Η εφετινή χρονιά σηματοδοτεί μια επέτειο-«ορόσημο» σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του διαβήτη. Και αυτό διότι εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ανακάλυψη της ινσουλίνης, η οποία άλλαξε ριζικά το τοπίο του διαβήτη τύπου 1 μετατρέποντάς τον από μια ανίατη νόσο που συνδεόταν με επιβίωση μικρότερη των δύο ετών σε μια διαχειρίσιμη πάθηση με την οποία οι ασθενείς συμβιώνουν επί μακρόν.

Η παχυσαρκία και ο διαβήτης

Σήμερα, εξαιτίας του σύγχρονου τρόπου ζωής, ο διαβήτης τύπου 2 έχει συχνότητα εμφάνισης στον πληθυσμό έως και 25 φορές μεγαλύτερη από τον διαβήτη τύπου 1. Και αυτό διότι συνδέεται άμεσα με μια άλλη, μη μεταδοτική «πανδημία», εκείνη της παχυσαρκίας, με συνέπεια να απαιτούνται νέες, καλύτερες θεραπευτικές προσεγγίσεις εναντίον του, σύμφωνα με ερευνητές του Πανεπιστημίου της Αριζόνας. Οι αμερικανοί ερευνητές πιστεύουν μάλιστα ότι ανακάλυψαν έναν καινούργιο θεραπευτικό δρόμο για τον διαβήτη τύπου 2, ο οποίος… περνά από το ήπαρ.

Οπως ανέφερε σε δηλώσεις του ο Μπέντζαμιν Ρένκουιστ, αναπληρωτής καθηγητής στο Κολέγιο Γεωργίας και Επιστημών Ζωής του Πανεπιστημίου της Αριζόνας, «οι υπάρχουσες θεραπείες για τον διαβήτη τύπου 2 στοχεύουν στη μείωση της γλυκόζης του αίματος. Κοινώς αντιμετωπίζουν ένα σύμπτωμα και όχι το αίτιο, όπως συμβαίνει όταν προσπαθούμε να θεραπεύσουμε τη γρίπη καταπολεμώντας απλώς τον πυρετό». Για αυτόν τον λόγο, σύμφωνα με τον καθηγητή Ρένκουιστ «χρειάζεται κάποιο άλλο επίτευγμα ενάντια στον διαβήτη τύπου 2».

Σε δύο νέες μελέτες που δημοσιεύθηκαν προσφάτως (συγκεκριμένα στις 29 Ιουνίου) στην επιθεώρηση «Cell Reports» ο δρ Ρένκουιστ σε συνεργασία με ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις, το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και το Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν δείχνει ένα νέο θεραπευτικό μονοπάτι για τον διαβήτη τύπου 2 ελπίζοντας ότι αυτό θα κατευθύνει την επιστημονική κοινότητα στο επίτευγμα που χρειάζονται εκατομμύρια ασθενείς. Ενα μονοπάτι… ηπατικό.

Αλυσιδωτή σχέση

Συγκεκριμένα ο καθηγητής, ο οποίος μελετά επί μακρόν στο εργαστήριό του τις νόσους που σχετίζονται με την παχυσαρκία, έχει αφιερώσει τα τελευταία εννέα χρόνια στο να κατανοήσει καλύτερα τη σύνδεση μεταξύ παχυσαρκίας, λιπώδους διήθησης του ήπατος και διαβήτη. Διερευνά κυρίως το πώς το ήπαρ επιδρά στην ευαισθησία στην ινσουλίνη. Σε δελτίο Τύπου του Πανεπιστημίου της Αριζόνας που εξεδόθη με αφορμή τις δύο καινούργιες δημοσιεύσεις, ο δρ Ρένκουιστ σημείωσε ότι «η παχυσαρκία είναι γνωστό πως αποτελεί ένα από τα αίτια για την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2 και εδώ και πολύ καιρό γνωρίζουμε ότι η ποσότητα του λίπους στο ήπαρ αυξάνεται με την παχυσαρκία. Και όσο αυξάνεται το λίπος στο ήπαρ τόσο αυξάνεται και η επίπτωση του διαβήτη». Αυτό μαρτυρεί ότι το λίπος στο ήπαρ μπορεί να αποτελεί αιτία εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, ωστόσο το πώς ακριβώς το λίπος του ήπατος κάνει τον οργανισμό να παρουσιάζει ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη ή το πώς ωθεί το πάγκρεας να υπερεκκρίνει ινσουλίνη παραμένει μυστήριο, σύμφωνα με τον ερευνητή.

Ο νευροδιαβιβαστής -«κλειδί»

Αυτό το μυστήριο προσπάθησαν να λύσουν ο ίδιος και οι συνεργάτες του επικεντρώνοντας την έρευνά τους στο λιπώδες ήπαρ. Οι ερευνητές μέτρησαν νευροδιαβιβαστές που εκλύονται από το ήπαρ σε ζωικά μοντέλα με παχυσαρκία προκειμένου να κατανοήσουν πώς το ήπαρ επικοινωνεί με τον εγκέφαλο και επηρεάζει τις μεταβολικές αλλαγές που παρατηρούνται στην παχυσαρκία αλλά και στον διαβήτη. «Ανακαλύψαμε ότι το λίπος στο ήπαρ αυξάνει την έκλυση του νευροδιαβιβαστή GABA (γ-αμινοβουτυρικό οξύ). Στη συνέχεια εντοπίσαμε το μονοπάτι μέσω του οποίου λαμβάνει χώρα η σύνθεση του GABA, καθώς και το ένζυμο-«κλειδί» το οποίο είναι υπεύθυνο για την παραγωγή του GABA στο ήπαρ – το ένζυμο αυτό είναι η GABA τρανσαμινάση».

Ποιος είναι όμως ο ρόλος και η σημασία του GABA; Πρόκειται για ένα φυσικά παραγόμενο από τον οργανισμό αμινοξύ το οποίο αποτελεί τον κύριο ανασταλτικό νευροδιαβιβαστή του κεντρικού νευρικού συστήματος, γεγονός που σημαίνει ότι μειώνει τη νευρική δραστηριότητα. Τα νεύρα του ανθρώπινου οργανισμού αποτελούν το μέσο επικοινωνίας μεταξύ του εγκεφάλου και του υπόλοιπου σώματος. «Οταν το ήπαρ παράγει τον νευροδιαβιβαστή GABA, μειώνεται η δραστηριότητα των νεύρων που ξεκινούν από το ήπαρ και φθάνουν στον εγκέφαλο. Ετσι το λιπώδες ήπαρ, μέσω της παραγωγής GABA, μειώνει τη νευρική δραστηριότητα που οδηγεί σε επικοινωνία με τον εγκέφαλο. Αυτή η μείωση γίνεται αντιληπτή από το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, το οποίο αλλάζει τα σήματα που στέλνει και τα οποία επιδρούν στην ομοιόσταση της γλυκόζης».

 

Αποκατάσταση της ευαισθησίας

Προκειμένου να εξετάσουν στην πράξη αυτή τη θεωρία – αν δηλαδή η αυξημένη σύνθεση GABA από το ήπαρ οδηγεί σε ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη – δύο ερευνήτριες στο εργαστήριο του καθηγητή Ρένκουιστ, η Καρολάιν Γκέισλερ και η Σούσμα Γκιμίρε, προχώρησαν σε φαρμακολογική αναστολή της παραγωγής της GABA τρανσαμινάσης στο ήπαρ σε ζωικά μοντέλα με διαβήτη τύπου 2.

«Η αναστολή της επιπλέον παραγωγής GABA από το ήπαρ οδήγησε σε αποκατάσταση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη μέσα σε λίγες ημέρες» σημείωσε η δρ Γκέισλερ, η οποία ήταν πρώτη συγγραφέας των δύο μελετών και εργάζεται πλέον ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Και προσέθεσε: «Η μακροπρόθεσμη καταστολή της GABA τρανσαμινάσης οδήγησε σε μείωση της πρόσληψης τροφής και σε απώλεια βάρους στα πειραματόζωα».

Το επόμενο βήμα για την ερευνητική ομάδα ήταν να δει αν τα ευρήματα αυτά μπορεί να έχουν μετάφραση στον άνθρωπο. Ετσι η Κέντρα Μίλερ από το εργαστήριο Ρένκουιστ… έπιασε δουλειά εντοπίζοντας παραλλαγές στο γονιδίωμα πλησίον της GABA τρανσαμινάσης οι οποίες συνδέονται με τον διαβήτη τύπου 2. Μέσα από τη συνεργασία με ερευνητές του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις οι ερευνητές έδειξαν ότι στα άτομα με ινσουλινοαντίσταση το ήπαρ υπερεκφράζει γονίδια που εμπλέκονται στην παραγωγή και έκλυση του νευροδιαβιβαστή GABA.

Κλινική δοκιμή σε εξέλιξη

Τα ευρήματα αυτά έχουν ήδη αποτελέσει τη βάση για μια κλινική δοκιμή σε ανθρώπους η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις. Στο πλαίσιο της μελέτης διερευνάται η χρήση ενός εγκεκριμένου από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) αναστολέα της GABA τρανσαμινάσης σε παχύσαρκα άτομα προκειμένου να φανεί αν η θεραπεία βελτιώνει την ευαισθησία των εθελοντών στην ινσουλίνη.
Ο καθηγητής Ρένκουιστ κατέληξε τονίζοντας ότι ο δρόμος είναι ακόμη μακρός προτού μια τέτοια θεραπεία καταστεί ευρέως διαθέσιμη. Συμπλήρωσε πάντως ότι «το μέγεθος της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που αντιμετωπίζουμε με την παχυσαρκία καθιστά αυτά τα υποσχόμενα ευρήματα ένα σημαντικό πρώτο βήμα που ελπίζουμε ότι τελικώς θα έχει επίδραση στη ζωή πολλών ανθρώπων».