Από τα Χριστούγεννα της ζωής μου, τρία έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου. Αυτά τα τρία είναι σχεδόν ίδια και συμπυκνώνουν όλη την ουσία της γιορτής, όπως την είχα φανταστεί και όπως ήθελα να τη ζήσω. Τα υπόλοιπα ήταν από συμπαθητικά ως αδιάφορα.

Φυσικά τα πρώτα δέκα δεν τα συζητάμε. Βρέφος ήμουν όταν πέρασε η πρώτη πενταετία και το μόνο που θυμάμαι, στο τέλος της, ήταν ένα δώρο του νονού μου (που ποτέ δεν γνώρισα): ένα τεράστιο φρούριο (που το έλεγα «φλούριο») με πύργους και πυργίσκους, τείχη και κανόνια, τάφρο και γέφυρα που σηκωνόταν με τροχαλίες. Ολη η γειτονιά στην Κατοχή έπαιζε με αυτό το οχυρό. Τα γειτονόπουλα έφερναν τα στρατιωτάκια τους και οι μάχες ήταν σφοδρές. Περίεργο, μέσα στον πόλεμο να παίζουμε πόλεμο… Ακόμα και στα Δεκεμβριανά, όταν σφύριζαν οι όλμοι πάνω από τα κεφάλια μας.

Η Κατοχή πέρασε, αλλά τα Χριστούγεννα δεν ήρθαν. Μια οικογένεια τριών ατόμων, όπου η μητέρα ήταν διαρκώς άρρωστη και ο πατέρας απών, πώς και τι να γιορτάσει;

Δεκαοκτώ χρόνων έφυγα για τη Γερμανία. Ούτε κι εκεί βέβαια στην αρχή έκανα Χριστούγεννα. Αντίθετα με τους Γάλλους, που συνηθίζουν να γλεντάνε στα «ρεβεγιόν», οι Γερμανοί κλείνονται οικογενειακά στα σπίτια τους. (Το γλέντι τους – τρικούβερτο – το κάνουν την Πρωτοχρονιά.) Μάλιστα τον πρώτο χρόνο έμεινα και νηστικός. Δεν ήξερα πως την παραμονή το βράδυ κλείνουν τα πάντα.

Για να γιορτάσω στη Γερμανία Χριστούγεννα, έπρεπε να αποκτήσω οικογένεια, έστω και… δανεική. Την απέκτησα αργότερα. Και τα τρία Χριστούγεννα που πέρασα μαζί της έμοιαζαν υπερβατικά. Οσα έζησα μετά μού φαίνονταν απλώς… γήινα.

Δεν ήταν μεγάλη η οικογένεια: η φίλη μου, με την οποία συζούσαμε τρία χρόνια, η μητέρα της (ο πατέρας είχε χαθεί στον πόλεμο) και ένας εξάδελφος.

Το τελετουργικό περιλάμβανε συγκέντρωση γύρω από το ωραίο δέντρο (κάθε χρόνο διαφορετικό – η μητέρα ήταν καλλιτέχνις), άνοιγμα των δώρων (σε πακέτα κάτω από το δέντρο), ρεσιτάλ παλιών χριστουγεννιάτικων τραγουδιών (όλοι καλλίφωνοι), ένα ελαφρό δείπνο με κρασί και μετά – το καλύτερο: περπάτημα μέσα στο χιόνι προς κάποιον ναό, για να ακούσουμε τη μεσονύκτια λειτουργία των Χριστουγέννων.

Το χιόνι ήταν πάντα βαθύ (το Μόναχο έχει υψόμετρο 730 μέτρα και οι Αλπεις του κλείνουν τον Νοτιά και τους μεσογειακούς ανέμους) και το περπάτημα επίπονο. Χρατς-χρουτς τα βήματα και οι γαλότσες να βυθίζονται ως το γόνατο.

Αλλά στο τέλος του μας περίμενε ένα ορατόριο του Μπαχ, μια λειτουργία του Σούμπερτ ή του Μότσαρτ… Οι εκκλησίες έβαζαν τα δυνατά τους, οι χορωδίες τους πρόβαραν πολλούς μήνες και ως σολίστες είχαν τους καλύτερους λυρικούς καλλιτέχνες από τις τρεις όπερες της πόλης.

Ναι, εκεί, στις μπαρόκ εκκλησίες με τα αγγελάκια-συννεφάκια στην οροφή και την Παρθένο να κρατάει το Θείο Βρέφος αγκαλιά στον θόλο, ένιωσα πιστός, ανοιχτός στα θαύματα. Ηταν το χιόνι, το κρασί, η μουσική;

Μετά από αυτά τα Χριστούγεννα, δεν κατάφερα ποτέ πια να ανέβω στα επουράνια. Γιόρτασα Χριστούγεννα και στο Λονδίνο, με σημαιοστολισμένη τη Regent Street, και στο Παρίσι, με φωταγωγημένα τα Ηλύσια Πεδία.  Αλλά όλες οι υπόλοιπες χριστουγεννιάτικες γιορτές της ζωής μου, με γεμιστές γαλοπούλες και ωραία κρασιά, απλώς με γέμιζαν με οδυνηρή νοσταλγία. Για χιόνι και Μπαχ…

Εστω: αν περάσουν χωρίς μεγάλες αβαρίες οι φετινές γιορτές, μπούμε σε ένα νέο έτος πιο φωτεινό, η επιστήμη κάνει το καθήκον της, τα εμβόλια λειτουργήσουν με προοπτική ένα εκτυφλωτικά λαμπρό καλοκαίρι – τότε ίσως τα φτωχικά εφετινά Χριστούγεννα (τέσσερις άνθρωποι με ένα κοτόπουλο) να κλέψουν τη δόξα των παλιών, με έναν τίτλο: Πώς γλιτώσαμε την πανδημία…