Στην πρώτη επί της ΔΕΘ ομιλία του ο Πρωθυπουργός έθεσε την ανάπτυξη της οικονομίας ως τον απόλυτο στόχο της πολιτικής του και περιέγραψε μια σειρά από μέτρα και πρωτοβουλίες που θα τον πετύχουν. Πολιτικά είναι άχαρο να κάνει κανείς κριτική με το «καλημέρα σας» και η αξιολόγηση είναι πιο έγκυρη όταν γίνεται εκ του αποτελέσματος. Επειδή όμως το πλαίσιο της ομιλίας σαλπίστηκε και προβλήθηκε ως μια στρατηγική ριζικά διαφορετική από ανάλογες – πλην άτυχες – φιλοδοξίες στο πρόσφατο παρελθόν, καλό θα ήταν να επισημάνουμε ότι οι περισσότερες εξαγγελίες είναι πεπερασμένης στόχευσης. Απουσιάζει – ως τώρα τουλάχιστον – η στρατηγική αντιμετώπισης των πραγματικά μεγάλων και διαχρονικών ζητημάτων της οικονομίας με έναν συστηματικό και συνάμα εφικτό τρόπο.

Βέβαια κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, αφού ακόμα και πριν από την κρίση υπήρχε παρόμοια έλλειψη. Τότε όμως ήταν λιγότερο κρίσιμη γιατί κυριαρχούσε ο στόχος της σύγκλισης και όσες πολιτικές την επιτάχυναν γίνονταν βάση αναφοράς και για τη δική μας πορεία. Τώρα όμως η Ελλάδα έχει υποστεί τόσο μεγάλη απο-επένδυση και εργασιακή διαρροή, που η σύγκλιση έχει αναβληθεί για δύο δεκαετίες. Για να επανέλθει συντομότερα, χρειάζονται δραστικές κινήσεις, ώστε να ανοίξει ο δρόμος υλοποίησης μεγάλων επενδύσεων και ταχείας αναδιάρθρωσης των πιο ζωτικών κλάδων της οικονομίας. Μετά μπορούν να σχεδιαστούν εύκολα και οι πολλές μικρές αλλαγές που βοηθούν τη μία κατηγορία και δίνουν κίνητρα στην άλλη.

Από μόνες τους, όμως, οι επιμέρους εξαγγελίες θα έχουν μόνο βραχύβια οφέλη και το γεγονός ότι οι περισσότερες έγιναν ευνοϊκά δεκτές από την κοινή γνώμη δεν τις κάνει από μόνο του και αυτομάτως αναπτυξιακές. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τις μικρο-ελαφρύνσεις σπιτιών, τα μικρο-επιδόματα τέκνων, τις μικρο-παρεμβάσεις στη ΔΕΗ και τις μικρο-αυξήσεις στις υπερωρίες των μερικώς απασχολουμένων! Δεν είναι όμως επαρκείς για να μεταδώσουν στην οικονομία ένα ισχυρό αναπτυξιακό σοκ που θα τη βγάλει από τη χρόνια καθήλωση και θα οδηγήσουν σε ένα διαφορετικό και πιο δυναμικό μοντέλο παραγωγής και απασχόλησης. Κατά την άποψή μου, για να θεμελιωθεί μια μείζων ανάταξη της οικονομίας, υπάρχουν δύο μείζονες προϋποθέσεις που ακόμα απουσιάζουν από το πολιτικό πλάνο:
Πρώτον, χρειάζεται να υπάρξει ζωτικός δημοσιονομικός χώρος αντί της χρηματοδοτικής ασφυξίας που επικρατεί σήμερα στο κράτος και στις τράπεζες. Κλειδί είναι το γνωστό θέμα με τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ, τα οποία, αν συνεχιστούν, δεν θα αφήνουν περιθώρια για σοβαρές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Μόνο αν τα πρωτογενή μειωθούν στο μισό ποσοστό (1,50% έως 2% του ΑΕΠ, όπως είναι και στις άλλες χώρες της ευρωζώνης) θα μπορέσει το κράτος να χρηματοδοτήσει δημόσιες υποδομές, μεγάλες επενδύσεις και να κάνει σοβαρές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα.

