Στις 20 Οκτωβρίου του 2019, μερικές εκατοντάδες Βέλγοι διαδήλωσαν στους δρόμους των Βρυξελλών, στη λεγόμενη «Μαύρη Πορεία» – διαμαρτυρόμενοι για την πιθανότητα να αποφυλακιστεί πρόωρα υπό όρους μέσα στο 2021, εφέτος δηλαδή, ο παιδόφιλος και serial killer Μαρκ Ντιτρού. Μία εβδομάδα αργότερα, δικαστήριο διέταξε μια νέα ψυχιατρική έρευνα για τον Ντιτρού, κατόπιν αιτήματός του, η οποία θα χρειαζόταν αρκετούς μήνες να ολοκληρωθεί. Στόχος της, να διαπιστωθεί πρώτον εάν ο σήμερα 64χρονος είναι ύποπτος να διαπράξει εκ νέου παρόμοια εγκλήματα, πώς έχει επηρεαστεί από το γεγονός ότι τα προηγούμενα 23 χρόνια κρατούνταν σε απομόνωση και κατά πόσον είναι ασφαλές να αποφυλακιστεί νωρίτερα – η ποινή που του επιβλήθηκε το 2004 ήταν ισόβια δεσμά.

Πολλοί ανατρίχιασαν στην ιδέα. Ο πρώην ηλεκτρολόγος είχε απαγάγει και βιάσει έξι κορίτσια ηλικίας 8 έως 19 ετών το 1995 και το 1996, κατέγραφε σε βίντεο τις πράξεις του και έθαψε ζωντανά δύο από αυτά τα παιδιά, ενώ τα άλλα τέσσερα τα άφησε σε ένα υπόγειο κελί όπου τα είχε φυλακίσει, με αποτέλεσμα να πεθάνουν δύο από αυτά από ασιτία ενώ εκείνος εξέτιε τετράμηνη ποινή για κλοπή αυτοκινήτου. Είχε δώσει στην τότε σύζυγό του, Μισέλ Μαρτέν, που ήταν δασκάλα, εντολή να τους πηγαίνει φαγητό, αλλά εκείνη δεν το έκανε.

Τα δύο κορίτσια που κατέληξαν από ασιτία ήταν ακόμα ζωντανά όταν η Αστυνομία έψαξε για πρώτη φορά το σπίτι του Ντιτρού, τον Δεκέμβριο του 1995. Οι αστυνομικοί άκουσαν κάτι σαν φωνές παιδιών, όμως θεωρήθηκε ότι ακούγονταν από εξωτερικό χώρο και έτσι δεν ερεύνησαν πιο προσεκτικά. Μόνο δύο από τα κορίτσια βρέθηκαν ζωντανά στο ίδιο υπόγειο κελί, μετά τη σύλληψη του βασανιστή τους τον Αύγουστο του 1996 (ακριβώς πριν από 25 χρόνια). Ο δικηγόρος του, Μπρουνό Νταγέζ, έχει δηλώσει επανειλημμένα πως η τιμωρία του πελάτη του είναι «αρκετή» και ήταν ώρα για το Βέλγιο «να γυρίσει σελίδα». Ο Ντιτρού είχε υποβάλει και το 2013 αίτηση για πρόωρη αποφυλάκιση που όμως απορρίφθηκε.

Βέβαια, η προσέλευση στη «Μαύρη Πορεία» ήταν πολύ μικρή σε σχέση με τη «Λευκή Πορεία» που έγινε την ίδια ημερομηνία το 1996. Τότε, περισσότερα από 300.000 άτομα κατέβηκαν στους δρόμους μετά τη σύλληψη του Ντιτρού για να τιμήσουν τη μνήμη των θυμάτων του – ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία του Βελγίου. Οι διοργανωτές ζητούσαν επίσης τη μεταρρύθμιση του συστήματος αναστολής ποινών, ώστε να μην μπορούν ποτέ να βγουν από τη φυλακή άτομα που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα όπως αυτά του Ντιτρού.

Ο δράστης βρισκόταν με αναστολή έξω από τη φυλακή το 1995 και το 1996, όταν έκανε αυτά τα εγκλήματα, αφότου είχε καταδικασθεί για πέντε περιστατικά βιασμού παιδιών το 1989 σε φυλάκιση 13 ετών και έξι μηνών. Αφού είχε εκτίσει τα πρώτα τρία χρόνια, αφέθηκε ελεύθερος λόγω καλής συμπεριφοράς. Τα εγκλήματά του είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που ένωσαν τους Βέλγους, έστω και στον τρόμο, και διέλυσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σύστημα. Η υπόθεση Ντιτρού χαρακτηρίζεται ως «το χειρότερο που έχει συμβεί στο Βέλγιο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Περισσότεροι από το 1/3 των Βέλγων με το επίθετο Ντιτρού ζήτησαν να το αλλάξουν μεταξύ 1996 και 1998.

Για να αποφυλακιστεί εφέτος ο Ντιτρού, θα πρέπει να έχει αποδείξει ότι μπορεί να επανενταχθεί στην κοινωνία, να δεσμευθεί ότι δεν θα έρθει σε επαφή με τις οικογένειες των θυμάτων του και να δείξει πως δεν θα ξανακάνει παρόμοια εγκλήματα. Ψυχίατρος που τον εξέτασε το 2004 ανέφερε πως είναι μία από τις «πιο σοβαρές περιπτώσεις ψυχοπάθειας» που έχει συναντήσει ποτέ. Η ψυχιατρική εξέταση που διέταξε το δικαστήριο του 2019, καθυστέρησε και παραδόθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, λόγω της πανδημίας. Οι ειδικοί κατέληξαν ότι ο Μαρκ Ντιτρού είναι ψυχοπαθής και παραμένει υψηλός ο κίνδυνος υποτροπής του, εάν αφεθεί ελεύθερος. Περιέγραψαν ότι ακόμα δεν δείχνει καμία λύπη, μεταμέλεια ή συμπάθεια για τα θύματά του και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι εξακολουθεί να αποτελεί απειλή για την κοινωνία. Στο Βέλγιο, ένα δικαστήριο μπορεί να ανατρέψει απόφαση ισόβιας κάθειρξης εάν αποδειχθεί ότι ένας κρατούμενος μπορεί να επανενταχθεί στην κοινωνία. Ο δικηγόρος του Ντιτρού ήλπιζε σε κάτι τέτοιο, όμως μετά την ψυχιατρική αξιολόγηση νομικοί κύκλοι θεωρούν απίθανο να συμβεί.

Το χρονικό

Το Βέλγιο δεν μπορεί να ξεχάσει αυτή την τρομερή υπόθεση. Τα πρόσωπα της Ζιλί Λεζέν και της Μελίσα Ρούσο, δύο οκτάχρονων συμμαθητριών που εξαφανίστηκαν στις 24 Ιουνίου 1995, όταν πήγαν για βόλτα σε προάστιο της Λιέγης, είχαν στοιχειώσει τη χώρα, καθώς οι αφίσες με τα χαμογελαστά τους πρόσωπα βρίσκονταν παντού – σε τζάμια αυτοκινήτων, σε προθήκες καταστημάτων, σε φανάρια στον δρόμο και σε πολλά φέιγ βολάν, σε μια εκστρατεία ενημέρωσης που είχαν οργανώσει οι γονείς τους. Η Ζιλί και η Μελίσα είχαν απαχθεί από τον Ντιτρού, άνεργο ηλεκτρολόγο, ο οποίος τις πήρε στο σπίτι του στην πόλη Σαρλερουά και τις φυλάκισε στο υπόγειο κελί που είχε φτιάξει. Τις βίαζε συνεχώς και κατέγραφε τις πράξεις του σε βίντεο.

Δύο μήνες αργότερα, στην παραλία της Οστάνδης, στις 23 Αυγούστου, ο Ντιτρού και ο συνεργός του Μισέλ Λελιέβρ απήγαγαν δύο έφηβες, την Αν Μαρσάλ και την Εφγε Λαμπρέκς, φίλες που βρίσκονταν σε διακοπές και επέστρεφαν από νυχτερινή διασκέδαση. Εναν μήνα τις κρατούσε ο Ντιτρού στο ίδιο σπίτι με τη Ζιλί και τη Μελίσα, αλυσοδεμένες σε ένα δωμάτιο, και κατόπιν μαζί με τον συνεργό του Μπερνάρ Ουινστίν τις έθαψαν ζωντανές. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, την ίδια μοίρα επιφύλαξε και στον Ουινστίν. Τον αναζητούσε η Αστυνομία για ένα κλεμμένο φορτηγάκι και ο Ντιτρού αποφάσισε να τον σκοτώσει προκειμένου να μην εμπλέξει το όνομά του. Τον επόμενο μήνα ήταν που συνελήφθη ο Ντιτρού για την ίδια κλοπή και πέρασε 4 μήνες στη φυλακή.

Στη διάρκεια αυτών των μηνών πέθαναν η Ζιλί και η Μελίσα αφού η τότε σύζυγός του ισχυρίστηκε ότι φοβόταν να κατέβει στο υπόγειο κελί για να τους δώσει τροφή, όπως την είχε διατάξει ο σύζυγός της.
Ο Ντιτρού, μετά την αποφυλάκισή του, έθαψε τα πτώματά τους στον κήπο ενός σπιτιού που είχε στο χωριό Σαρ-λα-Μπισιέρ.

Τον Μάιο του 1996, ο Ντιτρού και ο Λελιέβρ απήγαγαν τη 12χρονη Σαμπίν Νταρντέν καθώς επέστρεφε με το ποδήλατο από το σχολείο στο σπίτι της, στην πόλη Τουρνέ, κοντά στα γαλλικά σύνορα. Την κράτησε κι αυτή στο υπόγειο μπουντρούμι επί τέσσερις μήνες, βιάζοντάς την επανειλημμένα και δίνοντάς της ελάχιστο φαγητό και νερό. Τον Αύγουστο, απήγαγε και άλλο κορίτσι μαζί με τον Λελιέβρ, τη 14χρονη Λετισιά Ντελέζ, η οποία γυρνούσε με τα πόδια στο σπίτι της από την πισίνα στην πόλη Μπερτρίξ.

Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Ντιτρού, η Μαρτίν και ο Λελιέβρ συνελήφθησαν. Ενας αυτόπτης μάρτυρας στην απαγωγή της Λετισιά είχε καταγράψει τον αριθμό κυκλοφορίας του βαν του Ντιτρού και τον έδωσε στην Αστυνομία. Δύο ημέρες αργότερα ομολόγησαν και ο Ντιτρού οδήγησε τους αστυνομικούς στο μπουντρούμι, όπου βρήκαν ζωντανές τη Σαμπίν και τη Λετισιά. Και έπειτα από μερικές ημέρες, οι αστυνομικοί ξέθαψαν τις σορούς της Ζιλί, της Μελίσα, της Αν, της Εφγε και του Ουινστίν.

Η έρευνα

Οι αστυνομικοί διαχειρίστηκαν την υπόθεση με πλήθος λαθών και παραλείψεων – γι’ αυτό και η κοινή γνώμη στο Βέλγιο οργίστηκε και προκλήθηκαν πολλές καταγγελίες για διαφθορά.

Παρότι ο Ντιτρού ήταν ένας καταδικασμένος παιδόφιλος με αναστολή της ποινής του και ύποπτος για την εξαφάνιση της Ζιλί και της Μελίσα, η Αστυνομία δεν πραγματοποίησε έρευνα στο σπίτι του επί πέντε μήνες μετά την απαγωγή των δύο κοριτσιών. Οταν το έκαναν, δεν βρήκαν τα κορίτσια, καθώς επέλεξαν να μην ερευνήσουν από πού προέρχονταν οι φωνές που άκουγαν. Ο Ντιτρού διέφυγε ενώ τον μετέφεραν στο δικαστήριο το 1998. Τον ξανασυνέλαβαν σύντομα, όμως ήταν τόσες πολλές οι αντιδράσεις των πολιτών ώστε ο υπουργός Δικαιοσύνης, ο υπουργός Εσωτερικών και ο αρχηγός της Αστυνομίας αναγκάστηκαν να παραιτηθούν. Οι δικηγόροι του όλον αυτόν τον καιρό ζητούσαν να αφεθεί ελεύθερος, υποστηρίζοντας ότι είχε κρατηθεί πολύ καιρό χωρίς δίκη, κάτι που παραβίαζε την Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Τελικά, καταδικάστηκε και για την απόπειρα διαφυγής και έτσι απορρίφθηκε και το αίτημα των συνηγόρων του.

Τον Οκτώβριο του 1996, ο επικεφαλής της προανάκρισης Ζαν-Μαρκ Κονερότ απομακρύνθηκε από την υπόθεση αφού παρευρέθηκε σε εκδήλωση με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τις οικογένειες των θυμάτων. Ο Κονερότ εθεωρείτο εθνικός ήρωας, αφού συνέλαβε τον Ντιτρού και απελευθέρωσε τα δύο τελευταία θύματά του. Ετσι η απόλυσή του προκάλεσε τεράστιο δημόσιο θυμό. Μισό εκατομμύριο Βέλγοι συμμετείχαν σε διαδηλώσεις και απεργίες τις τρεις επόμενες ημέρες. Η «Λευκή Πορεία», μια ειρηνική διαδήλωση στην οποία ο κόσμος φορούσε λευκά και περπατούσε σιωπηλά με λουλούδια και μπαλόνια, ήταν το αποκορύφωμα αυτών των διαμαρτυριών.

Ηρθαν στο φως και πολλές από τις παραλείψεις των Αρχών. Αναφέρθηκε πως υπήρχαν μάρτυρες που είχαν δει την 8χρονη Μελίσα Ρούσο μετά την απαγωγή της, σε διάφορα νυχτερινά κέντρα. Η Αστυνομία δεν ερεύνησε ποτέ αυτές τις πληροφορίες, καθώς επέμενε στην άποψη ότι ο Ντιτρού ήταν ένας μοναχικός παιδόφιλος και όχι κάποιος που διακινούσε νεαρά κορίτσια σε δίκτυο ανδρών, όπως κατέθεσε στη δίκη του. Εκεί κατηγόρησε τον συγκατηγορούμενό του, επιχειρηματία Μισέλ Νιουλ, ότι ήταν ο αρχηγός του δικτύου και υποστήριξε ότι το όλο θέμα πάει πολύ πιο βαθιά – έκανε λόγο για ένα τεράστιο δίκτυο που απήγε κορίτσια και τα εξανάγκαζε σε πορνεία. Ο Νιουλ, ο οποίος επίσης καταδικάστηκε, αυτοχαρακτηρίστηκε «το τέρας του Βελγίου» και ανέφερε ότι διαθέτει «πληροφορίες για σημαντικούς ανθρώπους που θα ρίξουν την κυβέρνηση».

Οι γονείς της Μελίσα και πολλοί άλλοι Βέλγοι πίστεψαν τον Ντιτρού, ότι δηλαδή ήταν μέλος μιας εγκληματικής οργάνωσης που άρπαζε κορίτσια και τα εκπόρνευε και θεωρούσαν ότι η άρνηση να ερευνηθεί το ζήτημα έδειχνε μια προσπάθεια συγκάλυψης ενός ευρύτερου δικτύου παιδόφιλων στο οποίο συμμετείχαν αξιωματικοί της Αστυνομίας και μέλη του κατεστημένου της χώρας. Ο πατέρας της Ζιλί κατήγγειλε δημόσια ότι δεν εμπιστεύεται την έρευνα, καθώς αποκαλύφθηκε ότι τα βίντεο που κατασχέθηκαν στο σπίτι του Ντιτρού, όταν ακόμα η Ζιλί και η Μελίσα ήταν ζωντανές στο μπουντρούμι, και τον έδειχναν να το κατασκευάζει, δεν τα παρακολούθησε ποτέ κανείς από τους ερευνητές.