Πώς νέες, καινοτόμες μεθοδολογίες πειραματισμού μπορούν να βοηθήσουν στον σχεδιασμό πιο αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων για τα κράτη;

Πώς ένα κράτος μπορεί μέσα από αυτές τις δοκιμές, τα πειράματα και τις πιλοτικές εφαρμογές στη διαδικασία παραγωγής πολιτικής να δοκιμάσει διάφορα μέτρα σε όλους τους τομείς προκειμένου να διαπιστωθεί αν εκπληρώνουν τον σκοπό τους, αν λειτουργούν ή όχι;

Απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα έρχεται να δώσει ο οργανισμός έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις, παρουσιάζοντας την «Πειραματική Φινλανδία» ένα καινοτόμο πρόγραμμα που υλοποιείται εδώ και μερικά χρόνια.

Στη νέα δημοσιογραφική έρευνα ο Senior Editor της διαΝΕΟσις, κ. Ηλίας Νικολαΐδης, παρουσιάζει το πώς μια τέτοια πειραματική προσέγγιση στην παραγωγή πολιτικής μπορεί να φέρει καλύτερες μεταρρυθμίσεις, να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και να ενισχύσει τον δημόσιο διάλογο με αξιόπιστα δεδομένα.

Πώς τα κατάφεραν; Θα μπορούσε μια τέτοια μεθοδολογία να λειτουργήσει και στη δική μας χώρα; Και ποια ήταν τα αποτελέσματα του «Φινλανδικού πειράματος»;

Τη δεκαετία που πέρασε δεν ήταν μόνο οι ευρωπαϊκές χώρες των «μνημονίων», οι οποίες χρειάστηκε να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις και, εν πολλοίς, να ξανασκεφτούν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κράτος τους. Από το 2015, έπειτα από μεγάλη συζήτηση, εγκαινιάστηκε στη Φινλανδία ένα φιλόδοξο κυβερνητικό πρόγραμμα, σε συνεργασία με ερευνητικά κέντρα και άλλους φορείς, με τίτλο «Πειραματική Φινλανδία». Ο σκοπός της ήταν να εντάξει τις δοκιμές, τα πειράματα και τις πιλοτικές εφαρμογές στη διαδικασία παραγωγής πολιτικής. Να δοκιμαστούν με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους νέες ιδέες για τη διακυβέρνηση: διάφορα μέτρα σε όλους τους τομείς προκειμένου να διαπιστωθεί αν εκπληρώνουν τον σκοπό τους, αν λειτουργούν ή όχι. Παρότι η φιλοσοφία του προγράμματος είναι τόσο απλή που μοιάζει αυτονόητη, μόνο λίγες χώρες στον κόσμο έχουν εφαρμόσει κάτι αντίστοιχο, με πιο γνωστές περιπτώσεις τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ωστόσο, η λειτουργία του κράτους έχει για τους Φινλανδούς μια κάπως υπαρξιακή διάσταση, ίσως περισσότερο από ό,τι συμβαίνει σε άλλους τόπους. Η κυρίαρχη αφήγηση θέλει ολόκληρη την ανάπτυξη και την εξέλιξη της Φινλανδίας από φτωχή σε πλούσια χώρα να βασίζεται στην οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας: στην επένδυση στην εκπαίδευση, στο σύστημα υγείας, στη λειτουργία των δήμων, στο κοινωνικό κράτος, στην ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Και, αντίστοιχα, η συνεχής φροντίδα αυτών των πλεονεκτημάτων κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο, συχνά περισσότερο από την ιδεολογία.

Από το 2015 μέχρι το 2019, λοιπόν, στην Φινλανδία έγιναν 27 μεγάλα πειράματα σε εθνικό επίπεδο και εκατοντάδες μικρότερα πειράματα και πιλοτικές εφαρμογές μέτρων σε τοπικό επίπεδο. Μεταξύ άλλων αφορούσαν την καλύτερη αξιοποίηση των υπηρεσιών για τους ανέργους στους δήμους, την ψηφιοποίηση πολλών υπηρεσιών των δήμων, τη βελτίωση της εκμάθησης ξένων γλωσσών στην προσχολική και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, την αξιοποίηση πολιτιστικών δράσεων στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας και τη χρήση λεωφορείων χωρίς οδηγό. Ακόμα, άρχισε τη λειτουργία της η ηλεκτρονική πλατφόρμα «Τόπος για πειραματισμό», όπου ερευνητές πρότειναν τα δικά τους μικρά πειράματα με βάση θεματικές προσκλήσεις ενδιαφέροντος.

