Τα κομμουνιστικά κόμματα σε διάφορες χώρες και εποχές είχαν πάντα μια ασίγαστη ροπή προς τη διαρκή επαναδιατύπωση της Ιστορίας ώστε να επιβεβαιώνει τις εκάστοτε επιλογές και επιδιώξεις τους. Οπως ρυθμίζεται το τηλεσκόπιο για να εστιάσει κάθε φορά σε διαφορετικούς πλανήτες, οι εκδοχές των ιστορικών γεγονότων περιστρέφονταν κατάλληλα γύρω από τον κομματικό άξονα για να ταιριάξουν με τις ανάγκες της συγκυρίας. Παλιές αποφάσεις επανακρίνονται ως σωστές ή λάθος ανάλογα με το αν βολεύουν ακόμα ή φέρνουν αμηχανία. Πράξεις και ιδιότητες προβάλλονται ή αποσιωπούνται για να είναι συμβατές με τις τρέχουσες συμπεριφορές. Πρόσωπα μπαίνουν και βγαίνουν από το αναμνηστικό κάδρο, ανάλογα με το αν συνεχίζουν να είναι αρεστά ή έπεσαν σε δυσμένεια.

Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί – και πολύ σωστά κάνει νομίζω – να αποποιηθεί τις γενεαλογικές ιδεολογικές του ρίζες, η τεχνογνωσία της ιστορικής περιστροφής δεν ξεχνιέται εύκολα και μέχρι τώρα αξιοποιήθηκε ουκ ολίγες φορές. Στη διάρκεια της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ βλέπαμε συχνά δραστικές μεταστροφές στους χαρακτηρισμούς ιστορικών γεγονότων, θεσμών αλλά και πολιτικών προσώπων: ακροβασίες που θεωρήθηκαν τολμηρές πρωτοβουλίες μετά βαφτίστηκαν τυχοδιωκτικές, assets έγιναν liabilities, και οι διεθνείς αγορές από χορευτικό συγκρότημα κρητικού ρυθμού έγιναν έγκυροι βαθμολογητές της ελληνικής οικονομίας. Ακόμα και το ευρώ από φυλακή των ευρωπαϊκών λαών έγινε ασφάλεια και σιγουριά του έλληνα πολίτη.

Το ταλέντο αντιστροφής της ιστορικής πραγματικότητας επεκτάθηκε πολύ σύντομα σε πιο θεωρητικές σφαίρες. Ενώ για παράδειγμα στις αρχές του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε στοχοποιήσει τα δύο πρώτα μνημόνια ως αποκλειστική αιτία της οικονομικής κακοδαιμονίας, η οπτική του άλλαξε άρδην όταν οδηγήθηκε και ο ίδιος να υπογράψει ένα τρίτο, που ήταν κατά πολύ βαρύτερο και θα μπορούσε κάλλιστα να το είχε αποφύγει. Τα μνημόνια της τρόικας έγιναν πλαίσια των ευρωπαϊκών θεσμών και ο ΣΥΡΙΖΑ χρειαζόταν πλέον ένα διαφορετικό αντίπαλο δέος για να τρέφει την αντιπαράθεση και να συσπειρώνει τις δυνάμεις του. Το σκηνικό ρήξης στήθηκε τότε απέναντι σε όλο συλλήβδην το δικομματικό μοντέλο της Μεταπολίτευσης, το «παλιό σύστημα» που βρυχόταν και εμπόδιζε το νέο να δώσει προοπτική στη χώρα.

Σύντομα όμως παρουσιάστηκε η ανάγκη συμμαχιών και συμπόρευσης με διάφορα ετερόκλητα μέρη του «παλιού συστήματος», πράγμα που έκανε απαραίτητη την προσαρμογή σε νέα αντιθετικά υποσύνολα άφθαρτων και φθαρμένων (και κατά περίπτωση διεφθαρμένων), εθνικιστών και κρυπτο-διεθνιστών, κοντόφθαλμων και μακράς οράσεως. Οι μεταλλασσόμενοι χαρακτηρισμοί για τη Νέα Δημοκρατία ήταν πάντα ευκολότεροι λόγω πιο συμπαγούς ταξικής προέλευσης, αλλά επίσης και γιατί οι απευθείας μεταγραφές ήταν σπάνιες. Για το ΠαΣοΚ όμως ο ιδεολογικός τεμαχισμός ήταν σωστός πονοκέφαλος και κάθε τόσο έπρεπε να ξεχωρίζει ανάμεσα σε αγωνιστές και μνημονιακούς, σε οραματιστές και λογιστάδες, σε απελευθερωτικούς και ενδοτικούς. Πολύ περισσότερο που για πολλούς ταίριαζαν και οι δύο ταξινομήσεις, ανάλογα με τη φάση παλινδρόμησης προς τον ΣΥΡΙΖΑ στην οποία βρίσκονταν οι εκάστοτε ενδιαφερόμενοι.

