Τις τελευταίες μέρες οι επιτελείς της Φώφης Γεννηματά διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν προσεκτικά τα ευρήματα μιας σειράς εμπιστευτικών, ποιοτικών μετρήσεων, που έχουν πραγματοποιηθεί στη βάση της παράταξης. Ενα από τα ερωτήματα έχει σχέση με το σενάριο της καλούμενης προοδευτικής διακυβέρνησης. Η απάντηση ανατινάζει, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, οποιαδήποτε προοπτική προσέγγισης της Χαριλάου Τρικούπη με την Κουμουνδούρου. Οι ψηφοφόροι του κεντροαριστερού σχήματος τάσσονται σε ποσοστό που ξεπερνά το 75% κατά της συνεργασίας με το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.  Η βάση της παράταξης επιμένει στο απαγορευτικό της κοινής συμπόρευσης με τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτό, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, «είναι ένα στοιχείο που δεν μπορεί κανένας να αγνοήσει».

Εκτός δικομματικής αντιπαράθεσης

Η βάση της παράταξης ζητά από το Κίνημα Αλλαγής να μείνει έξω από τη δικομματική αντιπαράθεση, ειδικά όταν αυτή προσλαμβάνει διχαστικά χαρακτηριστικά ή επικεντρώνεται σε ήσσονος σημασίας θέματα που δεν αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών. Ζητούν, όπως λέγεται χαρακτηριστικά, «ένα κόμμα-αποκούμπι». Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται ήδη η Φώφη Γεννηματά, επιμένοντας στη στρατηγική της αυτόνομης πορείας, η οποία επιδοκιμάζεται σε συντριπτικό βαθμό από τη βάση της παράταξης. Τότε γιατί επιμένουν τα σενάρια για την «προοδευτική διακυβέρνηση»; Λέγεται ότι δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. Ο όρος χρησιμοποιείται από τη Φώφη Γεννηματά, από τον Αλέξη Τσίπρα και εσχάτως η αναφορά του Γιώργου Παπανδρέου σε «προοδευτική διακυβέρνηση» πυροδότησε νέα σενάρια προσέγγισης των δύο κομμάτων, που προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των στενών συνεργατών του πρώην πρωθυπουργού.  

Ωστόσο είναι φανερό ότι η επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής και ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ όταν αναφέρονται σε «προοδευτική διακυβέρνηση» εννοούν εντελώς διαφορετικά πράγματα. Για τον Αλέξη Τσίπρα και την Κουμουνδούρου, που, όπως λέγεται, δείχνει ιδιαίτερη σπουδή στη διοχέτευση αυτών των σεναρίων και αυτό εξηγεί την επαναφορά τους, η «προοδευτική διακυβέρνηση» είναι το μοναδικό αφήγημα που μπορεί να τους δώσει προοπτική εξουσίας, γι’ αυτό και θα την επικαλούνται διαρκώς. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από μόνος του, στην κατάσταση που βρίσκεται δεν μπορεί, όπως λέγεται, να ελπίζει σε επάνοδο στη διακυβέρνηση της χώρας. Θα πρέπει λοιπόν να εμφανίζεται ως ο κορμός μιας μελλοντικής προοδευτικής διακυβέρνησης και να δείξει ότι έχει συμμάχους.

Οχι στον ρόλο του «συμπληρώματος»

Η Φώφη Γεννηματά όμως δεν επιφυλάσσει στο Κίνημα Αλλαγής τον ρόλο του συμπληρώματος στο αφήγημα του Αλέξη Τσίπρα και στα πολιτικά του σχέδια. Η δική της «προοδευτική διακυβέρνηση», όπως επισημαίνεται, «έχει το Κίνημα Αλλαγής στη θέση του οδηγού και όχι στο πίσω κάθισμα». Στη Χαριλάου Τρικούπη είναι βέβαιο ότι τα σενάρια αυτά θα επιμένουν. Οχι μόνο γιατί «θα συνεχίσει να τα διοχετεύει ο ΣΥΡΙΖΑ». Αλλά και επειδή «δεν έχουν πρόβλημα να τα αναπαράγουν τα προσκείμενα στην κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης». Βολεύει, όπως υπογραμμίζουν συνεργάτες της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής, το Μέγαρο Μαξίμου το μήνυμα ότι «πάμε να γίνουμε ουρά του ΣΥΡΙΖΑ». Το χρειάζονται, λένε, ειδικά στο κεντροαριστερό ακροατήριο, μετά και τη σαφή στροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη προς το σκληρό κομμάτι της Δεξιάς όπως προκύπτει από τις αλλαγές που έγιναν στο κυβερνητικό σχήμα. 

