Στις 7 Ιουνίου 1821 ολοκληρώνεται με τραγικό τρόπο η δράση των ελληνικών στρατευμάτων στις Παραδουνάβιες Ηγεμόνιες, που αποτελούσαν τότε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στις 26 Φεβρουαρίου ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε κηρύξει, από το Ιάσιο, την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας είχε θέσει ως προϋπόθεση επιτυχίας της Ελληνικής την εκδήλωσή της σε διάφορες περιοχές του υπόδουλου Ελληνισμού αλλά και τη συμμετοχή και και άλλων βαλκανικών λαών. Κάτι τέτοιο όμως δυστυχώς δεν συνέβη, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν οι Οθωμανοί συγκεντρώνοντας έτσι ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στις Ηγεμονίες προκειμένου να καταστείλουν την Ελληνική Επανάσταση.

Τον Μάιο του 1821 οι Οθωμανοί ανακατάλαβαν το Γαλάτσι που προσωρινά είχαν κατακτήσει οι Έλληνες και ύστερα από μια σειρά από συγκρούσεις στις οποίες οι ελληνικές δυνάμεις δεν πέτυχαν κάποια σημαντική νίκη, τον Ιούνιο, έφτασε η στιγμή που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και οι άνδρες του θα αντιμετώπιζαν τους Τούρκους στο Δραγατσάνι της Ρουμανίας.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ»,16.5.1930, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» και ο Σπύρος Μελάς, στις 16 Μαΐου 1930

«Στην άμεση προσέγγισι του κινδύνου ο Υψηλάντης που βλέπει τον ορίζοντα κλεισμένον από κάθε ελπίδα πια, ξαναβρίσκει μέσα του το στρατιώτη, το μαχητή της Λειψίας. Θέλει να διορθώση τη θέσι του, ν’ αναπτύξη το μέτωπό του και ν’ αναλάβη την επίθεσι.

»Θέλει να διευθύνη μόνος την αποφασιστική αυτή επιχείρισι και να πέση, εν ανάγκη, επικεφαλής των στρατιωτών του.

Η εγκληματική ανυπομονησία του Καραβιά

»Γι’ αυτό στέλνει τον Όλυμπο το βράδυ της 6ης Ιουνίου να πη στον Καραβιά, που είνε στης προφυλακές μ’ οκτακοσίους ιππείς ν’ αποφύγη κάθε σύγκρουσι, έως ότου συνέλθουν οι άνδρες, δοκιμασμένοι από την πείνα και τη βροχή και κοντολογής να μην κινηθή διόλου, αν δεν φθάση ο αρχηγός στο πεδίο της μάχης, να δώσει αυτός το σύνθημα για την επίθεσι.

»Ο Καραβιάς, σα να του είχαν πη το αντίθετο, εβάδισε την άλλη μέρα κατά των Τούρκων, χωρίς να περιμένη κανένα. Πώς και γιατί έκαμε το ασυγχώρητο αυτό λάθος, πούφερε το δράμα σε ραγδαία καταστροφή, κανείς δεν ξέρει.

»Άλλοι λένε πως φανταζότανε νίκη εύκολη κι ήθελε να πάρη δόξα και να σκεπάση τη λάμψι του Ολύμπιου, που τον είχε ο Υψηλάντης υπαρχηγό.

»Άλλοι φαίνεται να πιστεύουν, ότι το έκαμε με τη διαβολική σκέψι να καταστρέψη τον Υψηλάντη, για να μην έχη να δώση λόγο για της 200 χιλιάδες γρόσια που τούχε ο αρχηγός εμπιστευθή για προμήθειες.

»Και είχε, αλήθεια κάποιαν αδυναμία, όπως οι περισσότεροι, στα χρήματα. Ωστόσο μπορεί να μην το καμε ούτε για τον ένα, ούτε για τον άλλο λόγο. Αλλά μόνο γιατί δεν πήρε στα σοβαρά τη διαταγή του Ολύμπιου. Μετά την πολιτική αποτυχία και της πρώτες στρατιωτικές μικροατυχίες η πειθαρχία του ατάκτου τούτου στρατού, χαλαρή από την αρχή, τώρα είχε κλονιστή βαθύτατα. Κανένας δεν άκουγε τον άλλο. Δεν είχαν καμμία εμπιστοσύνη στο στρατηγείο κι ο καθένας ήθελε να κάνη τον αρχηγό».

