Ο στολισμός της πρωτεύουσας, χωρίς αμφιβολία, δίχασε την κοινή γνώμη.

Η πρωτοβουλία του Δημάρχου Αθηναίων φάνταζε καινοτόμος και ενδιαφέρουσα.

Η ιδέα ήταν απλή. Ο Δήμος θα ανέθετε τον εορταστικό φωτισμό των κεντρικών εμπορικών δρόμων της Αθήνας σε ισχυρά επιχειρηματικά σχήματα και πλούσια ιδιωτικά ιδρύματα, αυτά  θα ανταποκρίνονταν προθύμως όπως συνέβη, η πόλη θα αναδεικνυόταν, το χριστουγεννιάτικο φως θα κατέκλυζε ακόμη και τις σκοτεινότερες των συνοικιών, η γιορτινή αίσθηση θα μεταφερόταν σχεδόν παντού και οι πολίτες θα ένοιωθαν καλύτερα έπειτα από πολλά χρόνια πίκρας και μιζέριας.

Και όλα αυτά με το ελάχιστο κόστος για τον Δήμο και ο Δήμαρχος θα μπορούσε να υποστηρίζει ότι με το που ήλθε στα πράγματα τα άλλαξε κατά τρόπο δυναμικό χωρίς να επιβαρύνει κανένα.

Μέχρις εδώ όλα καλά. Μόνο που και οι καλύτερες των ιδεών μπορεί να πάσχουν.

Οι εμπνευστές και οι εκτελεστές αυτών να μην μπορούν να παρακολουθήσουν την κοινωνική δυναμική, να κινούνται σε άλλες σφαίρες, σε ζώνες ελιτίστικες και απόμακρες, σε μεγάλη απόσταση από τις επιθυμίες των πολλών ανθρώπων και χωρίς αίσθηση του δημόσιου χώρου.

Κατά τα φαινόμενα αυτό συνέβη.

Το ιδιωτικό εισέβαλε κατά τρόπο επιθετικό και αμετροεπή στο δημόσιο χώρο αγνοώντας όσα τον συνθέτουν και όσα τον ορίζουν.

Θεώρησε ότι αποδίδει αποτέλεσμα νεωτερικό και πρόταση προχωρημένη, αλλά στα μάτια της πλειονότητας των πολιτών φάνταζε αδιάφορο, για να μην πούμε αποκρουστικό.

Ούτε ζεστασιά, ούτε  συγκίνηση από τα ευθύγραμμα φώτα της Στέγης, παρά μόνο παγωμένα υπομειδιάματα, απολύτως επιβεβαιωτικά της απόστασης.

Δεν είναι μοναδική η εμπειρία των Αθηνών. Εχουν καταγραφεί και αλλού, σε πόλεις και χώρες όπου επιχειρήθηκε αντίστοιχη, χωρίς μέτρο, εισβολή του ιδιωτικού στο δημόσιο χώρο.

Καινοφανής, αποσπασματικός, ασυνεχής και αυστηρά τεχνικός ο φωτισμός της Αθήνας απέτυχε γιατί αγνόησε τη βάση και τον στόχο.

Επειδή απλούστατα περιφρόνησε το κοινό αίσθημα.

Για να καταδειχθεί ακόμη μια φορά ότι η νεωτερικότητα απέχει ελάχιστα από το κιτς…

ΤΟ ΒΗΜΑ