Καθώς η ζωή προχωρά, νέες ανάγκες προκύπτουν. Πριν από λίγες ημέρες κάμποσα στελέχη και μέλη του ΠαΣοΚ ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ να συστρατευθούν – και δικαίωμά τους βεβαίως, αφού όλοι κρίνονται τελικά από τους πολίτες. Πώς όμως θα φαινόταν φυσιολογική η συμμετοχή τους σε έναν χώρο ο οποίος το προηγούμενο διάστημα εξαπέλυε μύδρους εναντίον της προέλευσής τους, μερικές φορές μάλιστα αφορίζοντας και τα ίδια εν λόγω πρόσωπα που τώρα επιβιβάστηκαν στην αριστερή αμαξοστοιχία;

Η λύση βρέθηκε γρήγορα. Επειδή οι περισσότεροι είτε είχαν έλθει σε ανοιχτή διαμάχη με την κυβέρνηση Σημίτη είτε αποστασιοποιήθηκαν αργότερα για να προσαρμοστούν στις εξελίξεις, το αντίπαλο δέος που έχει ανάγκη να στοχοποιήσει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε με το σκηνικό εκείνης της εποχής: λίγο πριν και λίγο μετά την ένταξη τα χώρας στο ευρώ το 2000. Συν και πλην τέσσερα χρόνια είναι η περίοδος της οκταετούς πρωθυπουργίας Σημίτη, την οποία ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε ως την «κορύφωση» της δομικής παθογένειας του ελληνικού καπιταλισμού. Ακριβώς έτσι!

Μιλώντας πρόσφατα στο Παρίσι κατήγγειλε ότι στη διάρκεια εκείνης της περιόδου οι δημόσιες επενδύσεις ήταν χαμηλές, η σπατάλη υψηλή, οι εξαγωγές αδύναμες και κυριαρχούσε το πελατειακό σύστημα αντί για ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας. Οτι υπήρχε υστέρηση εσόδων λόγω φοροδιαφυγής και υποφορολόγησης του μεγάλου πλούτου, πράγμα που οδήγησε στη διόγκωση του δημόσιου χρέους, στον αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές και στην κατάρρευση του 2010.
Είναι άγνωστο από πού εμπνεύστηκε ή δανείστηκε αυτή την απόλυτα διαστρεβλωμένη εικόνα ο πρώην πρωθυπουργός και έκρινε σκόπιμο να την παρουσιάσει στο εξωτερικό. Είναι πολύ εύκολο να ανοίξει κανείς μια διεθνή ή ευρωπαϊκή βάση στατιστικών

Μιλώντας πρόσφατα στο Παρίσι κατήγγειλε ότι στη διάρκεια εκείνης της περιόδου οι δημόσιες επενδύσεις ήταν χαμηλές, η σπατάλη υψηλή, οι εξαγωγές αδύναμες και κυριαρχούσε το πελατειακό σύστημα αντί για ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας. Οτι υπήρχε υστέρηση εσόδων λόγω φοροδιαφυγής και υποφορολόγησης του μεγάλου πλούτου, πράγμα που οδήγησε στη διόγκωση του δημόσιου χρέους, στον αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές και στην κατάρρευση του 2010.

Είναι άγνωστο από πού εμπνεύστηκε ή δανείστηκε αυτή την απόλυτα διαστρεβλωμένη εικόνα ο πρώην πρωθυπουργός και έκρινε σκόπιμο να την παρουσιάσει στο εξωτερικό. Είναι πολύ εύκολο να ανοίξει κανείς μια διεθνή ή ευρωπαϊκή βάση στατιστικών δεδομένων (π.χ. την AMECO Database της ΕΕ) για να πληροφορηθεί μέσα σε λίγα λεπτά ότι ισχύουν ακριβώς τα αντίθετα από όσα παρουσιάστηκαν στην ομιλία. Επειδή θεωρώ ότι τα πραγματικά  δεδομένα είναι πάντα το καλύτερο υπόβαθρο για να διατυπώνει κανείς πολιτικές θεωρίες, παραθέτω μερικά στοιχεία και επιδόσεις εκείνης της περιόδου σε σύγκριση με τις πιο πρόσφατες εξελίξεις.

Ας ξεκινήσουμε με το δημόσιο χρέος. Οταν μπήκαμε στο ευρώ, μειώθηκε από το 105% στο 101% του ΑΕΠ το 2003, το χαμηλότερο ποσοστό μέχρι σήμερα, παρά τις επιβαρύνσεις που υπήρξαν από τις δημόσιες επενδύσεις, την επέκταση του κοινωνικού κράτους, τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τους εξοπλισμούς. Αντίθετα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αύξησε το δημόσιο χρέος από 176% του ΑΕΠ το 2015 σε 182% στο τέλος του 2018 παρά την επαχθή φορολογία και τις άγριες περικοπές που επέβαλε σε μισθούς, αμοιβές, συντάξεις και επενδύσεις.

