Είναι αλήθεια, ότι η τουρκική οικονομία τον τελευταίο καιρό δείχνει να είναι εφτάψυχη. Εδώ και δύο χρόνια βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση, η οποία κάθε άλλη χώρα θα την είχε οδηγήσει στην αναζήτηση βοήθειας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Όχι όμως και την Τουρκία. Ο σουλτάνος έχει καταφέρει χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, συμβατικό ή ανορθόδοξο, να αποφύγει το ταπεινωτικό βήμα, που θα σφραγίσει τα αδιέξοδα μιας πολιτικής, η οποία είχε ως αφετηρία το 2003 την απεμπλοκή της χώρας από το ΔΝΤ. Οι αριθμοί όμως είναι αμείλικτοι και οι διεθνείς αναλυτές παραπέμπουν στον υψηλό κίνδυνο χώρας, συμβουλεύοντας επενδυτές και δανειστές να μειώσουν το γρηγορότερο την έκθεσή τους στην τουρκική οικονομία. Ας δούμε λοιπόν, πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα και αν τελικά η οικονομία θα είναι αυτή που ίσως κατευθύνει και τις εξελίξεις στα γεωστρατηγικά προβλήματα της περιοχής.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η τουρκική οικονομία έχει διαγράψει τα τελευταία χρόνια σημαντική πρόοδο, που αποτυπώνεται στους ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και στη δημιουργία μιας αξιόλογης παραγωγικής μηχανής σε πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, με τις όποιες επιφυλάξεις έχει κανείς για τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν. Καμία άλλη οικονομία εκτός της Κίνας δεν έχει να επιδείξει τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτά όμως αποτελούν παρελθόν. Από το 2016 και κυρίως μετά την τελωνειακή τουρκοαμερικανική κρίση του 2018, ξεκινά σταδιακά η κατάρρευση.

Η κατάσταση, όπως ήταν αναμενόμενο, επιδεινώθηκε με την επέλαση της πανδημίας, η οποία έπληξε και την τουρκική οικονομία σε μεγάλο βαθμό. Το δεύτερο τρίμηνο του 2020 έκλεισε με πτώση του ΑΕΠ κατά 9,9%, μείωση των εξαγωγών κατά 5,8% καθώς και των εισαγωγών 7,9%. Τα χειρότερα όμως έρχονται, αφού το τρίτο τρίμηνο θα λείπουν τα έσοδα από τον τουρισμό, τα οποία σε σύγκριση με την περυσινή περίοδο υπέστησαν καθίζηση σε επίπεδο 78%. Η εκτίμηση δε του ΔΝΤ για το ΑΕΠ στο σύνολο έτους ανέρχεται στο -5%. Η ζημιά θα ήταν σαφώς πολύ μεγαλύτερη, αν η κυβέρνηση δεν είχε παρέμβει νωρίς με ένα πρόγραμμα ενίσχυσης της οικονομίας ύψους τότε 40 δις δολαρίων, τα οποία διετέθησαν βασικά για τη χρηματοδότηση δημοσίων έργων καθώς και για τη στήριξη του προγράμματος μερικής απασχόλησης. Οι διαρκείς υποτιμήσεις εξάλλου της λίρας καθώς και η τεχνητή συμπίεση των επιτοκίων, βοήθησαν τις εξαγωγές να μην καταρρεύσουν. Μέχρι εδώ τα κακά νέα. Τα χειρότερα αντανακλώνται στις ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν από μια αλλοπρόσαλλη πολιτική παρεμβάσεων, τόσο στη συναλλαγματική, όσο και στην πιστωτική πολιτική μέσω των επιτοκίων.

Στο εσωτερικό ο πληθωρισμός καλπάζει με 12%, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών μειώνεται, οι τιμές στα εισαγόμενα είδη πρώτης ανάγκης, όπως είναι τα φάρμακα, τα καύσιμα και αρκετά τρόφιμα, βρίσκονται σε διαρκή ανοδική πορεία, εξαιτίας της μεγάλης πτώσης στην αξία της λίρας. Από την αρχή του έτους το τουρκικό νόμισμα έχει χάσει 23% της αξίας του έναντι του Ευρώ και ανταλλάσσεται πλέον στη χειρότερη σχέση (8,5:1) που γνώρισε εδώ και δεκαετίες. Έτσι, όταν ο βασικός μισθός στις αρχές του έτους αντιστοιχούσε σε 350 Ευρώ τώρα μετά βίας προσεγγίζει τα 260. Οι επιπτώσεις της κατάρρευσης της λίρας δεν πλήττουν μόνο τα νοικοκυριά αλλά και τις επιχειρήσεις. Οι εισαγωγές πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων, αναγκαίων για τη λειτουργία των εργοστασίων, με κάθε πτώση επιβαρύνονται συνεχώς, με εμφανείς επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων αλλά και στην κερδοφορία τους.

