Η είδηση ότι ο δημιουργός του Taxibeat Νίκος Δρανδάκης δεν θα είναι πια στο τιμόνι του οδηγού μιας εφαρμογής για έξυπνα κινητά τηλέφωνα που άλλαξε για πάντα την έννοια της μετακίνησης με ταξί στους δρόμους της Αθήνας έπεσε σαν μια μικρή βόμβα στην αγορά.
31 Αυγούστου 2020. Η ανακοίνωση που δόθηκε στη δημοσιότητα έγραφε: «Ο Νίκος Δρανδάκης, διευθύνων σύμβουλος της Beat, και η διοίκηση του ομίλου Free Now, μητρικής εταιρείας της Beat, αποφάσισαν να ολοκληρώσουν την επιτυχημένη συνεργασία τους».
Την ίδια κιόλας ημέρα ο Νίκος Δρανδάκης, ο επίμονος startuper που πέτυχε μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία η ιδέα του σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας να γίνει μια (δωρεάν) εφαρμογή που να εξυπηρετεί 15 εκατομμύρια επιβάτες σε έξι χώρες (οι πέντε εξ αυτών στη Λατινική Αμερική) αλλά και η αιτία για να έρθουν στην Ελλάδα οι Γερμανοί της κοινοπραξίας BMW Group και Daimler για τις αστικές μεταφορές, δεν βρισκόταν στο γραφείο του.
Αλλά γιατί – και, κυρίως, με αυτόν τον τρόπο – «ολοκληρώθηκε» μια «επιτυχημένη συνεργασία»; Τα αναπάντητα ερωτήματα είναι πολλά. Γίνονται ακόμα περισσότερα αν κανείς διαβάσει προσεκτικά τις απαντήσεις του στη συνέντευξη που μας παραχώρησε: «Οταν η εταιρεία εξαγοράστηκε, αποτελούσε το περίπου 25% των συνολικών εσόδων του Daimler Mobility Group. Στις αρχές της εφετινής χρονιάς η Beat έφερνε στο Group περισσότερο του 55% των συνολικών του εσόδων».
Από τη μια μεριά, νούμερα και ποσοστά που βγάζουν μάτι και, από την άλλη, περιορισμοί και μια πικρή γεύση: «Ηξερα ότι η εταιρεία ανήκει σε άλλους και ότι ανά πάσα στιγμή η στρατηγική ατζέντα μπορεί να αλλάξει, ανεξάρτητα από τα δικά μας αποτελέσματα».
Και η ατζέντα φαίνεται πως άλλαξε…
Πώς θα ορίζατε σήμερα το φαινόμενο Taxibeat;
«Το Taxibeat ήταν μια ενδιαφέρουσα επιχειρηματική προσπάθεια που ξεκίνησε εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης στη χώρα μας και έδωσε την ευκαιρία σε πάρα πολλούς συμπολίτες μας να πιστέψουν ότι μπορούν να δημιουργήσουν και οι ίδιοι κάτι σημαντικό (παρά την κρίση) ή τουλάχιστον να υποστηρίξουν κάτι θετικό ενώ την ίδια στιγμή η χώρα τριγύρω τους καταρρέει.
Εχω την αίσθηση ότι αν το Taxibeat ερχόταν σε μια καλύτερη οικονομική συγκυρία για τη χώρα, πιθανότατα θα είχε την ίδια εμπορική επιτυχία, αλλά ίσως να μην είχε το συναίσθημα και τους συμβολισμούς που απέκτησε γρήγορα ως «ένα μικρό startup που αντιπαλεύει, όχι μόνο κάποιους συνδικαλιστές, αλλά μια ολόκληρη νοοτροπία που μας έφερε στη χρεοκοπία». Με αυτόν τον τρόπο πήρε και τον χαρακτήρα μιας νεοφυούς επιχείρησης με έντονα κοινωνικά, πέρα από επιχειρηματικά, στοιχεία. Αυτό δεν ήταν στις προθέσεις μου, αλλά χαίρομαι που είχε και αυτή την εξέλιξη».
Αν μπορούσατε να πάτε πίσω στον χρόνο, τι θα αλλάζατε;
«Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα άλλαζα (και ελπίζω να το κάνω στην επόμενη επιχειρηματική μου προσπάθεια), αλλά έχουν περισσότερο να κάνουν με τον τρόπο που διοικείς και αναπτύσσεις μια νεοφυή επιχείρηση γρήγορης ανάπτυξης.
Τα μαθήματα που πήρα στη διαχείριση ανθρώπων αλλά και σε στρατηγικές επιλογές ήταν πολύ σημαντικά. Ωστόσο η μεγαλύτερη αλλαγή θα είχε να κάνει με την αυτοπεποίθησή μου στις στρατηγικές αποφάσεις, καθώς ανοίγομαι στις διεθνείς αγορές».
Στη διαδρομή, όταν απέναντί σας είχατε συνδικαλιστές, πολιτικούς κ.ά., υπήρχε στιγμή που σκεφθήκατε να κάνετε πίσω;
«Δεν είμαι άνθρωπος που κάνει εύκολα πίσω, έχω λίγο στοιχεία της κρητικής κουζουλάδας (αλλά ελπίζω με την καλή έννοια). Αν δεν έχω κανέναν απέναντί μου να με πολεμάει, νιώθω ότι μάλλον κάτι δεν κάνω καλά. Οταν έχω ομάδες με αξίες αντίθετες από τις δικές μου να με πολεμούν, είναι για μένα το ισχυρότερο κίνητρο να βγάλω τον καλύτερο και πιο ανταγωνιστικό εαυτό μου.
Από την άλλη, σε αυτόν τον ανταγωνισμό είχα μαζί μου ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που υποστήριζε αυτό που κάνουμε και, ακόμα κι αν ήθελα να τα παρατήσω, δεν είχα το δικαίωμα».
