Τo 2003 στην πρωτοποριακή μονογραφία του με τίτλο Generation des Unbedingten (Μια ασυμβίβαστη γενιά) ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Χούμπολτ Μίχαελ Βιλντ μελετούσε μια ομάδα νέων γερμανών ακαδημαϊκών, αστικής καταγωγής και υψηλής παιδείας, η οποία αποτέλεσε τη σπονδυλική στήλη του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ – της ενοποιημένης διεύθυνσης Ες Ες, Γκεστάπο και λοιπών αστυνομικών υπηρεσιών η οποία υπήρξε υπεύθυνη για την οργάνωση και τη στελέχωση του Ολοκαυτώματος. Το πρόβλημα της πρόθυμης συμμετοχής επιστημόνων και πανεπιστημιακών στον ναζιστικό μηχανισμό θέτει μετ’ επιτάσεως και το έξοχο μικρό βιβλίο του Γιοάν Σαπουτό Ελεύθερος να υπακούς, προεκτείνοντας μάλιστα τη θεματική του στον μεταπολεμικό κόσμο.

Johann Chapoutot

Ελεύθερος να υπακούς. Το μάνατζμεντ από το ναζισμό μέχρι σήμερα

Μετάφραση Γιάννης Σιδέρης

Εκδόσεις Αγρα, 2021, σελ. 184

τιμή 14,50 ευρώ

Επιλέγοντας την περίπτωση του εξέχοντος Ες Ες και διακεκριμένου καθηγητή Διοίκησης Επιχειρήσεων Ράινχαρτ Χεν, αφενός υπενθυμίζει πώς ο ναζισμός ως «αντιδραστικός μοντερνισμός», κατά τον Τζέφρι Χερφ, ενσωματώνει εκφάνσεις της νεωτερικότητας προκειμένου να υπηρετήσει αντινεωτερικά σχέδια (η επίκληση στην «αποδοτικότητα» γίνεται για την πραγμάτωση μιας διεστραμμένης βιολογικής ουτοπίας), αφετέρου υπογραμμίζει την απρόσκοπτη μετακένωση μεθόδων, εννοιών και λεξιλογίου από την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία στη Γερμανία του οικονομικού θαύματος.

Ο Ράινχαρτ Χεν διαγράφει μια διακριτή τροχιά εντός του χιτλερικού συστήματος. Ανερχόμενος νομικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, Oberführer (στρατηγός) των Ες Ες, είναι ένας τεχνοκράτης καριερίστας του Γ’ Ράιχ. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος του δίνει την ευκαιρία να αναδειχθεί στον καίριο τομέα της «καθοδήγησης ανθρώπων» (Menschenführung), εκναζισμού της αμερικανικής έννοιας του μάνατζμεντ. H διαχείριση της αυξανόμενης κατεχόμενης επικράτειας με λιγότερους ανθρώπινους πόρους επιβάλλει αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα. Θα επιτευχθεί με τη μεταφορά στη διοίκηση του ευέλικτου στρατιωτικού μοντέλου χάρη στο οποίο η ηττημένη αρχικά Πρωσία επικράτησε στους Ναπολεόντειους Πολέμους: καθορισμός στόχων από τους ανωτέρους, επιλογή μέσων επίτευξης από τους κατωτέρους. Ο Χεν υμνεί αυτή τη «γερμανική ελευθερία» η οποία συνίσταται στην ελευθερία υπακοής στην «αρχή του Φύρερ» – όχι μόνο του αυθεντικού, αλλά και αυτών της καθημερινότητας: του γραφείου, της ομάδας, της αλυσίδας παραγωγής.

