Μπήκαμε στον Δεκέμβριο. Καιρός να ξεχάσουμε κρίσεις και πανδημίες και να αφηγηθούμε ιστορίες. Ο τελευταίος μήνας του χρόνου, που ταυτίζεται με το μεγάλο αφήγημα του Χριστιανισμού, είναι εποχή για παραμύθια και διηγήσεις. Πάντα  φαντάζομαι τον Δεκέμβριο σαν ένα μεγάλο αναμμένο τζάκι, με έναν παππού που ξετυλίγει την «κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσε της μπάτσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχινίσει».

Παππούς δεν έγινα, παρά μόνο στην ηλικία, και το παραμύθι που θα πω είναι μία εντελώς αληθινή ιστορία. Δανείστηκα τον τίτλο από τον μακρινό μου πρόγονο, τον Ροΐδη (το μεγάλο πορτρέτο στο πατρικό μου λένε πως απεικονίζει τη μητέρα του: «Νόνα Κορηώ» μας την έλεγαν παιδιά – Κοραλία ήταν το πραγματικό της όνομα).

Αντίθετα με τη γάτα του Ροΐδη, που είχε ωραία ζωή και κακό τέλος, η γάτα της δικής μου ιστορίας ήταν άτυχη και πολύ δυστυχισμένη.

Εμφανίστηκε μία μέρα, ξαφνικά, ανάμεσα στις αδέσποτες που τάιζα στο εξοχικό μας. Δεν την είχα ξαναδεί ως τότε. Ηταν κάτασπρη, με λίγο καφέ στα πίσω πόδια και την ουρά και ανοιχτά γαλάζια μάτια. Αυτά τα μάτια τής χάρισαν και το όνομά της. Μία φίλη μας, Ιταλίδα, όταν τα είδε έμεινε έκπληκτη από το χρώμα τους και το προσδιόρισε στη δική της γλώσσα: «Azzurro!» που πάει να πει ιταλικά «γαλάζιο». Ετσι η γατούλα βαφτίστηκε «Ατσούρο».

Το Ατσούρο είχε τελείως άλλη συμπεριφορά από τις αδέσποτες που τριγύριζαν στον κήπο περιμένοντας το συσσίτιο. Ενώ οι άλλες, αν τύχαινε κατά λάθος να βρεθούν μέσα στο σπίτι, πάθαιναν πανικό και άρχιζαν να σκαρφαλώνουν στους τοίχους ή να πηδάνε στα κλειστά παράθυρα, το Ατσούρο, από την πρώτη μέρα μπήκε μέσα στο σπίτι, πήδηξε επάνω στο πάσο της κουζίνας και περίμενε να το σερβίρουν. Και μάλιστα όχι με ό,τι και ό,τι. Δεν γύρισε ούτε να μυρίσει τις φτηνές κονσέρβες των αδέσποτων και τελικά, με αρκετή συγκατάβαση, δέχθηκε να φάει ένα ακριβό πατέ.

Στην αρχή νόμισα πως το είχε σκάσει από κάποιο κοντινό σπίτι όπου ήταν επίσημη γάτα του σπιτιού και σύντομα θα ξαναγύριζε. Ομως ούτε τυπική σπιτόγατα ήταν. Ενιωθε άνετα μέσα στο σπίτι αλλά ποτέ, σε όλη της τη ζωή, δεν πήδηξε στα γόνατά μου. Αν τη χάιδευες δεχόταν με συγκατάβαση το χάδι, γουργούριζε πολύ διακριτικά, αλλά φαινόταν ότι δεν έβλεπε την ώρα να τελειώνουν οι πολλές οικειότητες.

Ξαφνικά μια μέρα το Ατσούρο χάθηκε. Δεν ήρθε ούτε για φαΐ. Ούτε την επομένη. Τελικά το ανακάλυψε η γυναίκα μου, μισοπεθαμένο, έξω από το σπίτι. Είχε πιαστεί το δεξί μπροστινό της πόδι σε δόκανο (είναι δρυμός η περιοχή και κυκλοφορούν αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες). Στην προσπάθειά της να το ελευθερώσει διέλυσε όλους τους μυς και είχε μείνει το κόκκαλο. Από την αιμορραγία είχε πια χάσει τις αισθήσεις της και ήταν ετοιμοθάνατη.

Την κουβαλήσαμε στον κτηνίατρο, περισσότερο για ευθανασία. Ομως εκείνος δεν ήθελε να καταθέσει τα όπλα. «Το πόδι δεν σώζεται με τίποτα» μας είπε, «αλλά αν το ακρωτηριάσω από την άρθρωση θα μάθει να κινείται μια χαρά».

Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, η γάτα πέθανε δύο φορές και χρειάστηκε να γίνει ανάνηψη. Τελικά επέζησε και ως ΑΜΕΑ κέρδισε μία θέση στο σπίτι της πόλης όπου δεν υπάρχουν δόκανα και άγρια ζώα.

Εζησε έτσι τρίποδη δώδεκα χρόνια ακόμα. (Δεν ξέρουμε πόσων ετών ήταν όταν πρωτοεμφανίστηκε – πάντως ήταν πλήρως ανεπτυγμένη – έστω και μικρόσωμη.) Εξακολουθούσε να είναι μια ιδιότυπη προσωπικότητα. Ηξερε πάντα τι ώρα τρώμε και έπαιρνε εγκαίρως θέση δίπλα στην καρέκλα μου. Αν της άρεσε το φαΐ έτρωγε περισσότερο από μένα. Ολα τα χρόνια που έζησε κοντά μας ήταν άρρωστη: υπέφερε από χρόνια βρογχίτιδα (φοβερές κρίσεις που κάθε φορά νόμιζα πως ήρθε το τέλος) πεπτικά, εντερικά. Το πόδι που της έλειπε δεν την ενοχλούσε καθόλου και μπορούσε να γίνει πολύ επιθετική, παρά την αναπηρία της. Χάδια πολλά δεν δεχόταν – αλλά βλέπαμε μαζί τηλεόραση (έπρεπε να της κάνω οπωσδήποτε δίπλα μου θέση). Στο τέλος είχε πάθει άνοια και ακράτεια. Οταν την πήγαμε στον κτηνίατρο να την κοιμίσουμε, πέθανε σχεδόν πριν από την ένεση.

Ηταν μια γενναία γάτα.