Το Taxibeat ήταν μια καινοτομία που βρήκε σχεδόν αμέσως λαϊκή ανταπόκριση; Τελικά, ποιο ήταν το προφίλ του χρήστη;
«Ναι, έτσι ήταν. Από τις πρώτες μέρες του Μαΐου 2011 που ξεκινήσαμε, η εφαρμογή του Taxibeat έγινε viral. Καθώς δεν είχαμε λεφτά για διαφήμιση, η αγάπη των πρώτων χρηστών μας ήταν η προώθηση που χρειαζόμασταν για να προχωρήσουμε.
Οι χρήστες μας τα πρώτα ένα-δύο χρόνια ήταν οι λεγόμενοι early adopters – άνθρωποι που συνήθως δοκιμάζουν και αγκαλιάζουν πρώτοι τα νέα καινοτόμα τεχνολογικά προϊόντα και τους αρέσει να μιλούν για αυτά. Αυτοί ήταν οι «Ευαγγελιστές» του Taxibeat, οι άνθρωποι που βοήθησαν την εφαρμογή τα επόμενα χρόνια να περάσει σε μεγαλύτερα κοινά, τα οποία άρχιζαν σταδιακά να εξοικειώνονται με την ιδέα ότι το κινητό τηλέφωνο είναι ένα εργαλείο παραγωγικότητας, όχι μόνο επικοινωνίας».
Ποια ήταν η εμπειρία σας δουλεύοντας με μια πολυεθνική ως μάνατζερ;
«Η εμπειρία μου γενικά ήταν καλή. Ακόμα και μετά την εξαγορά της εταιρείας δεν είδα ποτέ τον εαυτό μου ως μάνατζερ (νομίζω ποτέ δεν θα συμβεί αυτό), αλλά περισσότερο συνέχιζα να διοικώ την εταιρεία ως επιχειρηματίας-ηγέτης που διοικεί μια αυτόνομη ομάδα, με όραμα για το μέλλον.
Είχα το ελεύθερο από τους μετόχους να συνεχίσω να οδηγώ την εταιρεία με βάση το όραμά μου, αλλά από την άλλη πιστεύω ότι όλοι μας στην εταιρεία δημιουργήσαμε αυτή την ευκαιρία για τον εαυτό μας. Εννοώ ότι το γεγονός πως φέρναμε πολύ ισχυρά αποτελέσματα σαν ομάδα ήταν αρκετό για τους γερμανούς μετόχους να μας δίνουν τον χώρο και την αυτονομία που χρειαζόμασταν.
Από την άλλη, είχαμε περιορισμούς, όπως γεωγραφικούς (στόχευση μόνο στη Λατινική Αμερική), πηγών χρηματοδότησης και άλλους. Κυρίως όμως, ήξερα ότι η εταιρεία ανήκει σε άλλους και ανά πάσα στιγμή η στρατηγική ατζέντα μπορεί να αλλάξει, ανεξάρτητα από τα δικά μας αποτελέσματα».
Είχατε σκεφθεί ποτέ την αποχώρησή σας; Πόσο δύσκολο είναι να αποχωρίζεται κανείς το δημιούργημά του.
«Ναι, αυτό ήταν πάντα στο μυαλό μου. Οταν δεν έχεις τον απόλυτο έλεγχο της εταιρείας σου, τότε πρέπει να είσαι πάντα προετοιμασμένος για απροσδόκητες αλλαγές από αυτούς που έχουν τον έλεγχο. Μου αρέσει να είμαι πραγματιστής. Ωστόσο θέλω λίγες εβδομάδες ακόμα για να καταλάβω πόσο δύσκολη είναι η αποχώρηση. Τώρα τα πράγματα είναι ακόμη «ζεστά»».
Τι ήταν για εσάς το στοίχημα της Λατινικής Αμερικής;
«Ενας γενναίος νέος κόσμος για τον οποίο είχα άγνοια, μέσω του οποίου πλούτισα τη ζωή μου. Ηρθα σε επαφή, γνώρισα και συνεργάστηκα στενά με εκατοντάδες ανθρώπους από ένα μέρος του κόσμου στο οποίο δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έχω επαγγελματική δράση. Με έμαθε να ανταγωνίζομαι στον διεθνή στίβο, μου έδωσε αυτοπεποίθηση και με έκανε πιο εξωστρεφή ως επιχειρηματία αλλά και ως άνθρωπο».
Το επόμενο ή τα επόμενα βήματά σας…
«Θέλω να επενδύσω λίγο χρόνο για να επαναφέρω την ισορροπία στη ζωή μου ύστερα από 10 χρόνια πολύ σκληρής δουλειάς, να έρθω λίγο πιο κοντά με ανθρώπους δικούς μου, να ξοδέψω λίγο περισσότερο χρόνο με τον γιο μου.
Ταυτόχρονα θα ήθελα να επενδύσω μέρος όσων κέρδισα, χρήματα και εμπειρίες, σε φιλόδοξους Ελληνες που θέλουν να ξεκινήσουν (ή έχουν ξεκινήσει) κάτι δικό τους. Πιστεύω ότι χρωστώ το να αρχίσω να δίνω πίσω στην Ελλάδα, επενδύοντας όμως μόνο σε πολύ ικανούς, πολύ φιλόδοξους Ελληνες.
Υστερα από αυτό το μεταβατικό διάστημα, θα επανέλθω πιθανότατα με κάτι νέο δικό μου – ήμουν πάντα επιχειρηματίας έτσι κι αλλιώς. Στόχος μου είναι να χτίσω κάτι μεγαλύτερο από το Taxibeat, σε πολύ συντομότερο χρόνο».