντίθετα, να αναδείξει την πληθώρα των επιλογών που έχει στη διάθεσή της η Ελλάδα και κυρίως να ορίσει το περιεχόμενο της στρατηγικής (εσωτερικής και εξωτερικής) εξισορρόπησης που μπορεί να αναπτύξει σήμερα η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας θέτοντας ταυτόχρονα τις ειδικότερες προϋποθέσεις, που πρέπει να ισχύουν, προκειμένου αυτή να καταστεί επιτυχημένη («εξωτερική νομιμοποίηση», «εσωτερική συνοχή», «αποδοτικότητα», παραγωγική «σχέση μέσων και στόχων»).
Στους δύο αιώνες ελεύθερου ελληνικού κράτους είναι η πρώτη φορά που η χώρα μας καλείται «να ξεπεράσει τον εαυτό της» προκειμένου να διαχειριστεί αποτελεσματικά έναν ιδιαίτερα απαιτητικό συνδυασμό παραδοσιακών (Τουρκία) και σύγχρονων – ασύμμετρων ή/και υβριδικών – απειλών στα σύνορά της, ορισμένες από τις οποίες ενδέχεται να αναπτυχθούν ταυτόχρονα («πολυκρίσεις»). Η νέα αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την ανάπτυξη ενός συνολικού σχεδίου που δεν θα εξαντλείται στην αντιμετώπιση της βασικής απειλής που συνιστά η Τουρκία αλλά θα θέτει τα στρατηγικά διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα μετά την κρίση της πανδημίας και σε ένα δυνητικό περιβάλλον «πολυκρίσεων». Αν και λιγότερο τραγικά από εκείνα της Επανάστασης, τα διλήμματα για την ασφάλεια της Ελλάδας στον 21ο αιώνα είναι αναμφίβολα περισσότερο σύνθετα.
Ο κ. Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφαλείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του Προγράμματος Ασφαλείας στο ΕΛΙΑΜΕΠ.