Αρνητικοί και στη συνεργασία με τη ΝΔ

Τα αρνητικά για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελέσματα των εμπιστευτικών δημοσκοπήσεων δεν σημαίνουν ότι οι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι κλείνουν το μάτι στο ενδεχόμενο συνεργασίας με τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κάθε άλλο. Απορρίπτουν σε ποσοστό άνω του 55% κάθε τέτοια προοπτική. Ζητούν από το Κίνημα Αλλαγής να κάνει συστηματική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, γεγονός που αποδίδεται στην υποχώρηση της δημοφιλίας του Πρωθυπουργού στη βάση της παράταξης, μετά τις εμφανείς δυσλειτουργίες που παρουσίασε η κυβέρνηση κατά τη δεύτερη φάση της πανδημίας, Ωστόσο, οι ψηφοφόροι του κόμματος ζητούν η αντιπολίτευση αυτή να είναι υπεύθυνη, να συνοδεύεται από προτάσεις και, το κυριότερο, να διατυπώνεται με κεντρώα ρητορική που θα αποφεύγει και θα διαφοροποιείται από τις ακραίες αντιπολιτευτικές κορόνες του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα σενάρια για πρόωρες κάλπες και οι εσωκομματικές εκλογές

Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης και ειδικά η επιλογή του Μάκη Βορίδη για το υπουργείο Εσωτερικών και η μετακίνηση στο Μέγαρο Μαξίμου του έμπειρου σε θέματα εκλογών Θοδωρή Λιβάνιου ερμηνεύθηκαν από τους επιτελείς της Χαριλάου Τρικούπη ως σήματα της διάθεσης του Κυριάκου Μητσοτάκη να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, πιθανότατα το φθινόπωρο του 2021. Αν και η ίδια εκτίμηση υπάρχει και στα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, στο Κίνημα Αλλαγής δεν λείπουν οι καχύποπτοι που θεωρούν ότι η εκτίμηση για πρόωρες εκλογές το προσεχές φθινόπωρο γίνεται και με το βλέμμα και στο εσωκομματικό παρασκήνιο.  

Αν η αίσθηση ότι ο Πρωθυπουργός σχεδιάζει εκλογές το φθινόπωρο ή ακόμα και την άνοιξη του 2022, ενισχυθεί, τότε είναι βέβαιο ότι η συζήτηση για τη διαδικασία εκλογής αρχηγού στο Κίνημα Αλλαγής, η οποία είναι προγραμματισμένη για τον Νοέμβριο του 2021, θα ξανασυζητηθεί στη βάση νέων δεδομένων. 

«Να κριθεί από το σύνολο»

Και αυτό γιατί θα φαντάζει αδιανόητο ένα κόμμα αντί να προετοιμάζεται για την πλέον κρίσιμη για το μέλλον του εκλογική αναμέτρηση να εισέρχεται λίγους μήνες πριν σε μια εσωτερική και ενδεχομένως τραυματική εσωτερική διαδικασία και γιατί στην περίπτωση αυτή θα ενισχυθεί το επιχείρημα όσων θεωρούν «πιο ορθό πολιτικά» να κριθεί η προσπάθεια της Φώφης Γεννηματά από το σύνολο των ψηφοφόρων και όχι από ένα κομματικό εκλογικό σώμα.  

Ωστόσο υπάρχει και η εκτίμηση άλλων κορυφαίων στελεχών, που βασίζεται στα σήματα που λαμβάνουν οι ίδιοι από την κυβέρνηση και η οποία υποστηρίζει ότι ο Πρωθυπουργός δεν έχει στον σχεδιασμό του την προσφυγή στις κάλπες το φθινόπωρο, όπως άλλωστε έσπευσαν να διευκρινίσουν κορυφαίοι υπουργοί. Ωστόσο και οι ίδιοι δεν βάζουν το χέρι τους στη φωτιά. Οχι μόνο γιατί στην πολιτική «ποτέ δεν λες ποτέ»,αλλά και γιατί πολλά θα κριθούν από την εξέλιξη του εγχειρήματος του εμβολιασμού του πληθυσμού. Αν, όπως εκτιμάται, ο κυβερνητικός σχεδιασμός που προβλέπει τον εμβολιασμό του απαιτούμενου για την επίτευξη ανοσίας πληθυσμού ξεπεράσει τον χρονικό ορίζοντα του Ιουνίου καθιστώντας το 2021 «έτος εμβολιασμού», τότε πολύ δύσκολα θα στηθούν κάλπες.