Αντιμέτωπη με την προβληματική διαχείριση της δεύτερης φάσης της πανδημίας και της αθεράπευτης παθογένειας του ΕΣΥ βρίσκεται η κυβέρνηση, με αφορμή τη δημοσιοποίηση της έκθεσης των καθηγητών Σωτήρη Τσιόδρα και Θεόδωρου Λύτρα και ενώ αναμένεται με ιδιαίτερη ανησυχία το επόμενο κύμα της COVID-19, λόγω της βέβαιης εξάπλωσης της μετάλλαξης Oμικρον.

Η δημοσίευση της έκθεσης αιφνιδίασε το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη και τον ίδιο. Στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου και συνεργάτες του Πρωθυπουργού επιμένουν σε όλους τους τόνους ότι δεν είχαν γνώση για το περιεχόμενο της έρευνας. Υπενθυμίζεται ότι σε αυτήν διαπιστώνονται σημαντικές αδυναμίες του Συστήματος Υγείας, επισημαίνονται προβλήματα των περιφερειακών δομών και περιγράφονται τα υψηλά ποσοστά θνητότητας ασθενών οι οποίοι διασωληνώνονται εκτός ΜΕΘ. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, σε συνδυασμό με το δεδομένο ότι η έκθεση εκπονήθηκε τον προηγούμενο Μάιο, άφησε εκτεθειμένο τον Πρωθυπουργό, λόγω και της δήλωσής του στη Βουλή την 1η Δεκεμβρίου σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι μεγαλύτερη η θνητότητα στους διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ.

Προβληματική δήλωση

Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμα και συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη αναγνωρίζουν ότι η δήλωση ήταν προβληματική. Πόσω μάλλον όταν την ίδια στιγμή κυβερνητικές πηγές σημείωναν ότι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έχει γνώση των προβλημάτων του Συστήματος Υγείας και τα είχε επισημάνει επανειλημμένως. Παραπέμπουν ως προς αυτό σε τηλεοπτική συνέντευξη του προηγούμενου Φεβρουαρίου, στην οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε: «Υπάρχει πράγματι, και το εντόπισα κι εγώ, ένα ζήτημα στα περιφερειακά νοσοκομεία. (…) Τα νοσοκομεία αυτά δεν σχεδιάστηκαν ποτέ για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια απότομη αύξηση των κρουσμάτων. Κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να τα υποστηρίξουμε, αλλά προφανώς είναι δύσκολο για ένα περιφερειακό νοσοκομείο να έχει τον βαθμό της εξειδίκευσης που μπορεί να έχει ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας. Αυτό είναι σίγουρα ένα μάθημα για την επόμενη μέρα». Λίγους μήνες αργότερα, δε, ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε σε συνέδριο για την Υγεία: «Εχουμε έναν νοσηλευτικό χάρτη ο οποίος ξεκάθαρα δεν είναι ορθολογικός και δυστυχώς – δεν έχω καμία δυσκολία να το πω ανοιχτά και δημόσια, γιατί πρέπει επιτέλους να μιλάμε για αυτά τα θέματα – τα μεγάλα προβλήματα διαχείρισης της COVID τα είδαμε σε περιφερειακά νοσοκομεία των οποίων συχνά η ίδια η πανδημία ξεπέρασε τις δυνατότητές τους».

Κατόπιν αυτών, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός εξέταζε τις δυνατότητες μιας διορθωτικής παρέμβασης κατά την ομιλία του το Σάββατο, στο κλείσιμο της συζήτησης για τον Προϋπολογισμό. Ως προς την ουσία ωστόσο, η κυβέρνηση βρίσκεται ενώπιον ενός προβλήματος το οποίο χρονίζει και τείνει να αποτελέσει το σκοτεινό σημείο της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, έπειτα από την επιτυχημένη πρώτη φάση του καθολικού lockdown.

 

Η υποστελέχωση και οι λοιμώξεις

Η ανησυχία εντείνεται, καθώς η πορεία της πανδημίας και η βεβαιότητα για τη νέα έξαρση με την εξάπλωση της μετάλλαξης Ομικρον συνδυάζονται με τις διαπιστωμένες αδυναμίες και τις οριακές αντοχές του Συστήματος Υγείας. Κυβερνητικές πηγές αναγνωρίζουν ότι υπάρχει σημαντικό πρόβλημα, κυρίως λόγω της έλλειψης αλλά και της αδυναμίας εξεύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού (εντατικολόγων και εξειδικευμένων νοσηλευτών) για τη στελέχωση των ΜΕΘ.

Την Παρασκευή, δε, ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης αναγνώρισε δημοσίως σε ραδιοφωνική του συνέντευξη (Σκάι) το μεγάλο πρόβλημα των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, οι οποίες στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσιες του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ως προς το συγκεκριμένο πρόβλημα, ιατρικές πηγές εξηγούν ότι ο συνδυασμός υποτυπωδών δομών με το ελλιπές προσωπικό συμβάλλει καταλυτικά στη ραγδαία εξάπλωση λοιμώξεων. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, ενώ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιστοιχεί ένας νοσηλευτής ανά νοσηλευόμενο σε ΜΕΘ, στη χώρα μας η αναλογία βρίσκεται στο ένα προς έξι, με αποτέλεσμα τη μεγάλη πιθανότητα μετάδοσης λοιμώξεων μεταξύ ασθενών.

Η συνθήκη αυτή βρίσκει την κυβέρνηση αντιμέτωπη με την αβεβαιότητα η οποία προξενείται από τη ραγδαία εξάπλωση της νέας μετάλλαξης της COVID. Κατά τα όσα μεταδίδονται από το Μέγαρο Μαξίμου, θεωρείται δεδομένο ότι από τον Ιανουάριο η Ομικρον θα έχει κυριαρχήσει, δίχως ακόμη να υπάρχουν ασφαλή δεδομένα για τη βαρύτητα της νόσησης και την επιβάρυνση που θα δεχθεί εκ νέου το Σύστημα Υγείας. Για τον λόγο αυτόν λήφθηκε η εσπευσμένη απόφαση της υποχρεωτικότητας αρνητικού μοριακού τεστ 72 ωρών (ή rapid test 24 ωρών) για την είσοδο ταξιδιωτών στη χώρα, με την επίγνωση ότι δεν μπορεί έτσι να σταματήσει η εξάπλωση, αλλά κυρίως με στόχο να κερδηθεί χρόνος. Οι ελπίδες συγκεντρώνονται στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση των εμβολιασμών με πρώτες ή τρίτες δόσεις. Το πρόβλημα παραμένει στις ηλικίες άνω των 60 ετών, όπου, παρά την πρόοδο των τελευταίων εβδομάδων, περί τις 380.000 πολίτες αυτής της ομάδας παραμένουν ανεμβολίαστοι.

Σχέδιο δράσης και ευρωπαϊκή «Βαβέλ»

Η νέα φάση της πανδημίας απασχόλησε τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της προηγούμενης Πέμπτης. Ωστόσο, κυβερνητικές πηγές δεν έκρυβαν την έκπληξή τους για τον εφησυχασμό που επιδεικνύουν πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αναλόγως και της επιδημιολογικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η καθεμία. Στη συζήτηση με τους ομολόγους του, ο Πρωθυπουργός επέμεινε στο να συμπεριληφθεί στα Συμπεράσματα του Συμβουλίου συγκεκριμένη αναφορά για τη νέα μετάλλαξη και την αναγκαιότητα της τρίτης δόσης (κάτι που τελικώς έγινε, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις), ενώ υπερασπίστηκε, από κοινού με τον Μάριο Ντράγκι, τη διενέργεια τεστ για τους ταξιδιώτες και τόνισε τη σημασία του εμβολιασμού των παιδιών.

Παράλληλα – και ενώ έγινε αποδέκτης κριτικής για τα τεστ στους εισερχομένους στην Ελλάδα – ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρότεινε την υιοθέτηση από την Ενωση της επτάμηνης ισχύος του πιστοποιητικού εμβολιασμού, ενώ η πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επέμεινε στην εννεάμηνη διάρκεια.Υπό αυτές τις συνθήκες, η αδυναμία της Ενωσης να καταλήξει σε μια κοινή θέση και στρατηγική για την αντιμετώπιση του επερχόμενου πανδημικού κύματος προβληματίζει και εντείνει την ανησυχία πολλών κυβερνήσεων, μεταξύ των οποίων και της ελληνικής.

Η «τοξικότητα» του ΣΥΡΙΖΑ και η ανάκαμψη του ΚΙΝΑΛ

Η πολιτική αντιπαράθεση για την πανδημία είχε προεξοφληθεί από το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου ότι θα κυριαρχούσε κατά τη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό το βράδυ του Σαββάτου.

Εν όψει αυτής ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμενόταν να απαντήσει στις επιθέσεις του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ και στην επιμονή τους στην τοξικότητα, ενώ σχεδίαζε να κάνει και συγκεκριμένες αναφορές στο νέο πολιτικό περιβάλλον, όπως αυτό άρχισε να διαμορφώνεται έπειτα από την αλλαγή ηγεσίας στο ΚΙΝΑΛ και τη δημοσκοπική δυναμική του κόμματος.

Από τις συζητήσεις με το επιτελείο του Πρωθυπουργού φαίνεται ότι στο Μέγαρο Μαξίμου θεωρούν πως το πολιτικό παιχνίδι έχει αλλάξει και παρατηρούν στενά την κινητικότητα στις τάξεις της αντιπολίτευσης. Υπό αυτή την έννοια αναγνωρίζουν ότι η κυβέρνηση παρουσιάζει μια φθορά, εξακολουθούν όμως να τονίζουν ότι δεν υπάρχει ανατροπή του σκηνικού και εκτιμούν ότι η τάση ανάκαμψης του ΚΙΝΑΛ, με βάση και τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, θα πλήξει κατά κύριο λόγο τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και σε μικρότερο βαθμό εκείνα της ΝΔ. Είναι πάντως ξεκάθαρο ότι το ενδιαφέρον του στενού περιβάλλοντος του Πρωθυπουργού για την κυριαρχία στον χώρο της Κεντροαριστεράς είναι πλέον έντονο.

