Εχθές το βράδυ, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο συνολικός αριθμός καταγεγραμμένων κρουσμάτων της νόσου Covid-19 που προκαλεί ο ιός SARS-Cov-2 ήταν γύρω στις 303.000 και οι θάνατοι ξεπερνούσαν τους 12.700. Σήμερα Κυριακή 22 Μαρτίου, στις 7 το πρωί που γράφονται αυτές οι γραμμές, τα κρούσματα ανέρχονται στις 307.278 ενώ οι θάνατοι έχουν φτάσει τις 13.049. Και για να προσθέσουμε μια αισιόδοξη νότα, ο συνολικός αριθμός των ατόμων που θεραπεύτηκαν από τον ιό ανέρχεται στις 92.373.

Όπως όλοι ξέρουμε πιά, τα καταγεγραμμένα κρούσματα δεν περιγράφουν παρά μόνο ένα μέρος της εξάπλωσης του ιού. Για εντελώς πρακτικούς λόγους, οι 186 χώρες που ήδη πλήττονται από αυτόν αδυνατούν να εξετάσουν το σύνολο του πληθυσμού ή ακόμη και ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτού προκειμένου να αποκτηθεί η ολοκληρωμένη εικόνα της επιδημίας.

Ενας επιστημονικός «καυγάς» έχει ξεκινήσει διεθνώς τις προηγούμενες ημέρες ακριβώς εξαιτίας αυτής της έλλειψης. Όλα άρχισαν με την ανατρεπτική άποψη του έγκριτου καθηγητή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, Γιάννη Ιωαννίδη, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της της πανδημίας βασίζονται σε ανεπαρκή δεδομένα και την εκτίμησή του ότι όλο αυτό είναι ένα φιάσκο. Καθώς την άποψη Ιωαννίδη φιλοξένησαν σχεδόν στο σύνολό τους τα ελληνικά ΜΜΕ (μπορείτε να τη βρείτε εδώ) περιορίζομαι να θυμίσω την εκτίμησή του ότι πιθανότατα επιστρατεύουμε πολύ δραστικά μέτρα για να αντιμετωπίσουμε έναν κίνδυνο που μπορεί και να είναι μικρότερος απ΄ ότι πιστεύουμε. Αν αυτό ισχύει, οι συνεπαγωγές είναι προφανείς: οι βέβαιες οικονομικές συνέπειες που θα υποστούμε από την παγκόσμιας έκτασης λήψη μέτρων με στόχο να περιορίσουμε την εξάπλωση του ιού μέσω της κοινωνικής απομόνωσης θα είναι θυσίες χωρίς πραγματικό όφελος.

Αμεση ήταν η απάντηση του επίσης έγκριτου επιδημιολόγου του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Μαρκ Λίπσιτζ (Marc Lipsitch) η οποία δημοσιεύτηκε στο ίδιο μέσο και η οποία αποτελεί ένα μάθημα ακαδημαϊκού διαλόγου. Με σεβασμό στο πρόσωπο του Ιωαννίδη, ο Λίπσιτζ αναφέρει ότι συμφωνεί μαζί του στο πρώτο σημείο, στην ανεπάρκεια δεδομένων για τον ιό. Για την ακρίβεια αναφέρει ότι όντως δεν γνωρίζουμε τον απόλυτο αριθμό των κρουσμάτων, τον ρόλο των παιδιών στη μετάδοση του ιού, τον ρόλο της προσυμπτωματικής μετάδοσης και τον κίνδυνο θανάτου από τον ιό.

Στη συνέχεια και επιλέγοντας, όπως λέει, να μην χαρακτηρίσει την άποψη Ιωαννίδη παραθέτει τη δική του η οποία είναι ότι «γνωρίζουμε αρκετά για να δράσουμε!». Και εξηγεί ότι παρά την άγνοια των παραπάνω παραμέτρων δύο πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Πρώτον ότι ο αριθμός των σοβαρών κρουσμάτων καθίσταται τρομακτικός στη μια χώρα μετά την άλλη όταν η επιδημία αφήνεται να εξαπλωθεί και δεύτερον ότι αν δεν εφαρμόσουμε μέτρα ελέγχου, ο αριθμός των κρουσμάτων θα ανεβαίνει εκθετικά ξεπερνώντας τα ήδη τρομακτικά νούμερα που έχουμε δει».

