Στην Ελλάδα, όταν κάνουμε εκτιμήσεις για την Τουρκία, τείνουμε να είμαστε ή του βάθους ή τους ύψους.

Τη μία θεωρούμε ότι ο Ερντογάν είναι παντοδύναμος και όπου να’ ναι θα μας πάρουν κανένα νησί.

Την άλλη θεωρούμε ότι καταρρέουν, ότι οι αμερικάνοι τους έχουν εγκαταλείψει και μπορούμε να τους συντρίψουμε.

Φυσικά, τίποτα από τα δύο δεν ισχύει.

Η πραγματικότητα είναι πάντοτε πιο σύνθετη.

Η Τουρκία παραμένει μια μεγάλη χώρα.

Έχει μεγάλο πληθυσμό, έχει δημογραφικό δυναμισμό, έχει μια οικονομία με προβλήματα, αλλά και μεγάλο βάθος.

Οι ένοπλες δυνάμεις της παραμένουν από τις ισχυρότερες στο ΝΑΤΟ.

Ταυτόχρονα, είναι μια χώρα διαιρεμένη.

Το πολιτικό Ισλάμ, στην εκδοχή που πρότεινε ο Ερντογάν, είναι πολιτικά κυρίαρχο, αλλά –όπως φάνηκε σε όλες τις πρόσφατες εκλογές– στα παράλια και τις μεγάλες πόλεις αυτό το μοντέλο απορρίπτεται.

Πολλοί στην Τουρκία το θεωρούν και αυταρχικό και συντηρητικό.

Όμως, η αντιπολίτευση παραμένει διαιρεμένη (σε αντίθεση π.χ. με τις δημοτικές εκλογές όπου ήταν πιο εύκολο να ηττηθούν οι εκλεκτοί του σουλτάνου) και ο ίδιος ο Ερντογάν ξέρει να παίζει το χαρτί του εθνικισμού όπου χρειάζεται.

Και βέβαια εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία μετά το πραξικόπημα για να εδραιωθεί ακόμη περισσότερο.

Αντίστοιχα, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ικανός να αντιμετωπίζει τα προβλήματα στα εξωτερικά.

Μπόρεσε να τα βρει εν μέρει με τους Ρώσους, για να μπορέσει να μην μείνει έξω από το παιχνίδι στη Συρία, την ίδια ώρα που κάνει σκληρό παζάρι με τους Αμερικάνους που δεν μπορούν ακόμη να χάσουν την Τουρκία από σύμμαχο.

Γι’ αυτό και μπορεί να κάνει τσαμπουκάδες σε σχέση με τις εξορύξεις.

Γιατί ξέρει ότι αυτοί που τώρα λένε «καταδικάζουμε τις παράνομες έρευνες», άμα η ένταση κλιμακωθεί θα πουν «Ελλάδα, Κύπρος και Τουρκία βρείτε τα», ιδίως όταν ούτως ή άλλως τα συμβόλαια για τις εταιρείες τους τα έχουν εξασφαλίσει.

Ένα πρόβλημα παραμένει η μεγάλη αχίλλειος πτέρνα του: το κουρδικό.

Γιατί ενώ ξεκίνησε ως ο πολιτικός που θα μπορούσε να το αντιμετώπιζε με διαφορετικό τρόπο, τελικά ακολουθεί τον ίδιο δρόμο της σκληρής καταστολής, ιδίως από τη στιγμή που φάνηκε ότι μπορεί να φτιαχτεί κάτι σαν κουρδική «κρατική οντότητα» στη Συρία.

Και μπορεί τελικά να τα βρει και με τους Αμερικάνους και με τους Ρώσους και με τον Άσαντ και να εξασφαλίσει ότι δεν απειλείται ως προς το κουρδικό από τη μεριά της Συρίας, όμως η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία κάποτε πρέπει να αναμετρηθεί με το ότι έχει στο εσωτερικό της έναν μεγάλο πληθυσμό, αρκετών εκατομμυρίων, που δημογραφικά αναπτύσσεται γρήγορα και δεν μοιράζεται το ίδιο «εθνικό αφήγημα».

Όμως, ξέρει ότι προς το παρόν η συνοχή της χώρας δεν απειλείται.

Ο Ερντογάν δείχνει αυτή τη στιγμή κυρίαρχος.

Κέρδισε τις εκλογικές μάχες και πλέον κυβερνά με ένα Σύνταγμα που τον κάνει κυρίαρχο του παιχνιδιού.

Ένα είδος, όντως, σύγχρονου σουλτάνου.

Όμως, δεν είναι παντοδύναμος.

Και προβλήματα έχει να αντιμετωπίσει και την αναπόφευκτη φθορά από τα χρόνια που είναι στην εξουσία.

Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη βγαίνουν δημοσκοπήσεις που λένε ότι εάν φτιαχτεί κόμμα από τους διαφωνούντες του δικού του κόμματος, με επικεφαλής τους Αμπντουλάχ Γκιουλ και Αλί Μπαμπάτζαν, τότε μπορεί η δημοτικότητα του κόμματός του να περιοριστεί ακόμη και στο 35%-40%.

Όλα αυτά πρέπει να τα σταθμίσουμε και να τα μετρήσουμε.

Να έχουμε πραγματική εικόνα του τι συμβαίνει στην Τουρκία.

Γιατί μόνο τότε θα μπορέσουμε και πραγματικά να συζητήσουμε με την Τουρκία.

Χωρίς υποχωρητικότητα, αλλά και χωρίς τζάμπα «τουρκοφαγικές» μαγκιές.

Γιατί ανεξαρτήτως κραυγών των πατριδοκάπηλων και από τις δύο πλευρές, αλλά και ανεξαρτήτως των σχεδιασμών όσων «συμμάχων» θέλουν να παίξουν με τις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις, Ελλάδα και Τουρκία είναι δυο χώρες καταδικασμένες να συνυπάρχουν.