Το πείραμα για το βασικό εισόδημα

Από τα πρώτα και διασημότερα πειράματα ήταν αυτό που αφορούσε το βασικό εισόδημα. «Το βασικό εισόδημα είναι μέρος του δημόσιου διαλόγου στη Φινλανδία εδώ και καιρό. Είχαμε υποστηρικτές μιας τέτοιας ιδέας που μιλούσαν και έγραφαν για αυτό από τη δεκαετία του 1980», λέει ο Μίσκα Σιμανάινεν, ένας από τους 60 ερευνητές του φινλανδικού οργανισμού ασφάλισης Kela που πρότειναν, σχεδίασαν και αξιολόγησαν το πείραμα για το βασικό εισόδημα.

Τον Δεκέμβριο του 2016 το φινλανδικό κράτος επέλεξε με τυχαίο τρόπο 2.000 ανέργους, ηλικίας 25 έως 58 ετών, δικαιούχους των σχετικών επιδομάτων, από ένα σύνολο 175.000 δικαιούχων εγγεγραμμένων στο μητρώο του Kela (φινλανδικό αντίστοιχο του ΕΦΚΑ και του ΟΑΕΔ μαζί). Για τα επόμενα δύο χρόνια, οι επιλεγμένοι έχασαν μέρος των επιδομάτων που έπαιρναν (σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρο το ποσό) και στη θέση τους πήραν ένα βασικό εισόδημα ύψους 560 ευρώ.

Το εισόδημα αυτό ήταν αφορολόγητο και για να το εισπράξουν, αντίθετα με τα συμβατικά επιδόματα ανεργίας, δεν χρειαζόταν να συμπληρώσουν καμιά αίτηση για δουλειά ή για το ίδιο το επίδομα. Η καταβολή του δεν σταματούσε ούτε στην περίπτωση που έβρισκαν δουλειά ή ξεπερνούσαν την επιλέξιμη ηλικία. Αντίθετα με τα επιδόματα που δίνονται υπό όρους και μετά από αίτηση, ό,τι και αν συνέβαινε το βασικό εισόδημα θα πιστωνόταν στις αρχές του κάθε μήνα στον τραπεζικό λογαριασμό των επιλεγμένων χωρίς να χρειάζεται να κάνουν τίποτα. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιποι 173.000 δικαιούχοι, θα συνέχιζαν να εισπράττουν κανονικά τα επιδόματα ολοκληρώνοντας τις σχετικές διαδικασίες.

Σκοπός αυτού του ιδιαίτερα φιλόδοξου πειράματος, το οποίο κόστισε περίπου 20 εκατομμύρια ευρώ ήταν, μέσα από τη σύγκριση των δυο ομάδων, οι ερευνητές του Kela και του πανεπιστημίου Aalto, να ελέγξουν μια σειρά από παραμέτρους: Θα αύξανε την πιθανότητα οι ωφελούμενοι να βρουν δουλειά; Πώς θα επηρέαζε τη διάθεσή τους; Θα τους έκανε λιγότερο αγχωμένους ή θα τους άφηνε αδιάφορους; Θα τους ενθάρρυνε αυτή η, περιορισμένη έστω, σταθερότητα να πάρουν μεγαλύτερο ρίσκο και π.χ. να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση; Ο σκοπός ήταν το φινλανδικό κράτος να διαπιστώσει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει ένα τέτοιο επίδομα χωρίς όρους και χωρίς καμιά επαφή με τη γραφειοκρατία.

Σύμφωνα με τους μελετητές, η είσπραξη του εισοδήματος δεν αύξησε την πιθανότητα εύρεσης εργασίας τον πρώτο χρόνο. Όμως, εκείνοι που το λάμβαναν είχαν καλύτερη ψυχολογία. Είχαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για την οικονομική κατάστασή τους και για την ικανότητά τους να επηρεάσουν την κοινωνία. Αισθάνονταν ότι είχαν καλύτερη υγεία. Πίστευαν ότι συγκεντρώνονται πιο εύκολα.

Το φινλανδικό πείραμα, μέχρι στιγμής, είναι το μεγαλύτερο πείραμα στον κόσμο που αγγίζει πτυχές του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος και προσφέρει το περιθώριο για κάποια συμπεράσματα.