Ο Πρωθυπουργός θα κρατήσει πολλούς για λίγο καιρό ακόμη σε αγωνία.

Μεταξύ των άλλων θα κρατήσει σε αγωνία όσους και όσες έχουν βλέψεις για την θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Από τα όσα ανέφερε στην κυριακάτικη συνέντευξή του στο «Βήμα», καταλαβαίνει κάποιος ότι ο πολιτικός του σχεδιασμός έχει άλλες ιεραρχήσεις και προτεραιότητες.

Κατά τα λεγόμενά του, μέσα στον Ιανουάριο θα φέρει στο τραπέζι το θέμα της αλλαγής του εκλογικού νόμου.

Υπό αυτήν την έννοια, σε αγωνία κρατά εν όψει αυτού και τους πολιτικούς αρχηγούς. Με κάποιους από αυτούς θα θελήσει να διαπραγματευτεί, αφού προφανώς θα επιδιώξει μία ευρεία πλειοψηφία των μαγικών 200 ψήφων προκειμένου ο νέος νόμος ενισχυμένης – αλλά με λελογισμένο τρόπο – αναλογικής, να ισχύσει από τις αμέσως επόμενες εκλογές. Ο ίδιος περιέγραψε μάλιστα και την γενική φιλοσοφία της πρότασής του: το μπόνους των εδρών να δίδεται με βάση το ποσοστό. Για παράδειγμα, δεν θα είναι δυνατόν – και λογικά, να παίρνει το ίδιο μπόνους ένα κόμμα που θα κερδίζει τις εκλογές με 20% ή 25% και ένα κόμμα που θα τις κερδίζει με 40%.

Η πρόταση αυτή και η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο μπορεί και να κρύβει εκπλήξεις. Πέραν του ΚΙΝΑΛ, που είναι ούτως ή άλλως ανοιχτό σε μία συζήτηση, έχει ενδιαφέρον τι στάση θα κρατήσουν τα άλλα μικρότερα κόμματα, τα οποία προφανώς και θέλουν «απλή και άδολη» αναλογική, πλην όμως δεν έχουν να χάσουν κάτι από μία λελογισμένη ενίσχυσή της. Αντιθέτως, μπορεί και να έχουν κάτι να κερδίσουν, σε σχέση με το σημερινό σύστημα.

Από τα λεγόμενα του Πρωθυπουργού και τον χρονικό προσδιορισμό της συζήτησης και ψήφισης του νέου εκλογικού νόμου, είναι σαφές ότι μέσα στον Ιανουάριο θα γίνει η μεγάλη πολιτική διαπραγμάτευση, η οποία και θα κρίνει πολλά για το πολιτικό σκηνικό.

Το παιχνίδι θα παιχτεί σε πολλά ταμπλό.

Στο ένα θα ανοίξει η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο.

Στο άλλο θα είναι έτοιμα τα χαρτιά για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Και προφανώς τα φύλλα που θα ανοίγουν στο ένα, θα επηρεάζουν το παιχνίδι και το ποντάρισμα στο άλλο. Ως προς τούτο, ο κ. Μητσοτάκης έχει ήδη κάνει μία πρώτη κίνηση, δηλώνοντας: «η εισήγησή μου θα είναι τέτοια που θα πρέπει τα άλλα κόμματα να κληθούν να αιτιολογήσουν γιατί δεν θα την ψηφίσουν».

Το θέμα είναι ποια άλλα κόμματα εννοεί. Εννοεί μόνον το ΚΙΝΑΛ ή περιλαμβάνει στον σχεδιασμό του και μία συζήτηση με τον ΣΥΡΙΖΑ; Και πώς θα μπορούσε να δελεάσει την αξιωματική αντιπολίτευση να μπει σε μία συζήτηση συνολικότερη και να εγκαταλείψει τις θεωρητικά αδιαπραγμάτευτες θέσεις της; Ποια είναι η επιλογή που θα μπορέσει να συγκεράσει τις απόψεις δεξιάς, αριστεράς και των αποχρώσεών τους στο κοινοβούλιο;

Μπορεί την ίδια στιγμή να είναι η ούτως ή άλλως αιωρούμενη πιθανότητα για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, όσο εξακολουθεί ο κ. Μητσοτάκης να είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού και προκειμένου να «καεί» η απλή αναλογική, μία καταλυτική απειλή; Μάλλον ναι.

Γίνεται αντιληπτό ότι οδεύουμε σε μία διαπραγμάτευση-πακέτο και με πολλές παραμέτρους.

Και πάντως, αν υπάρχει μέχρι στιγμής και με τα υπάρχοντα δεδομένα μία ασφαλής εκτίμηση για τις προθέσεις του Πρωθυπουργού, αυτή θα ήταν ότι δεν βρίσκεται ψηλά στις προτιμήσεις του ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τον οποίο θα ψήφιζε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τα όσα έχει δηλώσει. Αλλωστε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης είναι εκείνος που είχε αιτιολογήσει διεξοδικά το 2015 για ποιους λόγους δεν είχε ψηφίσει τον κ. Παυλόπουλο. Υπό αυτήν την έννοια σήμερα θα ερχόταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός σε μία μάλλον δύσκολη θέση, καθώς θα ήταν υποχρεωμένος να αιτιολογήσει την μεγάλη του στροφή.

Φυσικά στην πολιτική δεν πρέπει κανείς να αποκλείει τίποτε, ειδικά όταν ο «τζόγος» είναι τόσο μεγάλος, όσο αυτός που θα παιχτεί τον Ιανουάριο του 2020…