Οι δημόσιες επενδύσεις ήταν κάτω από το 4% του ΑΕΠ το 1996 που ανέλαβε ο Σημίτης αλλά το 2003 ανέβηκαν στο 6% του ΑΕΠ. Ακόμα και αν αφαιρέσει κανείς τα ολυμπιακά έργα, οι δημόσιες επενδύσεις έφταναν στο 5% του ΑΕΠ, ένα από τα υψηλότερα μερίδια στην ευρωζώνη. Αντίθετα, το 2014 οι δημόσιες επενδύσεις ήταν 3,7% του ΑΕΠ, αλλά το 2018 είχαν καταρρεύσει στο 3% του ΑΕΠ, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ευρωζώνη. Επί Σημίτη οι εισπράξεις των αποκρατικοποιήσεων χρηματοδοτούσαν υποδομές και μείωναν το χρέος. Επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η δημόσια περιουσία απαξιώθηκε (π.χ. ΛΑΡΚΟ), ζημιώθηκε (π.χ. η ΔΕΗ) και όλη τελικά υποθηκεύθηκε επί 99 έτη για να εκποιηθεί ως αντεγγύηση αν δεν πληρωθεί το διογκωθέν χρέος.

Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 1996 και 2004. Η άνοδος οφειλόταν κυρίως στη βελτίωση της παραγωγικότητας, ενώ οι μισθοί των εργαζομένων όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αυξάνονταν τουλάχιστον όσο ο πληθωρισμός. Την περίοδο 2014-2018 οι μισθοί μειώνονταν συστηματικά, αλλά οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών βελτιώθηκαν μόνο κατά 4 μονάδες του ήδη συρρικνωμένου ΑΕΠ, αισθητά χαμηλότερα της περιόδου Σημίτη. Φυσικά καμία από τις δύο επιδόσεις δεν ήταν επαρκής για να κάνει τις εξαγωγές τον κύριο παράγοντα ανάπτυξης της χώρας, και μακάρι εφεξής η αντιπαράθεση να γίνεται για το πώς θα το πετύχουμε.

Οσον αφορά το κοινωνικό κράτος, επί Σημίτη ενισχύθηκαν οι υποδομές Υγείας, έγιναν νέα σχολεία και πανεπιστημιακά ιδρύματα, και επεκτάθηκε σημαντικά ο ερευνητικός ιστός της χώρας. Επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πολλές δημόσιες υποδομές κατέρρευσαν, ενώ τα νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα προήλθαν κυρίως από διοικητικές αναβαθμίσεις χωρίς αξιολόγηση. Επίσης την περίοδο Σημίτη θεσπίστηκε το κορυφαίο κοινωνικό μέτρο του ΕΚΑΣ, το οποίο καταργήθηκε την περίοδο της αριστερής διακυβέρνησης. Το κράτος πρόνοιας απέκτησε πρωτοφανή πελατειακά χαρακτηριστικά όταν, λίγο πριν από τις εκλογές του 2019, δίνονταν σωρηδόν επιδόματα και βοηθήματα σε κάθε κατηγορία που ήταν πιθανό να επηρεαστεί εκλογικά. Σχεδόν σε καμία περίπτωση δεν έγινε ακόμα αξιολόγηση και έλεγχος για το αν τα έπαιρναν μόνο οι πραγματικά φτωχοί ή μαζί και οι καπάτσοι που έκαναν συστηματική φοροδιαφυγή.

Στη φορολογία επί Σημίτη θεσπίστηκε ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας, επιβλήθηκε φόρος στις ιδιοκτησίες offshore, ιδρύθηκε το ΣΔΟΕ για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, καθιερώθηκαν φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις και αυξήθηκαν τα συνολικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Βεβαίως και επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανέβηκαν τα έσοδα, κυρίως όμως με την υπερφορολόγηση που συνέθλιψε τα μικρομεσαία εισοδήματα και οδήγησε πολλές επιχειρήσεις να κλείσουν ή να πάνε σε άλλες χώρες.

Την περίοδο Σημίτη καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για βελτίωση στα δημόσια οικονομικά, ενισχύθηκαν πολλοί τομείς διοίκησης και παραγωγής, και η ελληνική οικονομία αναβαθμίστηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις διεθνείς αξιολογήσεις ανταγωνιστικότητας. Τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν ότι έγιναν όλα όσα έπρεπε, ούτε ότι όλα έγιναν σωστά. Μάλιστα η τότε διακυβέρνηση πλήρωσε βαρύ πολιτικό κόστος από τα σκάνδαλα που έγιναν σε κρατικές προμήθειες και εξοπλιστικά προγράμματα, και οι σχετικές δίκες συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Μακάρι για το συμφέρον της χώρας η περίοδος ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να αποδειχθεί ότι ήταν απρόσβλητη από παρόμοιες πληγές και να μείνουν μόνο τα όσα θετικά έκανε μετά το τυχοδιωκτικό πρώτο εξάμηνο του 2015. Με τα πραγματικά δεδομένα υπόψη, θα είχε αξία και ένας ανοιχτός διάλογος μήπως και στο μέλλον υπάρξει περισσότερη συναίνεση και ανάπτυξη. Ο όποιος απολογισμός της αριστερής διακυβέρνησης δεν πρόκειται πάντως να αβγατίσει αντιστρέφοντας την προ εικοσαετίας πραγματικότητα για να τη φέρει στα μέτρα της σημερινής κομματικής ανασυγκρότησης. Οι στατιστικές ενίοτε αγρυπνούν.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.