Επιχειρηματίες και πολίτες έχουν απωλέσει την εμπιστοσύνη τους στις δυνατότητες της κυβέρνησης να ρυθμίσει την οικονομία και για το λόγο αυτό οι μεν απέχουν από τη διενέργεια επενδύσεων οι δε αναζητούν καταφύγιο στα ξένα νομίσματα για να τοποθετήσουν ή ακόμα χειρότερο να βγάλουν στο εξωτερικό τις αποταμιεύσεις τους. Το δρόμο της φυγής έχει πάρει τα τελευταία χρόνια εκτός από τα κεφάλαια και μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού. Οι νέα μορφωμένη γενιά των Τούρκων εγκαταλείπει κατά εκατοντάδες χιλιάδες τη χώρα για να αναζητήσει αλλού εργασία και ελευθερία που στερείται στην πατρίδα της. Υπολογίζεται ότι μόνο το 2019 περισσότερα από 300.000 άτομα, κυρίως νέοι, μετανάστευσαν σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τη Βόρειο Αμερική.

Οι εξωτερικές οικονομικές σχέσεις με την πτώση διαρκείας της λίρας, δείχνουν πλέον να μην είναι διαχειρίσιμες. Υπολογίζεται, ότι πάνω από το 1/3 των επιχειρηματικών δανείων έχει συναφθεί σε ξένο νόμισμα, την εποχή που τα επιτόκια ήταν χαμηλά και η λίρα σχετικά σταθερή. Τώρα με την κάθετη πτώση της αξίας της η αποπληρωμή καθίσταται δυσχερής, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται στις εμπορικές τράπεζες μεγάλος όγκος μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων, αδυνατίζοντας το περιεχόμενο του ενεργητικού τους, με ότι αυτό συνεπάγεται και για τις ίδιες.

Η Κεντρική Τράπεζα της χώρας με τη συμμετοχή και των κρατικών εμπορικών τραπεζών, προσπάθησαν με ακριβά προγράμματα σταθεροποίησης να αναχαιτίσουν την πτώση της λίρας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να μειώσουν τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας κατά 30 δις δολάρια στα 51 δις κατά το Reuters. Σε μια εποχή που ο πληθωρισμός καλπάζει, η κεντρική Τράπεζα, με εντολή του τούρκου Προέδρου αντί να αυξήσει ως όφειλε τα επιτόκια, μείωσε το επιτόκιο αναφοράς από 24% που ήταν πριν ένα χρόνο στο 8,5%. Η απαράδεκτη παρέμβαση στη λειτουργία της Κεντρικής τράπεζας επενδύθηκε με την άποψη ότι, μια αύξηση των επιτοκίων θα έβλαπτε την ανάπτυξη. Όμως η μείωση των επιτοκίων μπορεί να βοήθησε προσωρινά τις εξαγωγές, γκρέμισε όμως τη λίρα στα τάρταρα. Κατά τον Σουλτάνο για όλα ευθύνεται ο κορωνοιός και όχι τα χαμηλά επιτόκια και η αστάθεια που πυροδότησε με τις προκλητικές του ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως του καταλογίζουν οι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές.

Στην κατάσταση που βρίσκεται η τουρκική οικονομία τώρα, εάν δεν ακολουθήσει την οδό της αύξησης των επιτοκίων αναφοράς, πράγμα που αυτή τη στιγμή φαντάζει αδιανόητο, αφού ο σουλτάνος κατέχει το αλάνθαστο, οδηγείται σε έναν επικίνδυνο, καθοδικό φαύλο κύκλο. Η πτώση της αξίας της λίρας καθιστά τα εισαγόμενα προϊόντα ακριβότερα, ο πληθωρισμός αυξάνεται, οι τιμές συνεχίζουν να σκαρφαλώνουν και οι πολίτες ψάχνουν να ανταλλάξουν το εγχώριο νόμισμα με Δολάρια και Ευρώ, κάτι που αδυνατίζει περαιτέρω το εθνικό νόμισμα. Η πολιτική αυτή οδηγεί σε αδιέξοδο και περιορίζει τις επιλογές της τουρκικής ηγεσίας για έξοδο από την κρίση.

Με δεδομένο, ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα στην κεντρική τράπεζα συρρικνώθηκαν στα 51 δις δολάρια, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζεται αν και πόσα από αυτά είναι δανεικά από τις κρατικές εμπορικές τράπεζες, ενώ οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας σε συνάλλαγμα ανέρχονται στα 170 δις για τον επόμενο χρόνο, η τουρκική ηγεσία θα έχει να επιλέξει μεταξύ:
α) στάσης πληρωμών, β) κεφαλαιακών ελέγχων και γ) προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Είναι αυτονόητο, ότι, σε όποια επιλογή και αν καταλήξει ο Πρόεδρος της Τουρκίας θα είναι ταπεινωτική για την χώρα, αλλά και για τον ίδιο, του οποίου η εικόνα θα πληγεί καίρια, με ότι αυτό συνεπάγεται για το πολιτικό του μέλλον. Η μεγάλη πρόβα θα γίνει τον Οκτώβριο, όπου ωριμάζει ένας σημαντικός όγκος πληρωμών. Με την πρόσφατη εμπειρία της αποτυχημένης προσπάθειας σύναψης συμφωνίας ανταλλαγών με όλες τις κεντρικές τράπεζες, πλην Κατάρ που προχώρησε σε στήριξη με 15 δις δολάρια, ο χρόνος φαίνεται να πλησιάζει.

Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς