Στην τελευταία κινηματογραφική ταινία του, που πρόκειται να δούμε στις ελληνικές αίθουσες περί τα τέλη Αυγούστου και που ουσιαστικά θα σηματοδοτήσει την έναρξη της νέας κινηματογραφικής σεζόν, ο Μπραντ Πιτ υποδύεται έναν από τους πιο συναρπαστικούς ήρωες της καριέρας του. Με πλοηγό τη σκηνοθεσία του ευφυούς Κουέντιν Ταραντίνο, στη δεύτερη συνεργασία τους μετά τους «Αδοξους μπάσταρδους» (2009), ο Πιτ στο «Κάποτε στο Χόλιγουντ», χωρίς να μιλά πολύ αλλά με βλέμμα διαπεραστικό και ύφος ατσαλένιο – στοιχεία που μαρτυρούν βαθιά γνώση και εμπειρία -, πλάθει στην εντέλεια την εικόνα του Κλιφ Μπουθ, ενός «περπατημένου» και κάπως μυστηριώδους κασκαντέρ του Χόλιγουντ, φίλου και αντικαταστάτη στις δύσκολες, επικίνδυνες σκηνές ενός δευτεροκλασάτου σταρ σε παρακμή, του Ρικ Ντάλτον, τον οποίο υποδύεται ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο.

«Με λίγα λόγια, ο Κλιφ «μεταφέρει τα σύνεργά μου»» λέει ο Ντάλτον στον δημοσιογράφο που τους παίρνει συνέντευξη στην αρχή της ταινίας. Kαι όταν ο δημοσιογράφος στρέφεται προς τον Κλιφ για να το επιβεβαιώσει, εκείνος με ένα σαρκαστικό γελάκι που κρύβει πολλά (ή απολύτως τίποτα) και με απόλυτη φυσικότητα λέει: «Τι; Αν του κουβαλώ τα σύνεργά του; Ναι… Θα έλεγα ότι πάνω-κάτω κάτι τέτοιο συμβαίνει». Ο Πιτ στο «Κάποτε στο Χόλιγουντ» είναι τόσο γοητευτικός και συγχρόνως σκοτεινός που δεν θα µου έκανε καµία εντύπωση αν τα µέλη της Αµερικανικής Ακαδηµίας Κινηµατογράφου τον επέλεγαν για µια θέση στην πεντάδα των υποψηφίων για το επόµενο Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Μια υποψηφιότητα είναι το λιγότερο που του αξίζει.

Κατά μία έννοια, θα μπορούσες να πεις ότι ο Μπραντ Πιτ έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τον Κλιφ Μπουθ. Εκτός πλατό, δεν συνηθίζει να μιλάει ούτε και εκτίθεται ιδιαίτερα, ενώ μια αίσθηση σιγουριάς και αυτοπεποίθησης τη βγάζει επίσης. Οπως ο Κλιφ, έτσι και ο Πιτ έχει τις σκοτεινές του σελίδες, ποιος ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια στη διαμάχη που έδωσε ένα άτσαλο φινάλε στον γάμο του με την Αντζελίνα Τζολί, που εδώ και τρία χρόνια δεν λέει να τελειώσει και τυπικά, μέσω διαζυγίου. Μάλιστα, σχετικά πρόσφατα δημοσιεύματα του βρετανικού Τύπου αναφέρουν ότι ο Πιτ και οι δικηγόροι του έχουν αποφασίσει τη «λήψη δραστικών μέτρων» ώστε η Τζολί να υπογράψει επιτέλους τα χαρτιά του διαζυγίου για το καλό των έξι παιδιών τους (τρία βιολογικά και τρία υιοθετημένα).

Πάτερ φαμίλιας με καλλιτεχνικές ανησυχίες

Τη μοναδική φορά που είχα την τύχη να βρεθώ στο ίδιο δωμάτιο με τον Μπραντ Πιτ (στο ξενοδοχείο «Carlton», όταν στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών του 2012 παιζόταν η ταινία «Σκότωσέ τους γλυκά»), θυμάμαι με πόση περηφάνια μιλούσε για το γεγονός ότι ήταν πια μπαμπάς και με πόση προσοχή αντιμετώπιζε τα πατρικά καθήκοντά του, τα οποία απ’ ό,τι φαίνεται τον είχαν εξουθενώσει, οπότε ο ύπνος ήταν για αυτόν ιερή υπόθεση!

Εκείνη τη χρονιά τα καθήκοντα του Πιτ ως μπαμπά στις Κάννες ήταν «πολύ περισσότερα απ’ ό,τι πέρυσι που ο μπαμπάς είχε πιο πολλή δουλειά από τη μαμά και η μαμά έπρεπε να είναι περισσότερο μαμά…». Με όλη αυτή την αποκαρδιωτική, και εδώ που τα λέμε φαιδρή,, εξέλιξη που είχε η ιστορία του ζεύγους Πιτ – Τζολί, δεν μπορώ να μη γελάσω όσο θυμάμαι εκείνα τα χρόνια που όλοι γράφαμε και λέγαμε ότι οι «Μπραντζελίνα» είναι το ιδανικό ζευγάρι αστέρων του Χόλιγουντ. Αλλά αυτά, όπως ξέρουμε, συμβαίνουν και στους καλύτερους… Ο Πιτ, εξάλλου, το είχε ξαναζήσει το παραμύθι με την Τζένιφερ Ανιστον, που μπορεί μεν να του μαγείρευε καλή σπανακόπιτα (το ‘χε πει και πάλι στις Κάννες, το 2004, όταν ήταν εκεί ως Αχιλλέας στην «Τροία»), αλλά τελικά της είπε «bye-bye» και την άφησε για τα μάτια της Αντζελίνα. Εν τω µεταξύ ο Πιτ στα 55 του εξακολουθεί να είναι περιζήτητος. Και πώς να µην είναι; Τον βλέπεις σήµερα και είναι σαν να τον βλέπεις στο «Θέλµα και Λουίζ». Eλεος δηλαδή! Την καταλαβαίνω την Κέιτ Χάντσον που λύσσαξε να τον κάνει δικό της, αλλά δεν τα κατάφερε. Ακόµη…

Αν όμως από το γενικότερο προφίλ του Μπραντ Πιτ απομονώσουμε τον ερωτικό – αισθηματικό τομέα (που έτσι κι αλλιώς δεν σε βοηθά και τόσο για να βγάλεις άκρη για τον άνθρωπο), θα δούμε ότι έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Μαζί με τον φίλο του τον Τζορτζ Κλούνεϊ ο Πιτ ανήκει σε αυτή τη σπάνια ομάδα του Χόλιγουντ της οποίας τα μέλη έχουν καταφέρει και ισορροπούν αξιοζήλευτα ανάμεσα στις ιδιότητες του λαμπερού αστέρα και του πνευματώδους καλλιτέχνη. Κλούνεϊ και Πιτ έχουν αρκετά κοινά σημεία. Και οι δύο ξεκίνησαν από τα πολύ χαμηλά της σόουμπιζ και βρέθηκαν με την αξία τους στην κορυφή.

Προτού γίνει αστέρι της τηλεόρασης ως γιατρός «Στην Εντατική», ο Κλούνεϊ έκανε περάσματα σε όποια σειρά της τηλεόρασης μπορούσε και επίσης έπαιζε σε διάφορες b-movies που ούτε ο ίδιος σήμερα θα θέλει να θυμάται (π.χ. το «Red Surf»). Ο Πιτ, από την πλευρά του, δοκιμάστηκε στις σαπουνόπερες (είχε παίξει και στο «Dallas») και στη διαφήμιση. Οταν έγιναν πρωταγωνιστές, οι ήρωες που υποδύονταν στη μεγάλη οθόνη ήταν συνήθως γόηδες που ενέπνεαν εμπιστοσύνη (μάλιστα δύο τέτοιους έχουν παίξει μαζί στις ταινίες «Συμμορία των 11», «Συμμορία των 12» και «Συμμορία των 13»). Και οι δυο τους, όμως, δεν σταμάτησαν ποτέ να κάνουν «διαλείμματα» αναζητώντας δεύτερους (ή και πρώτους) ρόλους σε κατά βάση καλλιτεχνικές ταινίες, που όμως «μουντζουρώνουν» το ίματζ τους. Για παράδειγμα, ο Κλούνεϊ στο «Syriana» (2005) και ο Πιτ στο «Βαβέλ» (2006).

Επίσης, αμφοτέρων οι δραστηριότητες δεν περιορίστηκαν στην υποκριτική. Επενδύουν στην απήχηση των ονομάτων τους προκειμένου να ασχοληθούν με την παραγωγή «δύσκολων» ή ακόμη και αντιεμπορικών τανιών, με τις οποίες αναζητούν τα όριά τους κάνοντας ταυτοχρόνως το κέφι τους. To 2005, σε δική του σκηνοθεσία, ο Κλούνεϊ παρουσίασε το «Καληνύχτα και καλή τύχη», έναν ύμνο για τον ουσιαστικό ρόλο του δημοσιογράφου και για την ελευθερία της γνώμης. Δύο χρόνια αργότερα ο Πιτ υπέγραψε την παραγωγή του «Μια γενναία καρδιά», της αληθινής ιστορίας μιας γαλλίδας δημοσιογράφου που βιώνει την απαγωγή του συζύγου (και συναδέλφου) της στο Πακιστάν. Η ταινία πρόσφερε στην Αντζελίνα Τζολί (τότε το ζευγάρι ήταν στα φόρτε του) την ευκαιρία να υποδυθεί μια ηρωίδα πολύ διαφορετική από αυτές που έως τότε συνήθιζε να ενσαρκώνει. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή για τον Πιτ στη θέση του παραγωγού.

Οι πολιτικές δραστηριότητές του Κλούνεϊ είναι γνωστές. Oταν το «Καληνύχτα και καλή τύχη» διανεμήθηκε στις ΗΠΑ, πολλοί σχολιαστές αλλά και οι εξοστρακισμένοι Αμερικανοί της Αριστεράς επιδοκίμασαν τον Κλούνεϊ ως ιδανικό σημαιοφόρο τους. Ο Πιτ ακολούθησε σταθερά τα βήματα του «μέντορά» του. Ενα παράδειγμα είναι η συμμετοχή του με τον Μπόνο στην καμπάνια βοηθείας «One» στην Αφρική.

«Kαθυστέρησα να ασχοληθώ με την πολιτική γιατί όταν ήμουν είκοσι χρόνων με είχε απορροφήσει το rock ‘n’ roll και, κακά τα ψέματα, ζούσα στο Μιζούρι όπου η έλλειψη πληροφόρησης ήταν τραγική – ακόμη και στη μουσική» παραδέχθηκε πριν από μερικά χρόνια ο Πιτ. «Δεν ήξερα τι είναι τα μπλουζ ή η ρέγκε. Μεγαλώνοντας, όμως, και ξεφεύγοντας κάπως από τον στενό κύκλο σου, όταν αφήνεις το μυαλό σου να ανοίξει, αντιλαμβάνεσαι ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να δίνεις λίγη παραπάνω προσοχή όταν ακούς τους άλλους να μιλούν. Μόνο έτσι έχεις τη δύναμη να αντιδράσεις, να διαφωνήσεις ή να πεις στον άλλο ότι λέει ανοησίες. Οταν είσαι μικρός, αυτά τα πράγματα δεν σε αφορούν».

Αργότερα, βέβαια, όταν πια είχε μεγαλώσει και ωριμάσει, ο Μπραντ Πιτ δεν θα δίσταζε να εκφράσει – ενίοτε μάλιστα και με ακραίο τρόπο – την άποψή του γύρω από πολιτικά ή οικολογικά θέματα. Κατά τη διάρκεια συνέντευξής του για λογαριασμό της σειράς ντοκιμαντέρ του Σπάικ Λι με τίτλο «If God Is Willing and Da Creek Don’t Rise» (το οποίο σηματοδότησε την πέμπτη επέτειο της καταστροφής του τυφώνα «Κατρίνα»), ο Πιτ, στα 46 του τότε, δεν έκρυψε την οργή του για τη διάρκειας 87 ημερών διαρροή πετρελαίου της ΒΡ στον Κόλπο του Μεξικού και τις καταστροφικές συνέπειές της. «Δεν ήμουν ποτέ υπέρ της θανατικής ποινής, αλλά είμαι πρόθυμος να το ξανασκεφτώ» δηλώνει εκεί ο Πιτ, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης σπιτιού στη Νέα Ορλεάνη και με την οργάνωσή του «Make It Right» εργάστηκε σκληρά για την ανοικοδόμηση της πόλης μετά το πέρασμα της «Κατρίνα».

Ενας δημοσιογράφος στο Χόλιγουντ

Αν ρωτήσει κανείς τον Μπραντ Πιτ για κάποια ταινία που ενδεχομένως να τον επηρέασε τόσο ώστε να αποφασίσει να ακολουθήσει την πορεία που τελικά ακολούθησε, ξεκάθαρη απάντηση δεν θα πάρει, αν και ο ηθοποιός έχει πει ότι δύο από τις αγαπημένες του ταινίες είναι ο «Πλανήτης των πιθήκων» (1968) και ο «Πυρετός το σαββατόβραδο» (1977). «Νομίζω ότι απλώς αυτή η ερώτηση έχει να κάνει κυρίως με τις εμπειρίες του καθενός από την παιδική ηλικία» έχει πει παλαιότερα. «Προσπαθώ να θυμηθώ κάτι, αλλά δεν νομίζω ότι μπορώ. Πιστεύω πως κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος, ως μέσο έκφρασης, με έκανε να νιώσω περιέργεια για τον κόσμο, με έκανε να θέλω να ξεφύγω, να ταξιδέψω και να εξερευνήσω, να συναντήσω ανθρώπους που ενδεχομένως αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο από τον δικό μου».

Γεννημένος στις 18 Δεκεμβρίου του 1963 στην πόλη Σόουνι της Οκλαχόμα, ο Μπραντ Πιτ μεγάλωσε στο Σπρίνγκφιλντ του Μιζούρι. Παιδί του αμερικανικού Νότου, γιος μιας σχολικής συμβούλου και ενός διευθυντή εταιρείας φορτηγών, από πολύ νωρίς ο Πιτ απέκτησε την εικόνα αυτού που αποκαλούμε «All American Boy». Ηταν εκτυφλωτικά όμορφος, εξαιρετικός αθλητής, τον ενδιέφεραν τα φλέγοντα σχολικά ζητήματα και είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες – λάμβανε μέρος στα μιούζικαλ που ανέβαζαν στο σχολείο του. Στο Πανεπιστήμο του Μιζούρι εστίασε στη δημοσιογραφία και στη διαφήμιση. Ωστόσο, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του έβγαζαν από τότε μάτι, επομένως μετακόμισε στην Καλιφόρνια με την ελπίδα μιας σταδιοδρομίας στη σόουμπιζ. Δεν ήταν εύκολη διαδρομή, οι επαγγελματικές στάσεις που χρειάστηκε να κάνει για να τα καταφέρει ήταν αρκετές, πολλές από αυτές δυσάρεστες. Το να μεταφέρεις έπιπλα για να βγάλεις το ψωμί σου το καταλαβαίνω, όπως και το να οδηγείς λιμουζίνες με επιβάτιδες strippers. Αλλά το να κυκλοφορείς μεταμφιεσμένος σε γιγαντιαίο κοτόπουλο για λογαριασμό της αλυσίδας εστιατορίων «El Pollo Loco»;

Τελικά υπήρξε αρκετά τυχερός και τα κατάφερε. Ενα πράγμα που ο Μπραντ Πιτ συνηθίζει να λέει (και τον έχω ακούσει να το λέει) είναι ότι του «έκατσε το λαχείο» κερδίζοντας ευκαιρίες που ο περισσότερος κόσμος ίσως δεν θα αποκτήσει ποτέ. Σε εκείνη τη συνάντησή μας πάντως, το 2012, είχε μιλήσει με απέραντο σεβασμό για τον Στιβ Μακ Κουίν, τον βρετανό σκηνοθέτη του «Shame» και του «Hunger» και επίσης εικαστικό και video artist, «ένα τεράστιο ταλέντο». Θυμάμαι ότι τον είχε παρομοιάσει με τον «ζωγράφο που χωρίς να έχει ζωγραφίσει ολόκληρο τον καμβά σού δίνει να καταλάβεις ακριβώς τι θέλει να σου περάσει με το έργο του».