Αφού παραθέσει επιχειρήματα σχετικά με το πόσο δύσκολο θα ήταν να περιμένουμε μια επιδημία τέτοιων διαστάσεων να σβήσει από μόνη της, ο αμερικανός ειδικός καταλήγει: «Δύο επιλογές υπάρχουν για την Covid-19 αυτή τη στιγμή: μακρόχρονη κοινωνική απομόνωση ή κατάρρευση των συστημάτων υγείας. Αυτό είναι το απαισιόδοξο συμπέρασμα πολλών επιδημιολόγων εδώ και πολλές εβδομάδες και το οποίο αναλύθηκε λεπτομερώς αυτή την εβδομάδα από το Imperial College του Λονδίνου. Ο Ιωαννίδης έχει δίκαιο ότι η προοπτική έντονης κοινωνικής απομόνωσης για μήνες ή χρόνια, είναι κάτι που δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε, πολλώ δε μάλλον να θέσουμε σε εφαρμογή. Εξίσου δύσκολο είναι να φανταστούμε την εναλλακτική να αφήσουμε την λοίμωξη να εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα. Σίγουρα χρειαζόμαστε περισσότερα δεδομένα. Περισσότερο όμως από αυτό χρειαζόμαστε να βρούμε αποτελεσματικές θεραπείες, εμβόλια ή άλλα προφυλακτικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν ευρέως. Το να περιμένουμε και να ελπίζουμε για ένα θαύμα καθώς τα συστήματα υγείας θα καταρρέουν δεν είναι επιλογή. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα δεν έχουμε παρά να αξιοποιήσουμε τον χρόνο που κερδίζουμε μέσω της κοινωνικής απομόνωσης για να κινητοποιήσουμε μια τεράστια πολιτική, οικονομική και κοινωνική προσπάθεια να βρούμε τρόπους να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον ιό».

Παραδοσιακά, η επιστήμη προάγεται μέσα από τις αντιπαραθέσεις. Και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Γιάννη Ιωαννίδη επειδή του χρειάζονται περισσότερα δεδομένα για τις αναλύσεις του. Ιδωμένη υπό αυτό το πρίσμα η αντιπαράθεση των δύο κορυφαίων επιστημόνων θα ήταν μια ευκαιρία για περαιτέρω γόνιμες συζητήσεις. Μόνο που υπάρχουν περιπτώσεις όπου η προαγωγή της επιστήμης καθίσταται ήσσονος σημασίας επειδή σκοντάφτει στη σκληρή πραγματικότητα: εν προκειμένω σε μια πανδημία αυτών των διαστάσεων. Στην ουσία αυτό απαντά ο Μαρκ Λιπσιτζ: αν περιμένουμε να έχουμε βεβαιότητες, θα πρέπει να καθίσουμε με σταυρωμένα χέρια και να βλέπουμε εικόνες σαν αυτές της Ιταλίας και σε άλλες χώρες. Και αυτό δεν πρέπει να συμβεί!

Το πρόβλημα όμως είναι ότι μπορεί και να συμβεί όταν διακεκριμένοι επιστήμονες όπως ο Γιάννης Ιωαννίδης βγάζουν την ακαδημαϊκή αντιπαράθεση εκτός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και σπέρνουν τον σπόρο της αμφιβολίας τόσο στο ευρύ κοινό όσο και στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Αυτό υποστηρίζει ένας άλλος αξιόλογος ερευνητής ο στατιστικολόγος του Πανεπιστημίου Rutgers, Χάρι Κρέιν (Harry Crane) του οποίου την επιστολή απάντηση στον Ιωαννίδη μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Πολύ φοβούμαι πως σε ότι αφορά στην χώρα μας ο Κρέιν δεν έχει άδικο: εχθές, κατά την καθιερωμένη ενημέρωση των διαπιστευμένων συντακτών του υπουργείου υγείας (η οποία μεταδίδεται σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση καθημερινά) ο Σωτήριος Τσιόδρας βρέθηκε να απαντά στον Γιάννη Ιωαννίδη, χωρίς να τον κατονομάζει . Δύο-τρεις ημέρες νωρίτερα είχε και πάλι απαντήσει σε «συναδέλφους» του (πολύ μικρότερου επιστημονικού βεληνεκούς τόσο σε σύγκριση με τον ίδιο όσο και με τον Ιωαννίδη) οι οποίοι με επιστολές στον πρωθυπουργό ζητούσαν περισσότερα δεδομένα. Λες και δεν αρκεί η ραγδαία γεωγραφική εξάπλωση του ιού! Λες και οι σπαρακτικές εικόνες από την Ιταλία δεν αποτελούν πειστικό «δεδομένο» του τι θα συμβεί αν δεν ληφθούν τα μέτρα που λαμβάνονται!

Κρίνοντας από τα συχνά διαγγέλματα στα οποία προβαίνει τελευταίως ο πρωθυπουργός αλλά και από τα ίδια του τα λόγια, γίνεται σαφής η εκτίμησή του ότι όντως βρισκόμαστε σε πόλεμο. Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να γνωρίζει ότι κανείς πρωθυπουργός δεν κέρδισε πολέμους επιτρέποντας να υπονομεύουν τον αρχιστράτηγό του! Ας κωφεύσει λοιπόν σε όλους εκείνους που διατείνονται ότι γνωρίζουν καλύτερα και ότι μπορούν να κάνουν υποδείξεις. Ακόμη καλύτερα, ας τους απομακρύνει εντελώς. Διότι το μόνο που κάνουν είναι να αποσπούν τον Τσιόδρα και την ομάδα του από το πραγματικό τους έργο. Το οποίο είναι να μας βγάλουν από αυτή την κρίση με τις λιγότερες δυνατές απώλειες ζωών. Και τότε, ζωντανοί, θα μπορέσουμε να κάνουμε και επιστήμη!