Αλλιώς αυτά που γίνονται θα μένουν αποσπασματικά και μετέωρα. Για παράδειγμα, η μείωση του φορολογικού συντελεστή στις επιχειρήσεις ανακοινώθηκε μεμονωμένα, χωρίς ισόρροπη ανακατανομή βαρών και σε άλλες κοινωνικές κατηγορίες, προφανώς γιατί δεν υπάρχουν περιθώρια. Επίσης έγινε χωρίς καμία ευρύτερη αναδιάταξη και εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος γιατί μάλλον δεν υπάρχει συνολική προετοιμασία, όπως φάνηκε και από τη βεβιασμένη ανακοίνωση κατάργησης των τεκμηρίων διαβίωσης που (ορθώς) αποσύρθηκε την επόμενη μέρα. Το πιο πιθανό αποτέλεσμα της μείωσης συντελεστών θα είναι να αυξήσει κάπως την κερδοφορία, όχι όμως και την οικονομική δραστηριότητα, όπως άλλωστε έγινε και το 2006, όταν η μείωση εταιρικής φορολογίας οδήγησε τα κρατικά έσοδα σε πτώση και μετέθεσε τα φορολογικά βάρη σε άλλες κατηγορίες. Μάλιστα, με την κατάργηση των capital controls ο πειρασμός εξαγωγής των επιπλέον κερδών μεγαλώνει σε σύγκριση με την επιλογή της εγχώριας επανεπένδυσης.

Για κάποιον λόγο η νέα κυβέρνηση δεν έκανε σημαία της πολιτικής της το θέμα μείωσης του πρωτογενούς και ούτε καν το έθεσε στους άλλους εταίρους, ενώ το είχε αναδείξει προεκλογικά και μάλιστα χρέωνε την επιβολή του 3,5% στην έλλειψη φερεγγυότητας της προηγούμενης κυβέρνησης. Ενώ τώρα που δεν το αλλάζει, σε τι ακριβώς θα οφείλεται η συνέχιση της ίδιας αντιαναπτυξιακής δέσμευσης;

Δεύτερη καθοριστική προϋπόθεση είναι η επιτάχυνση των μεγάλων επενδύσεων. Στο πνεύμα αυτό είναι σωστή η επίσπευση μεγάλων και εμβληματικών επενδύσεων (όπως στο Ελληνικό και σε άλλες περιοχές) που είχαν βαλτώσει από ιδεοληψίες για τα δάση των αεροδρομίων και την κλασική ομορφιά των σκουριασμένων υπόστεγων της Ολυμπιακής. Οπως σωστές είναι και οι (εκ νέου) εξαγγελίες για επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στις νέες τεχνολογίες και στα απόβλητα, η συσσώρευση των οποίων έχει φέρει σε απόγνωση πολλές τοπικές κοινωνίες και οσονούπω όλη την Αττική.

Χρειάζεται όμως προσοχή όταν βλέπουμε να εκδηλώνεται ένας οίστρος του τύπου «επενδύσεις να ‘ρθουν και ό,τι να ‘ναι». Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις το ίδιο χρήσιμες για την οικονομία, ώστε να αρκεί να φέρει κάποιος τα λεφτά του και να κάνει ό,τι θέλει. Μην ξεχνάμε ότι και την περίοδο 2006-2007 πακτωλός κεφαλαίων κατευθύνθηκε σε επιπόλαιες επενδύσεις που λίγο μετά κατέρρευσαν με πάταγο. Αν κάτι ανάλογο επικρατήσει και τώρα, η ζημιά που ενδεχομένως προκληθεί στο περιβάλλον, στο κοινωνικό σύνολο και στα δημόσια αγαθά μπορεί να είναι μη-αντιστρέψιμη. Δυστυχώς υπάρχουν ήδη τέτοια δείγματα – μεμονωμένα μεν, αλλά όχι ασήμαντα – όπως επιλεκτικά τα εξής:

(1) Πριν από δέκα ημέρες – και τάχα μέσα στον ενθουσιασμό για την επιτάχυνση του Ελληνικού – εκδηλώθηκε κυβερνητική πρεμούρα να καταργηθούν τα όρια στην εκχώρηση και χρήση των αιγιαλών της Αττικής. Αν και ανακλήθηκε πριν προλάβουν τα κυκλώματα της νύκτας να γεμίσουν την Παραλιακή με νέα γενιά παραπηγμάτων, δεν είναι βέβαιο ότι στο μέλλον παρόμοια κόλπα θα γίνονται πάντα αντιληπτά εκ των προτέρων!