Αποσύροντας από τον λόγο του τον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό και τη θεωρία περί «ζωτικού χώρου» θα επωφεληθεί των δικτύων επιρροής των πρώην Ες Ες για να ιδρύσει το 1956 στο Μπαντ Χάρτσμπουργκ την «Ακαδημία Διοικητικών Στελεχών». Από εκεί, ως τον θάνατό του, το 2000, θα περάσουν 600.000 στελέχη επιχειρήσεων από 2.440 γερμανικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων οι BMW, Hoechst, Bayer, Telefunken, Esse, Krupp, Thyssen, Opel. «Τα βαθύτερα γεωλογικά στρώματα της ρητορικής του διατηρήθηκαν» παρατηρεί ο Σαπουτό: η «ευελιξία» και η μεταβίβαση ευθυνών παρέμεινε αναλλοίωτη, την αταξική ναζιστική «λαϊκή κοινότητα» διαδέχθηκε η αρμονική συνεργασία μεταξύ διοίκησης και προσωπικού, το αίτημα της συντριβής του «ιουδαιομπολσεβικισμού» η ανάγκη οικονομικής επικράτησης επί του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Η «θεωρία του Μπαντ Χάρτσμπουργκ» εγκαθιδρύθηκε ως η γερμανική πρόταση περί μάνατζμεντ και ο Χεν εξέδωσε ως το 1995 περισσότερους από 40 τόμους με τίτλους όπως «Το καθημερινό ψωμί του μάνατζμεντ», «Η γραμματέας και το αφεντικό της», «Η διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας». Παρότι στη δεκαετία του ’70 η μέθοδός του ξεπεράστηκε από το αμερικανικό «μάνατζμεντ στόχων» και η φήμη του επλήγη από αποκαλύψεις για το ναζιστικό παρελθόν του, ο Χεν υμνήθηκε πεθαίνοντας ως ιδιοφυΐα του μάνατζμεντ.

Ερευνητική πρωτοτυπία

Ο 41χρονος Γιοάν Σαπουτό, γνωστός στην Ελλάδα από το βιβλίο του Ο εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότητα (εκδ. Πόλις), διακρίνεται για τη διαρκή πρωτοτυπία της έρευνάς του σε ένα πεδίο το οποίο ήδη έχει μελετηθεί εξαντλητικά. Η περίπτωση του Ράινχαρτ Χεν δεν υποδεικνύει μόνο τον τρόπο με τον οποίο πρόσωπα της ναζιστικής Γερμανίας ενσωματώθηκαν στη μεταπολεμική κοινωνία, υποδηλώνει και πώς διαδεδομένες αντιλήψεις ή πρακτικές του επιστημονικού χώρου «απορρυπάνθηκαν» από τις πιο απεχθείς όψεις τους και αποδόθηκαν από τον ολοκληρωτισμό στη δημοκρατία. Ως άνθρωπος για όλες τις εποχές ο Χεν δεν διαφέρει από πλήθος άλλων την ανάνηψη των οποίων ο Ψυχρός Πόλεμος κατέστησε χρήσιμη. Το ενδιαφέρον και συνάμα ανησυχητικό στοιχείο έγκειται στην ευχέρεια με την οποία μια εκναζισμένη εκδοχή του μάνατζμεντ εξυπηρέτησε με τις κατάλληλες φραστικές εναλλαγές τόσο ένα καθεστώς πλήρους ανελευθερίας όσο και μια κοινωνία δημοκρατικών ελευθεριών, αλλά και στην απαράλλακτη (και κοινά αποδεκτή) σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του πρόσληψη των ανθρώπων ως ανθρώπινων πόρων, μονάδων παραγωγικότητας. Ο Σαπουτό εντοπίζει εδώ το παρακλάδι μιας συνέχειας του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού που περνώντας μέσα από τον ναζισμό, όπως και μέσα από τη φιλελεύθερη δημοκρατία, καταλήγει στην τρέχουσα συνθήκη της αντικειμενοποίησης του ατόμου και της καταστροφής του περιβάλλοντος. Στην πράξη βέβαια η θεωρία του Χεν αποτελεί φενάκη: η «ελευθερία της υπακοής» αφαιρεί εξαρχής την ελευθερία της επιλογής, η «ευελιξία» καθίσταται συνώνυμο της αλλοτρίωσης εφόσον ο εργαζόμενος δεν έχει καμία συμβολή στη διαμόρφωση σκοπών και επιδιώξεων. Καθώς ο κόσμος των επιχειρήσεων σήμερα αναφέρεται στο μάνατζμεντ «σαν να είναι ο Νόμος και οι Προφήτες», καταλήγει ο Γιοάν Σαπουτό, ενδέχεται στο μέλλον το ίδιο να διαπιστώσουμε για τρέχουσες ειδωλοποιημένες έννοιες όπως η «διαχείριση», ο «ανταγωνισμός» και το «μάρκετινγκ».