Πώς θα χαρακτήριζε ένας τρίτος την αχλή που σηκώνει η τριβή της ελληνικής καθημερινότητας ως προς το αρχετυπικό προφίλ της Τουρκίας; Εκπομπές πολύωρες με καθημερινές αναλύσεις για την Τουρκία, ακόμη με λεπτομέρειες που δεν ενδιαφέρουν ούτε καν τους τούρκους πολίτες, σε prime time τηλεοπτικό χρόνο. Αρθρα καθημερινά με μονότονα επαναλαμβανόμενα μοτίβα περί της επιθετικότητας των γειτόνων. Σχεδόν ποτέ δεν μιλούν σχετικά οι πραγματικά ειδικοί. Ψάχνω να βρω για παράδειγμα τον επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς Νικόλαο Ραπτόπουλο που γνωρίζει την Τουρκία όσο κανείς όλων.

Αντ’ αυτού, οι-δώστε-μου-μια-κάμερα-και-μιλώ-για-τα-πάντα-με-τη-Wikipedia-ανοικτή «συνωστίζονται» για μια δήλωση στους μιντιακούς ναούς της συλλογικής μας ύπνωσης. Πόσες φορές θα αναλυθεί η σημειολογία του χαμόγελου του τούρκου υπουργού Εξωτερικών ή το χρώμα της γραβάτας του γραμματέα του; Δημιουργούμε έναν «γίγαντα» στη σπηλιά του πλατωνικού σπηλαίου μας, το ονομάζουμε Τουρκία και αναμένουμε την ώρα που αυτό θα μας κατασπαράξει. Η καθυστέρηση του «μοιραίου» δεν αποδομεί τις Κασσάνδρες. Αντιθέτως, τους δίνει παράταση τηλεοπτικού χρόνου. Μια διαρκής μάχη με έναν αυτοπροβαλλόμενο φόβο στα όρια της εμμονής και παράλληλα ένα σύνδρομο κατωτερότητας στα όρια του μεταφυσικού μαζοχισμού.

Την προηγούμενη εβδομάδα ο υπουργός Εξωτερικών μιας χώρας που έχει χρεοκοπήσει, αλλά δεν το έχει παραδεχθεί ακόμη και ετοιμάζεται να επιστρέψει στα γνώριμα μονοπάτια της Διεθνούς Οικονομικής Επιστασίας, επισκέφθηκε τη χώρα μας. Ολοι γνωρίζαμε τις λεκτικές προκλήσεις που θα εκτόξευε. Ολοι αναμέναμε τις στενές επαφές του με μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας. Και όμως, ΜΜΕ και κοινωνία αντιδράσαμε για άλλη μια φορά λες και πρώτη φορά ακούγαμε τις εμπρηστικές δηλώσεις ενός – μέτριου, αν συγκριθεί με σημαντικές προσωπικότητες του πρόσφατου και μακρινού παρελθόντος που κατείχαν την ίδια θέση – υπουργού Εξωτερικών ενός αναθεωρητικού κράτους. Αντί να προβάλουμε τις δηλώσεις της πομακικής κοινότητας που διατρανώνει την ελληνική εθνική της συνείδηση με κάθε ευκαιρία, εμείς εμμείναμε στις προκλήσεις Τσαβούσογλου, που εκτός του ότι είναι κουραστικές, frankly my dear, κανείς δεν μπορεί να τις πάρει πλέον στα σοβαρά.

Εδώ και έναν χρόνο γράφω διαρκώς ότι κάθε ημέρα που περνά ευνοεί την Ελλάδα και λειτουργεί εις βάρος της Τουρκίας. Η στρατηγική της υπερεξάπλωσης λειτουργεί ως ανοικτή οικονομική πληγή εις το διηνεκές. Ο στρατός της γνωρίζει διαρκείς ήττες στο Βόρειο Ιράκ. Η πολεμική της αεροπορία θυμίζει πλέον τον Πύργο της Βαβέλ, αφού κεντρο-ασιατικές γλώσσες αποκτούν αριθμητικό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες πτέρυγες. Το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό θυμίζει φελινικό σενάριο, ενώ η εθνική ενότητα αποτελεί όνειρο απατηλό. Εχει αυτο-εγκλωβιστεί μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον, ενώ ακόμη και ο στόχος να λειτουργήσει ως γέφυρα με αυξημένη επιρροή μεταξύ των δύο κρατών καταρρέει εξαιτίας της άμεσης διπλωματίας που επιλέγουν οι ΗΠΑ.

Μήπως είναι η ώρα να αντιμετωπίσουμε την Τουρκία ως το μέγεθος που πραγματικά είναι; Μήπως πρέπει να αρχίσουμε να βλέπουμε με ποιους τρόπους θα εισέλθουμε στην τουρκική αγορά και να εξαγοράσουμε υποδομές που ο γείτονας αναγκαστικά θα βγάλει στο σφυρί; Μήπως πρέπει να ενισχύσουμε τον ρόλο των ελληνικών σχολείων της Πόλης με εξωστρέφεια και δημιουργικότητα προς τα κοσμοπολίτικα αυτά τμήματα της κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης; Μήπως πρέπει να δημιουργήσουμε χώρους πολιτισμικής και πολιτιστικής συνάθροισης της ελληνικής ήπιας ισχύος στην Ιμβρο και στην Τένεδο εκμεταλλευόμενοι και τις διεθνείς συνθήκες, αλλά και το ότι το καλοκαίρι τα νησιά επιστρέφουν σε μια ιστορική κανονικότητα με τους έλληνες γηγενείς να βρίσκονται στις πατρογονικές εστίες; Μήπως να δούμε την Τουρκία ως το κράτος με τους ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες που διαμορφώνουν την οντολογία της και όχι να εστιάζουμε σε μια φευγαλέα αντανάκλασή της σε ένα παραμορφωτικό κάτοπτρο της μιντιακής υπερβολής και των απλουστευτικών αναλύσεων;

Η Τουρκία είναι ένα μεγάλο ποσοτικό μέγεθος με ανυπέρβλητες ποιοτικές παθογένειες. Ας μάθουμε να διαβάζουμε ορθά τα στοιχεία και να ενημερώνουμε την Ελληνίδα και τον Ελληνα με ορθολογική συνέπεια και όχι φοβικές αναφορές.

Στα εθνικά θέματα ας είμαστε ψύχραιμοι ως προς τις αναλύσεις μας, τουλάχιστον όσοι διεκδικούμε ρόλο επαΐοντος.

Ο κ. Σπύρος Λίτσας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.