(2) Σε εκδήλωση του υπουργείου Ανάπτυξης στο Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης τις προηγούμενες ημέρες ανακοινώθηκε ότι εταιρείες επεξεργασίας κάνναβης θα επενδύσουν μερικές εκατοντάδες ευρώ στην Ελλάδα για την παραγωγή του φαρμακευτικού προϊόντος, κάτι που προφανώς δεν μπορούν να κάνουν τόσο εύκολα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κατά σύμπτωση, στην ομιλία του ο Πρωθυπουργός ανέφερε ως επίτευγμα ότι «νέες επενδύσεις αξίας 460 εκατ. ευρώ θα πραγματοποιηθούν από 17 φαρμακοβιομηχανίες».

Μακάρι να μην πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Διαφορετικά, είμαστε βέβαιοι ότι τέτοιου είδους επενδύσεις θέλουμε, και μάλιστα τις διαφημίζουμε με τον πιο επίσημο τρόπο; Εχει μήπως αξιολογηθεί ο κίνδυνος διασύνδεσης βιομηχανικής επεξεργασίας και ευρύτερης διάδοσης της κάνναβης, ιδίως σε μια χώρα όπου οι απαγορεύσεις χρήσης εφαρμόζονται με την ίδια συχνότητα που χιονίζει στην έρημο; Η μάστιγα με τα οπιούχα φάρμακα στις ΗΠΑ θα έπρεπε να προβληματίσει κάθε κυβέρνηση πριν αρχίσει να σχεδιάζει επενδύσεις σε εξαρτησιογόνες ουσίες. Η δυνατότητα νομοθετήθηκε πέρυσι βιαστικά και απερίσκεπτα από την προηγούμενη κυβέρνηση και πρέπει επειγόντως να επανεξεταστεί ριζικά αντί να εκθειάζεται με παρόμοια βιασύνη και απερισκεψία από τη νέα.

(3) Η εξαγγελία στη ΔΕΘ για «ελεύθερες ζώνες» εξαγωγικών επιχειρήσεων χωρίς να υπάρχει κανένα θεσμικό πλαίσιο διασφάλισης εργασιακών και μισθολογικών συνθηκών μπορεί να οδηγήσει σε εκτεταμένες καταχρήσεις που θα κάνουν τη σημερινή κατάσταση φτηνής εργασίας ακόμα δυσμενέστερη για το προσωπικό. Επίσης, η πρωθυπουργική δέσμευση ότι όσοι εγκατασταθούν στις «ελεύθερες ζώνες» δεν θα πληρώνουν δασμούς και ΦΠΑ μήπως συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό προς όσες επιχειρήσεις εξάγουν μεν και αυτές, αλλά τηρούν και όλες τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος; Και άραγε πώς διασφαλίζεται ότι η αποφυγή δασμών στην κάθε «ελεύθερη ζώνη» δεν θα ανοίξει την όρεξη για εκτεταμένο λαθρεμπόριο εισαγομένων προς την εσωτερική αγορά;

Για να αποφύγουμε παρόμοια ρίσκα, χρειάζεται να τεθεί σε εφαρμογή ένα λιτό και αυστηρό πλαίσιο με κανόνες και προδιαγραφές για τις επενδύσεις. Οχι για να οδηγήσει σε μια νέα γραφειοκρατία, αλλά να έχει σταθερά και ακλόνητα κριτήρια για το πώς και πότε κάθε επένδυση ενσωματώνεται στην οικονομία, δημιουργεί νέα απασχόληση και δεν απειλεί το περιβάλλον –  φυσικό, κοινωνικό και ιστορικό. Ακόμα και γι’ αυτόν τον λόγο η μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι στρατηγικής σημασίας, γιατί τα 3 δισ. ευρώ ετησίως που εξοικονομούνται θα αξιοποιηθούν όχι μόνο για δημόσιες υποδομές, αλλά και ως μοχλός προσέλκυσης και επιλογής νέων σοβαρών επενδύσεων, αλλάζοντας πραγματικά τα παραγωγικά δεδομένα της χώρας. Διαφορετικά η οικονομία ναι μεν δεν θα καταρρεύσει, όπως κινδύνευσε με τις κατά καιρούς απειλές του Grexit, πλην όμως θα συνεχίσει να παλινδρομεί γύρω από ένα επίπεδο χαμηλής ανάπτυξης όχι πολύ διαφορετικό από αυτό στο οποίο εγκλωβίστηκε με τα τρία απανωτά μνημόνια.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.