Οι μεγάλες πολιτισμικές αλλαγές μετά τη δεκαετία του ’60 έδωσαν τεράστια ώθηση στην ιδέα ότι οι φόρμες και τα σχήματα εμποδίζουν την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η προσωπική ματιά και το «ιδιαίτερο βλέμμα» καταξιώθηκαν γενικότερα και πολύ πιο έξω από τη στενή καλλιτεχνική σφαίρα. Οι τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα έγιναν το εργαστήριο αυτής της εκφραστικής επανάστασης όπου τα άτομα, τα διάσημα και τα άσημα, οι «επώνυμοι» και οι «ανώνυμοι», μπορούσαν να δείξουν τη διαφορετικότητά τους. Το να έχεις συγκεκριμένο σχήμα σήμαινε πως είσαι προβλέψιμος, βαρετός, δίχως αιχμές. Ετσι, δοξάστηκε ένα ανυπότακτο στυλ και ο επιτηδευμένος αντικομφορμισμός κέρδιζε νέα μαζικά ακροατήρια. Αν θυμηθούμε την κριτική που ασκήθηκε μετά το 1980 στην κουλτούρα της μεταπολιτευτικής Αριστεράς, μία από τις βασικές κατηγορίες ήταν πως έβαζε το άτομο σε καλούπια. Η κριτική στα καλούπια έγινε συνηγορία μιας νέας ατομικότητας, πιο ανάλαφρης, λιγότερο στατικής, και περισσότερο στραμμένης στην ιδιαίτερη ευαισθησία και στους προσωπικούς τόνους.

Σκέφτομαι τώρα το πόσο περίεργα λειτούργησε αυτή η φαντασίωση της απελευθέρωσης από σχήματα και τύπους. Πριν από δεκαετίες, και ιδίως απέναντι σε καθεστώτα αυταρχικής τυπολατρίας, η επανάσταση της «προσωπικής έκφρασης» δημιούργησε πραγματικά νέους χώρους και συνειδήσεις ελευθερίας και αυτονομίας. Στην κρίση και στην αποσύνθεση του παραδοσιακού κομμουνισμού έπαιξε σημαντικό ρόλο η καταγγελία της πρότυπης γλώσσας, των «ανθρώπων από μάρμαρο», των άκαμπτων γραφειοκρατών. Η ανακάλυψη της ελευθερίας συμβάδιζε με τη διεκδίκηση της προσωπικής αυτονομίας μέχρι το εγκώμιο της εκκεντρικότητας και της βέβηλης χειρονομίας. Ολα λοιπόν τα περιβάλλοντα τυποποιημένης ηθικής και θεσμικής σκληρότητας (θρησκευτικά οικοτροφεία, σχολεία της ανώτερης τάξης στην Αγγλία, καθολικές οργανώσεις, οργανώσεις της κλασικής λενινιστικής Αριστεράς) υπέστησαν τη διαβρωτική επίδραση των νέων ηθών της έκφρασης που ζητάει τα δικαιώματά της. Το δικαίωμα στην παραξενιά, στη λοξή ματιά, στην παραβίαση της κανονικότητας και στη σάτιρα των παραδοσιακών σχημάτων, όλα αυτά έγιναν αναγνωρισμένα σήματα στις κουλτούρες των φιλελεύθερων κοινωνιών.

Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι ρωγμές στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και οι κλονισμοί των πολιτικών θεσμών έχουν αναδείξει ένα άλλο πρόβλημα: το πώς η αντισυμβατικότητα συνδέεται πια με την απρόβλεπτη συμπεριφορά, την αντιθεσμική στάση και τη στάση περιφρόνησης στον κοινό δημόσιο χώρο. Το να είναι κανείς αυθεντικός έγινε ισοδύναμο του να φέρεται δημοσίως «όπως στον ιδιωτικό του χώρο». Φιγούρες όπως της Μέρκελ όπου η αυτοσυγκράτηση και ο έλεγχος των συναισθημάτων φτάνει το ανέκφραστο και το ψυχρό μοιάζουν βγαλμένες από το παρελθόν. Αντίθετα, οι εκρήξεις του Τραμπ, ο διαρκής θυμός του Ερντογάν και ακόμα και οι αντικομφορμιστικές στιγμές του Μακρόν (που χαρακτήρισε το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό») φαίνεται να ταιριάζουν καλύτερα στην εποχή χωρίς σχήμα.

Μπορεί να αντιτείνει κανείς ότι, έστω μέσα από τις λαϊκιστικές της εκτροπές, αυτή η εποχή ευνοεί μεγαλύτερη ειλικρίνεια στις σχέσεις πολιτικής και κοινωνίας. Σαν να λέει κάποιος: ναι, δεν τηρώ τους τύπους ούτε σέβομαι τα θεσμικά τελετουργικά αλλά τι να τα κάνω όλα αυτά όταν οι πολίτες, μέσα από εκατομμύρια πηγές πληροφόρησης, ξέρουν και έχουν δει τα πάντα; Πώς να σταθεί η σύμβαση της ευπρέπειας όταν «όλοι μας ξέρουμε» ότι η αναίδεια, ο εκφοβισμός και ο ανταγωνισμός με όλα τα μέσα έχουν αποτέλεσμα;

Η εποχή χωρίς σχήμα εμφανίζεται έτσι ως κληρονόμος της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά μοιάζει περισσότερο με αυτούς τους κληρονόμους που ρημάζουν τα έπιπλα και την οικοσκευή. Η τυχάρπαστη ωμότητα εμφανίζεται με αξιώσεις ειλικρίνειας και αυτό πλέον περνάει από τα προσωπικά βίντεο έφηβων youtubers ως τις γκριμάτσες του Τραμπ και τις φωνές του Μπολσονάρου κατά του… Λεονάρντο Ντι Κάπριο και της ροκ μουσικής.

Λέγεται συχνά ότι επιστρέφουν το ταμπεραμέντο, το θυμικό, η ιδιοσυγκρασία του πολιτικού που είχαν καταπιεστεί στις εποχές της υποκρισίας. Ομως τα σχήματα και οι τύποι δεν είναι μόνο υποκρισία και ψέμα. Ούτε οι θεσμοί απλώς και μόνο πέπλα που κρύβουν διάφορα αίσχη. Κάποια σχήματα ήταν και είναι τρόποι που συντηρούν το νόημα της πολιτικής συμβίωσης. Γιατί είναι αμφίβολο αν μπορεί να υπάρξει πολιτική κοινότητα δίχως διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού. Αυτή η διάκριση, όσο και αν συρρικνώνεται και μεταμορφώνεται στις νέες τεχνολογίες της κοινωνικής ζωής, παραμένει αξεπέραστη ως ιδέα που ρυθμίζει μια ελεύθερη κοινωνία. Αν το σκεφτούμε, αυτός ο δημόσιος χώρος που γεμίζει θυμωμένους τύπους, πληγωμένους νάρκισσους και εντέλει ηγέτες που βρίζει ο ένας τον άλλον δημοσίως είναι σαν το δωμάτιο όπου παίζουν play station οι «άντρες της οικογένειας». Είναι τηλεοπτικό πλατό για μεγάλη τηλεθέαση παρά ένας κόσμος όπου μπορούμε να βρούμε κάποιο νόημα. Από αυτή την απαξίωση των τύπων και των τρόπων, από αυτή την πορεία προς το «χύμα» τρέφεται και ο εξωραϊσμός των αυταρχικών παραδόσεων και των ολοκληρωτισμών.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.