Η αδράνεια της ΕΕ για την ενεργειακή κρίση

Πηγή προβληματισμού για την ελληνική κυβέρνηση αποτελεί επίσης η αδράνεια της ΕΕ ως προς την υιοθέτηση μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Χαρακτηριστικό ήταν ότι στη Σύνοδο της Πέμπτης δεν λήφθηκε καμία απόφαση, ούτε και υπήρξε συγκεκριμένη αναφορά στα Συμπεράσματα του Συμβουλίου, κυρίως λόγω ενστάσεων και αντιδράσεων κάποιων πρώην «ανατολικών» κρατών-μελών. Παρά ταύτα, κατά τη συζήτηση που προηγήθηκε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέμεινε στην ανάγκη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και στη σημασία της ασφάλειας του ανεφοδιασμού. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο Πρωθυπουργός επανέλαβε την πρόταση για κοινή προμήθεια και αποθήκευση φυσικού αερίου, ενώ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη διασύνδεση της συζήτησης για τις τιμές της ενέργειας με την αντίστοιχη για τον πληθωρισμό.

Η απουσία κοινής δράσης από την Ενωση και η απειλή να εξαντληθούν οι πόροι των εθνικών προϋπολογισμών για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης και αντιστάθμισης των ανατιμήσεων προβληματίζουν την κυβέρνηση

Μείζων παράμετρος ανησυχίας για την ελληνική κυβέρνηση είναι η απουσία κοινής δράσης από την Ενωση, με ορατή την απειλή να εξαντληθούν οι πόροι των εθνικών προϋπολογισμών για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης και αντιστάθμισης των ανατιμήσεων.Παρά ταύτα, το Συμβούλιο παρέπεμψε για μία ακόμα φορά στο μέλλον την όποια συζήτηση και τις αποφάσεις. Η επιφυλακτικότητα αυτή ανησυχεί την Αθήνα, καθώς το κύμα των ανατιμήσεων, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη αβεβαιότητα λόγω της εξέλιξης της πανδημίας, διαμορφώνει ένα θολό πεδίο για τους πρώτους μήνες του επόμενου έτους.

Σύμφωνο Σταθερότητας, ομόλογα και εκλογές

Την ίδια στιγμή, η αβεβαιότητα και η παράταση της εκκρεμότητας ως προς την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας αποτελούν στοιχεία κομβικής σημασίας για το προσεχές διάστημα. Εν όψει αυτής ο Πρωθυπουργός επανέλαβε την προηγούμενη εβδομάδα, σε συνέντευξή του στη «Handelsblatt», τις προσδοκίες του για αναθεώρηση των κανόνων του 3% για το έλλειμμα και του 60% για το χρέος, καθώς και για την εξαίρεση δαπανών της πράσινης μετάβασης, του ψηφιακού εκσυγχρονισμού και της Αμυνας από το πλαίσιο κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Σύνοδο της ΕΕ επανέλαβε την πρόταση για κοινή προμήθεια και αποθήκευση φυσικού αερίου, ως αντίδοτο στην ενεργειακή κρίση

Παρά τις ευρωπαϊκές εκκρεμότητες στα πεδία της πανδημίας, των δημοσιονομικών και των ενεργειακών ανατιμήσεων, ανακουφισμένη εμφανίζεται η κυβέρνηση έπειτα από την απόφαση της ΕΚΤ να εγκρίνει ένα πλέγμα ασφαλείας για τα ελληνικά ομόλογα, μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος αγοράς κρατικών τίτλων με προνομιακά επιτόκια, τον Μάρτιο του 2022. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης ευχαρίστησε, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, την Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία συμμετείχε στο δείπνο των ευρωπαίων ηγετών την Πέμπτη το βράδυ. Είχε ωστόσο προηγηθεί συστηματική εργασία και προετοιμασία από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα και το επιτελείο του, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου εξαμήνου.

Τραπεζικές πηγές και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας επισημαίνουν κατόπιν αυτού ότι απαιτείται επιμονή στην άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και στην επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων, με στόχο την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας «το ταχύτερο δυνατόν». Οπως πάντως εκτιμάται, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί πριν από το 2023.

Το στοιχείο αυτό προβάλλει ως ένα μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι είναι γνωστοί στη Φρανκφούρτη και στις αγορές: σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις νωρίτερα, το 2023 θα είναι εκλογική χρονιά και υπό αυτή την έννοια προβάλλει ως παράμετρος αβεβαιότητας, την οποία η ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει.