Ως περίοδος κατά την οποία θα ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις από τον Πρωθυπουργό για τις επόμενες πολιτικές κινήσεις του προδιαγράφεται το καλοκαίρι. Μόλις λίγες εβδομάδες προτού συμπληρωθούν δύο χρόνια από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ, το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση και αξιολόγηση των συνθηκών, όπως αυτές διαμορφώνονται με τη διαφαινόμενη υποχώρηση της πανδημικής κρίσης.

Η πρωτοφανής δημοσκοπική κυριαρχία στο μέσον της κυβερνητικής θητείας, σε συνδυασμό με τη βελτίωση και των ποιοτικών χαρακτηριστικών των ερευνών της κοινής γνώμης, έχει αναζωπυρώσει διάφορα σενάρια σχετικά με τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς του Πρωθυπουργού. Τα βασικά αφορούν τη διενέργεια πρόωρων εκλογών, τις αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα ή/και τον συνδυασμό τους. Ωστόσο και τα δύο διαψεύδονται κατά τα αναμενόμενα από συνομιλητές και συνεργάτες του.

Ο πειρασμός των εκλογών επανέρχεται

Ως προς τις δημόσιες διακηρύξεις και τις περιγραφές των διαθέσεων του Πρωθυπουργού δεν έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή που ο ίδιος δημοσίως διακήρυξε ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Το σκεπτικό του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προς τούτο παραμένει απαράλλαχτο: Προτιμά να προχωρήσει στην υλοποίηση του κυβερνητικού έργου και βάσει αυτού να κριθεί στις εκλογές το 2023, καλλιεργώντας προσδοκίες για τη συνέχεια. Παρά ταύτα όμως, ακόμη και στο περιβάλλον της Ηρώδου Αττικού 19 ακούγονται εισηγήσεις για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, το φθινόπωρο του 2021.

Οι σκέψεις αυτές πυροδοτούνται κατά βάση από τον πολιτικό πειρασμό που γεννά το σταθερά υψηλό δημοσκοπικό προβάδισμα της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τη μικρή έστω βελτίωση των δεικτών αισιοδοξίας, έπειτα από σχεδόν ενάμιση χρόνο, διάστημα στο οποίο η συνθήκη της πανδημίας επιβλήθηκε σε όλα τα πεδία και τα καθόρισε. Υπό αυτή την έννοια, το εκλογικό σενάριο του φθινοπώρου ακούγεται και πάλι τις τελευταίες εβδομάδες και παρουσιάζεται από κάποιους ως μοναδική ευκαιρία του Πρωθυπουργού να «καθαρίσει» το πολιτικό τοπίο και να προχωρήσει με μια νωπή εκλογική νίκη στην επόμενη φάση της οικονομικής ανάκαμψης και των μεταρρυθμίσεων.

Η αδυναμία ΣΥΡΙΖΑ και ο διπλός στόχος

Το δίλημμα «εκλογές ή συνέχεια» γίνεται κατά το τελευταίο διάστημα αρκετά εύγλωττο, δεδομένης της πολιτικής κυριαρχίας της κυβέρνησης και της ταυτόχρονης στασιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Στον πυρήνα αυτών των σκέψεων βρίσκεται η αντίληψη σύμφωνα με την οποία το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις και η εμφανής αδυναμία της αντιπολίτευσης να αρθρώσει πειστικό λόγο μοιάζουν να βρίσκονται σήμερα στο ζενίθ.

Οπως εκτιμούν ορισμένοι, κανένα από τα δύο στοιχεία δεν είναι αιώνιο και συνεπώς η αξιοποίηση της ευκαιρίας σε μια στιγμή κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας είναι καθηλωμένοι σε χαμηλά ποσοστά, ενισχύει την επιμονή όσων εισηγούνται εκλογές στον Πρωθυπουργό, με στόχο διπλό: αφενός, το ξεκαθάρισμα του πολιτικού πεδίου και την εξουδετέρωση της παραμέτρου αβεβαιότητας της απλής αναλογικής και αφετέρου, την πολιτική απαξίωση του Αλέξη Τσίπρα και τον εγκλωβισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε μια συνθήκη εσωστρέφειας, η οποία ήδη εκδηλώνεται, αλλά εκτιμάται ότι θα επιδεινωθεί έπειτα από μια πιθανή, νέα εκλογική ήττα.