Ο Ιερός Λόχος

«Ο Νικόλαος Υψηλάντης τρέχει να τον βοηθήση με την ιερό λόχο. Μέσα σε τριάντα λεπτά της ώρας φθάνουν στο πεδίο της μάχης οι θαυμαστοί νέοι, με τη μουσική τους επί κεφαλής, τραγουδώντας μαζί της τον ύμνο του Υψηλάντη, σα γαμπροί στον γάμο, με τα χιονάτα λοφία τους, όλο φλογα στα μάτια και στην καρδιά.

»Μαζί τους πολεμάει κι ο Καραβιάς με τους εξήντα που τούχουν απομείνη. Τρέχουν να βοηθήσουν κι άλλα μικρά σώματα. Μα όλοι σκορπίζουν σε λίγο. Και μονάχα μένουν τα λιονταρόψυχα παιδιά του ιερού λόχου στον ανοιχτό κάμπο.

»Οι Τούρκοι, πυκνοί, δέκα φορές περισσότεροι. Αστραφτερό σύγνεφο τα γιαταγάνια. Κι όμως αυτοί μπροστά πάντα, βαδίζουν, ρίχνουν, γεμίζουν, προχωρούν, αφήνοντας πίσω πτώματα.

»Τέλος έχουν κλειστή από παντού. Ο Νικόλαος Υψηλάντης τους σχηματίζει σε τετράγωνο, τα πυροβόλα στης γωνιές. Αλλά δεν υπάρχουν πυρομαχικά. Τα φυτήλια λείπουν. Κι αναγκάζονται να δίνουν φωτιά στα κανόνια τους με τα πιστόλια. Οι Τούρκοι λυσσάνε στης εφόδους. Όλες αποκρούονται. Απ’ τη φωτιά καίγονται τα μαλλιά κι η στολές των νέων. Έρχεται η σειρά της λόγχης. Σαν τυφλοί πέφτουν οι σπαήδες και οι ντελήδες απάνω στο μαύρο τετράγωνο του λόχου.

–       Παραδοθήτε, φωνάζει, η ζωή σας δεν θα πειραχθή!

Κανείς δεν παύει να λογχίζη. Διακόσα νέα κορμιά, τρυφερά βλαστάρια, έχουν θερίση τα βόλια και τα γιαταγάνια. Ένας – ένας πέφτουν οι εκατόνταρχοι. (…) Εκατόν τριανταέξ μένουν όρθιοι μόνο. (…) Ο ιερός λόχος χάρισε στο κίνημα του Υψηλάντη κάποιαν αίγλη: Ένα μεγαλοπρεπέστατο ηλιοβασίλεμμα.

(…)

Μια φορά που η μοίρα [του Υψηλάντη] του στέρησε τη δόξα να πεθάνη με τους συντρόφους του στο Δραγατσάνι, πρέπει μπορέσει να περάσει στην Ελλάδα.

Μ’ αυτήν την τελευταία ελπίδα πέρασε με τ’ αδέλφια του και τη μικρή του συνοδεία στο αυστριακό χώμα».

Σύλληψη

Ο Υψηλάντης όμως και η συνοδεία του, δύο αδέρφια του και στενοί τους συνεργάτες,  παγιδεύτηκαν από τους Αυστριακούς και φυλακίστηκε στα κάτεργα του Μούγκατς, στο σημερινό Μουγκάτσεβο της δυτικής Ουκρανίας.

Εκεί βρίσκονταν φυλακισμένοι, οι πιο γνωστοί επαναστάτες της Ευρώπης, όμως τους Έλληνες τους επέτρεπαν να προαυλίζονται μόνο την νύχτα για μην έρχονται σε επαφή με τους υπόλοιπους.

Όταν, τον Νοέμβριο του 1827, αποφυλακίστηκε η κατάσταση της υγείας του ήταν πολύ επιβαρυμένη. Πέθανε δύο μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1828, στη Βιέννη, σε ηλικία 36 ετών.

Ως τελευταία του επιθυμία, ζήτησε να ταριχευθεί η καρδιά του και να μεταφερθεί στην αγαπημένη του πατρίδα, που δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει ελεύθερη.

Την επιθυμία του πραγματοποίησε ο αδερφός του,  Γεώργιος, ο οποίος φρόντισε ώστε να μεταφερθεί η καρδιά του Αλέξανδρου στην Αθήνα και να τοποθετηθεί στον τότε μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης, που βρίσκεται στη σημερινή οδό Αιόλου.

Αργότερα η ταρχιευμένη καρδιά του Αλέξανδρου, όπως και του Γεώργιου μεταφέρφθηκαν στον Ιερό Ναό Μεγίστων Ταξιαρχών, που βρίσκεται στη σημερινή οδό Στησιχόρου, στο κέντρο της Αθήνας, και που το 1854 είχε ανεγερθεί ως εκκλησία του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου.