Στις 23 Απριλίου 1616 έφυγε από τη ζωή ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, μία από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες  στην ιστορία του παγκόσμιου θέατρου.

Τα θεατρικά του έργα καθόρισαν την εξέλιξη του θεατρικής τέχνης και εδώ και αιώνες «ανεβαίνουν» στις θεατρικές σκηνές κάθε γωνιάς του πλανήτη.

Πότε όμως ο Σαίξπηρ «έφτασε» και στην Ελλάδα «συναντώντας» έτσι και το ελληνικό κοινό.

Ο Γιάννης Σιδέρης, σπουδαίος ιστορικός του θεάτρου γράφει στα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» της 25ης Οκτωβρίου 1937 για τον τρόπο που το ελληνικό θεατρικό κοινό γνώρισε τον Σαίξπηρ.

«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 25.10.1937, «ΤΟ ΒΗΜΑ» & « ΤΑ ΝΕΑ»

«Τον Σαίξπηρ τον γνώρισε το θέατρό μας κάπως αργά. Οι κοινότητες του εξωτερικού, που δίνανε συχνά πότε ιδιωτικές και πότε δημόσιες παραστάσεις, στα προεπαναστατικά χρόνια, δεν παίζανε καθόλου Σαίξπηρ.

»Σχεδόν τότε τον είχανε ανακαλύψη στην Ευρώπη κι έπρεπε να τον κάνουν πρώτα εκεί καθεστώς δικό τους για να τον βάλουνε ύστερα στο πρόγραμμά τους αυτές οι έκτακτες κι ερασιτεχνικές πρώτες εμφανίσεις του θεάτρου μας, που άλλωστε είχανε για ιδανικό πώς να δυναμώσουν στους Έλληνες την ελπίδα ότι θα ελευθερωθούν και σ’ αυτό δεν θα τους χρησίμευε καθόλου ο Σαίξπηρ και κοινό κτήμα να ήτανε τότε».

»Προτιμούσαν λοιπόν τον Αλφιέρι, το Μόντη, το Βολταίρο, που τα έργα του είχαν υποθέσεις αρχαίες ελληνικές, ηρωικές, που μαζί τούς δίνανε και θάρρος και από άλλη άποψη, ξυπνώντας μέσα τους τις παληές αναμνήσεις, που φτερώνανε την ιδέα πώς οι απόγονοι θα φαινόντουσαν άξιοι με τους προγόνους».

Το όνομα του Σαίξπηρ πρωτοαναφέρεται στην Ελλάδα, περίπου στα 1853.

«Σε λίγο και τη νέα ελληνική διανόηση την τραβάει ο μεγάλος ποιητής και πρώτος κάνει λόγο στους Έλληνες για το νέο θεό του θεάτρου ο Βραΐλας Αρμένης σε μια μελέτη του, γραμμένη στα 1853 και δημοσιευμένη στις “Φιλοσοφικές μελέτες” του. Ακολουθεί ο Πολυλάς και μεταφράζει την «Τρικυμία» στα 1855.

Ο Σαίξπηρ και τα Επτάνησα

»Και το ότι πρωτοκύτταξε τον Σαίξπηρ λόγιος και όχι θεατρικός, μάς φανερώνει ότι συψυχη η Ευρώπη έσκυβε πια στο Σαίξπηρ. (…) Χαρακτηριστικό μάλιστα είνε ότι τον Σαίξπηρ τον πρωτοείδανε στην Επτάνησο – και δίκαια, αφού ο πολιτισμός εκεί τότε βρισκότανε σε ακμή, ενώ το ελλαδικό θέατρο εξ’ αιτίας της γλώσσης δεν την πρόσεξε καθόλου την “Tρικύμια”.

»Στα 1874 ξαναμεταφράσθηκε η “Τρικυμία” στην Πόλη από τον Π. Καβάφη – τον πατέρα του ποιητή;- και στα 1918 από τον  Θεοτόκη (…). Ο Δημήτριος Βερναρδάκης πηγαίνει στη Γερμανία, που έβραζε η λατρεία στο Σαίξπηρ, τον προσέχει και τον θαυμάζει και τον μιμείται με φανατισμό στο πρώτο του έργο, στη “Μαρία Δοξαπατρή” (1858) και τον εξηγεί και τον βάζει και στους άλλους για πρότυπο και για ένα μέσο που θα βοηθούσε την αναγέννηση και του δικού μας θεάτρου».

Όπως όμως αναφέρει ο Γιάννης Σιδέρης, ο Σαίξπηρ μπορεί να είναι θέμα τεράστιο για μελέτες και αναλύσεις, πρώτα και κύρια είναι «θέατρο» και μόλις «τελοσπάντων σταθεροποιήθηκε κάπως το θέατρό μας και γίνηκε επαγγελματικό, δεν άργησε να τον ποθήση και να τον ανεβάση στη φτωχική του τη σκηνή με τον πρώτο του τον αστέρα τον Π. Σούτσα, που έπαιξε τον “Άμλετ” και τον “Οθέλλο”».

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Παντελής Σούτσας (1818 – 1873) ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς και θεατρικούς συγγραφείς του ελληνικού θεάτρου.

Ο Παντελής Σούτσας

Η «πρώτη» του Άμλετ στην Ερμούπολη

Η Ερμούπολη της Σύρου υπήρξε ένα από σημαντικότατο πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο της Ελλάδας. Η εφημερίδα του νησιού «Ερμούπολις» μάς δίνει στοιχεία για την πρώτη φορά που «ανέβηκε» ο «Άμλετ» στη Σύρο.

«Για την πρώτη παράσταση του “Άμλετ” στη Σύρο. Μάς το λέει η “Ερμούπολις” της 18ης Απρίλιου 1868. Τέσσερις μέρες νωρίτερα είχε παιχθή ο “Άμλετ”. Ανοίξανε την αυλαία στις οχτώ και μισή και την κλείσανε στη μία και μισή μετά τα μεσάνυχτα. Πολλοί γκρινιάζανε για την ολονυχτία και ο συντάκτης τούς μαλλώνει γι’ αυτό καθώς και για τη φασαρία που τους έβαλε η ανυπομονησία τους να κάνουν μέσα στην παράσταση.

»Ως τόσο το έργο τούς ενθουσίασε και δεν ξέρουν πώς να εκφράσουν τη συγκίνησή τους. Άμλετ ο Σούτσας, φάντασμα ο Σίσυφος, ο Ταβουλάρης Λάερτης και η Σοφία Ταβουλάρη (sic). Ο Ταβουλάρης γρήγορα γίνεται πρωταγωνιστής, τον παίρνει συνεταίρο στη φίρμα ο  Σούτσας και του παραχωρεί και το ρόλο.

»Στα 1881 παρουσιάζεται ο αναμορφωτής ο Λεκατσάς και κάνει έναν διαφορετικό Άμλετ, ήσυχο, γλυκό, “μοντέρνο”».

Όλα τα μεγαθήρια του ελληνικού θεάτρου των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα έπαιξαν τον Άμλετ.

«Ο Κοτοπούλης, η Παρασκευοπούλου – μόδα ήτανε να παίζουν τότε τον Άμλετ γυναίκες. Η Σάρρα Μπερνάρ τον είχε παίξη, καθώς και η γνωστή μας η γηραιά η Αντ. Σαντρόκ, που πέθανε τελευταία – ο Θωμάς Οικονόμου, ο Βεάκης, ο Μυράτ, ο Βενιέρης, ο Δελενάρδος, ο Ν. Αλεξίου και άλλοι ποιος ξέρει που, στην επαρχία πάντα».

Στον ρόλο του Μάκβεθ διακρίθηκε ο πατέρας της Μαρίκας Κοτοπούλη, Δημήτριος.

«Όταν μάλιστα έπαιξε ο Κοτοπούλης (1893), ένα μικρό παιδί το έκανε η “μικρά κόρη” τού πρωταγωνιστή, η Μαρίκα και γράψανε πώς “η μικρά” τα κατάφερε καλλίτερα από όλους τους άλλους ηθοποιούς»

Από τη στιγμή που ο Σαίξπηρ και το ελληνικό θέατρο συναντήθηκαν,

«Η τιμή λοιπόν της σαιξπηρολατρείας ανήκει εντελώς στο στρατευμένο θέατρο της πατρίδος μας, που ανεβάζοντας δέκα πέντε έργα του από τον καιρό του παλαίου εκείνου Σούτσα έως το Μινωτή και τον Παπά, τού ύψωσε βομό και του διατηρεί τη φλόγα ακοίμητη και βέβαια όσο θ’ ανανεώνεται το θέατρό μας, θ’ ανανεώνεται και το ανέβασμα του Σαίξπηρ

(…)

»Μπορεί να έχη ελαττώματα το θέατρό μας, αλλά το Σαίξπηρ τον έχει αγαπήση. Κι αυτό ίσως να μην είνε η μικρότερη αρετή του.