Η αγορά δεν θέλει κάλπες

Ωστόσο, πέραν των πραγματικών διαθέσεων του κ. Μητσοτάκη, υπάρχουν παράμετροι από τις οποίες εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό η όποια απόφαση. Μεταξύ αυτών, κυρίαρχη θέση εξακολουθεί να έχει η εξέλιξη της πανδημίας και κατά πόσον θα υπάρχει βεβαιότητα για το ότι δεν θα υπάρξει νέα αναζωπύρωση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να σημάνει τη διενέργεια εκλογών το αργότερο έως τις αρχές Οκτωβρίου, αλλά με ορατό το ενδεχόμενο νέας υγειονομικής κρίσης όσο η χώρα θα βρίσκεται σε εκλογική εκκρεμότητα, δεδομένου ότι η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις πρώτες εκλογές της απλής αναλογικής είναι εξαιρετικά μικρή.

Μία άλλη παράμετρος είναι η καθυστέρηση στην αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο αναμένεται να ενεργοποιηθεί ήδη από το καλοκαίρι και να «τρέξει» τους επόμενους μήνες, με την εκταμίευση περίπου 8 δισ. ευρώ έως το τέλος του έτους. Υπό αυτό το πρίσμα, στο Μέγαρο Μαξίμου λαμβάνονται υπόψη και οι διαθέσεις της αγοράς, η οποία σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις δεν επιθυμεί σε αυτή τη φάση έναν νέο κύκλο πολιτικής αναστάτωσης, εν όψει της αναμενόμενης οικονομικής ανάκαμψης.

Οι σκέψεις για ανασχηματισμό

Πέραν των εκλογικών σεναρίων, από ενδοκυβερνητικούς κύκλους διακινείται και η φημολογία περί νέων αλλαγών στη σύνθεση της κυβέρνησης. Κατά πληροφορίες, η σκέψη να συμπέσει ένας δομικός και θεαματικός ανασχηματισμός με τη συμπλήρωση της διετίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία ή λίγο αργότερα είναι υπαρκτή. Συνομιλητές του αναφέρουν ότι «τίποτε δεν πρόκειται να γίνει πριν από τον Ιούλιο», όμως στενοί του συνεργάτες είναι κατηγορηματικοί: «Δεν υπάρχει ανασχηματισμός σε αυτή τη φάση, δεδομένων όλων των δρομολογημένων έργων και προγραμμάτων σε μια σειρά υπουργεία, όπως τα Ανάπτυξης, Υποδομών, Οικονομικών, κ.ά.».

Η επεξεργασία των σεναρίων του ανασχηματισμού συνδυάζεται υπό μία διαφορετική έννοια και με τη συζήτηση περί εκλογών. Υπό την προϋπόθεση ότι ο Πρωθυπουργός θα προχωρήσει σε αλλαγές και θα αγνοήσει τους εκλογικούς πειρασμούς για το 2021, θεωρείται βέβαιο ότι θα διαμορφώσει ένα κυβερνητικό σχήμα, το οποίο πιθανότατα θα φτάσει έως και τις κάλπες, οι οποίες για πολλούς θεωρείται εξαιρετικά πιθανό να στηθούν τον επόμενο χρόνο, όταν θα είναι ορατά τα σημάδια της ανάκαμψης.

Η ανησυχία για τα δημοσιονομικά

Στο φόντο πάντως όλων αυτών των σεναρίων, η ανησυχία του Μεγάρου Μαξίμου εστιάζεται στη δημοσιονομική εικόνα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το συνολικό κόστος της πανδημίας έχει ήδη φτάσει τα 40 δισ. ευρώ, ενώ μόνο για το 2021 τα ποσά τα οποία έχουν δοθεί για στήριξη της οικονομίας φτάνουν ήδη τα 16 δισ. ευρώ, ενώ είχαν προϋπολογιστεί 7,5 δισ. ευρώ.

Τα μεγάλα έργα υποδομής

Παράλληλα με τις συζητήσεις και τα σενάρια πάντως, η κυβέρνηση επιταχύνει τη δρομολόγηση μεγάλων έργων υποδομής. Αναλυτικότερα, στη φάση της υλοποίησης εισέρχονται μεταξύ των άλλων οι εξής επενδύσεις:

– Επισκευή, συντήρηση και αναβάθμιση του ΟΑΚΑ, με έξι υπο-έργα, συνολικού ύψους 43 εκατ. ευρώ.

– Διπλή ανάπλαση στον Βοτανικό/Ελαιώνα και τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, συνολικού προϋπολογισμού 247 εκατ. ευρώ.

– Αναβάθμιση παραλιακού μετώπου, συνολικού προϋπολογισμού 44,5 εκατ. ευρώ. Περιλαμβάνει την ανάπλαση του αστικού τμήματος του παραλιακού μετώπου από τον Πειραιά έως τη Βουλιαγμένη, μήκους 22 χλμ. και την ανάπλαση του φυσικού τμήματος του παραλιακού μετώπου, από τη Βουλιαγμένη έως το Σούνιο, μήκους 48 χλμ.

– Αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος της Πάρνηθας. Περιλαμβάνει την αναβάθμιση των υποδομών πυρόσβεσης και την αποκατάσταση και αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων εγκαταστάσεων σε ήπιες χρήσεις. Το ύψος του προγράμματος ανέρχεται σε 24 εκατ. ευρώ και η ολοκλήρωσή του προβλέπεται έως το 2024. Στο έργο περιλαμβάνεται και η αξιοποίηση του κτήματος Τατοΐου, έκτασης 42.000 στρεμμάτων, η συντήρηση των 40 περίπου πετρόκτιστων κτιρίων και η ανάδειξη όλων των πολύτιμων αντικειμένων που βρίσκονται σε αυτά. Η αναβάθμιση και αξιοποίηση του κτήματος Τατοΐου έχει σχεδιαστεί ως εναλλακτική του παραλιακού μετώπου για τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας.

Το στρατήγημα του εργασιακού

Μέχρις ότου ληφθούν οι αποφάσεις για τις πολιτικές κινήσεις της επόμενης περιόδου, η κυβέρνηση επενδύει ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού της κεφαλαίου σε μεταρρυθμίσεις με ειδικό πολιτικό βάρος, όπως αυτή του εργασιακού. Το σχετικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή την Παρασκευή και αναμένεται να έχει ψηφιστεί εντός του προσεχούς δεκαημέρου.

Μέσω της διαδικασίας αυτής, πέραν της ίδιας της μεταρρύθμισης και της προσαρμογής της νομοθεσίας στις πραγματικές συνθήκες της εποχής, θα επιχειρηθεί η ανάδειξη της πολιτικής απομόνωσης της αντιπολίτευσης, η οποία κατά τα όσα αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη, αποδύεται πλέον σε ακτιβιστικές και αναχρονιστικές αντιδράσεις, δίχως ουσιαστικό αντίκρισμα μεταξύ των εργαζομένων.

Οπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές, «ο ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει πλέον ουρά του ΚΚΕ». Την ίδια στιγμή, σχολιάζοντας πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες μελετάται η κατάθεση πρότασης μομφής από την αντιπολίτευση κατά του υπουργού Εργασίας, Κωστή Χατζηδάκη, σημειώνουν ότι «είναι ευπρόσδεκτη».

Σε συνέχεια του εργασιακού, εντός των προσεχών εβδομάδων και έως τα τέλη του Ιουλίου η κυβέρνηση αναμένεται να προωθήσει στη Βουλή και τα νομοσχέδια για τις αλλαγές στην επικουρική ασφάλιση και την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και τις αλλαγές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο προγραμματισμός εντάσσεται στην προσπάθεια επιτάχυνσης πολιτικά δύσκολων μεταρρυθμίσεων, αλλά και στη διαμόρφωση ενός πολιτικού περιβάλλοντος, με στόχο την ανατροπή παγιωμένων αντιλήψεων και στερεοτύπων. Κατά τα όσα σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, με αυτά τα νομοσχέδια αναμένεται να καταστεί σαφές ότι συνδικαλιστικές αγκυλώσεις και αντιδράσεις των προηγούμενων δεκαετιών δεν βρίσκουν σήμερα αντιστοίχιση στις πραγματικές συνθήκες και υπό αυτή την έννοια, δεν βρίσκουν πολιτική έκφραση.

«Χρειάζεται δουλειά από την Αστυνομία»

Σε πονοκέφαλο για την κυβέρνηση αναδεικνύεται την ίδια στιγμή το θέμα της ασφάλειας και του πολέμου με το οργανωμένο έγκλημα, το οποίο έχει εξαγγείλει ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης. Είναι αξιοσημείωτο ότι κυβερνητικές πηγές διαχωρίζουν μεταξύ παραβατικότητας στις γειτονιές και οργανωμένου εγκλήματος. Για το μεν πρώτο ζήτημα, το περιγράφουν ως προτεραιότητα.Για το δεύτερο ωστόσο επισημαίνουν πως «δεν χρειάζονται πολιτικές κατευθύνσεις» και ότι «είναι ζήτημα επιχειρησιακού σχεδίου της Αστυνομίας και χρειάζεται περισσότερη δουλειά». Αναφέρουν δε και ότι υπάρχει θέμα όσο γίνονται ανακοινώσεις και καλλιεργούνται προσδοκίες, δίχως να υπάρχουν απτά αποτελέσματα.