Το πρώτο Οσκαρ

Διόλου τυχαία η ταινία που επισφράγισε τις τεράστιες ικανότητες του Μπραντ Πιτ και στην κινηματογραφική παραγωγή ήταν το «Δώδεκα χρόνια σκλάβος» (2013) του Μακ Κουίν, για το οποίο ο Πιτ, ως παραγωγός, μοιράστηκε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας μαζί με τους Αντονι Κατάγκας, Ντιντ Γκάρντνερ, Τζέρεμι Κλάινερ και τον ίδιο τον Μακ Κουίν. Η ειρωνεία είναι ότι στα 55 του σήμερα, ο Πιτ ως ηθοποιός έχει υπάρξει τρεις φορές υποψήφιος για Οσκαρ (Β’ ανδρικού ρόλου για τους «12 πιθήκους» του 1995 και Α’ ρόλου για την «Απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» του 2008 και το «Moneyball» του 2011), αλλά το μοναδικό του Οσκαρ το κέρδισε ως παραγωγός (μετρά άλλες δύο υποψηφιότητες). Εφέτος, δύο ταινίες που είχαν συγκεντρώσει αρκετές υποψηφιότητες στα Οσκαρ, το «Vice» και το «Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει», είναι παραγωγές στις οποίες είχε ο ίδιος ανάμειξη.

«Ως ηθοποιός επιλέγω αυτά που με ενδιαφέρουν κυρίως μέσα από το συναίσθημά μου» δηλώνει ο Πιτ. «Το πρώτο κίνητρό μου ως παραγωγού, όμως, είναι να βοηθώ ώστε ταινίες που πολύ δύσκολα μπορούν να γυριστούν τελικά να τα καταφέρνουν. Αρκεί βέβαια να τις έχω πιστέψει». Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του σκηνοθέτη Αντριου Ντόμινικ, ο οποίος έγινε φίλος του Πιτ μετά τη «Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ» (2007), ένα γουέστερν που γύρισαν μαζί και που για τον Πιτ «είναι μία από τις καλύτερες ταινίες στις οποίες έχω παίξει». Δεν του αρέσει οι φίλοι του να πασχίζουν χωρίς δικαίωση και όταν είδε τον Ντόμινικ να παλεύει μάταια να κάνει κάτι που πραγματικά ήθελε, αποφάσισε να τον βοηθήσει. Η συνεργασία τους επαναλήφθηκε με το «Σκότωσέ τους γλυκά», το οποίο γυρίστηκε την εποχή που είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο των υποθηκών στην Αμερική. «Βρήκα πολύ έξυπνη την ιδέα να μιλήσεις για την οικονομική κρίση μέσα από μια γκανγκστερική ταινία, η ιδέα μιας ταινίας που κατά κάποιον τρόπο μιλάει για τους καιρούς μας αλλά και για το ποιοι είμαστε» θα έλεγε αργότερα ο Πιτ. «Ετσι όπως το είδα, ο μικρόκοσμος του «Σκότωσέ τους γλυκά» είναι μια ιστορία με γκάνγκστερ, αλλά η ευρύτερη εικόνα είμαστε τελικά εμείς».

Ως ηθοποιός, ο Μπραντ Πιτ είναι γνωστός για την πλήρη, σχεδόν μαζοχιστική αφοσίωσή του στους ρόλους που αναλαμβάνει. Το αντιπολεμικό αριστούργημα «Fury» (2014) του Ντέιβιντ Εγερ, μία από τις καλύτερες ταινίες του, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. Εκεί υποδύεται έναν σκληροτράχηλο αμερικανό λοχία των τεθωρακισμένων ο οποίος μέσα σε ένα τανκ Σέρμαν Μ4 και με μια χούφτα άνδρες υπό τις διαταγές του αντιμετωπίζει το κουφάρι της πάλαι ποτέ ναζιστικής απειλής. Μιλώντας για την εμπειρία του σε εκείνη την ταινία, ο Πιτ παραδέχθηκε ότι αισθάνθηκε υπερήφανος που χωρίς να έχει ιδέα για το τι σημαίνει στρατός, πόσω μάλλον τεθωρακισμένα, υπέβαλε τον εαυτό του σε βασανιστήρια, αλλά για το καλό του συνόλου. Σε αυτό το απόσπασμα βρίσκω την κοσμοθεωρία του για τη δουλειά του ηθοποιού: «Οταν μας ζητούσαν πουσάπς, ήμουν ο πρώτος στο έδαφος. Στο μάθημα μελετούσα πολύ σκληρά. Δεν γκρίνιαξα ούτε μία φορά, δεν το έπαιξα δύσκολος και ποτέ δεν παραπονέθηκα. Θεωρώ ότι όλοι οι ηθοποιοί έπρεπε να δουν ότι ήμουν αφοσιωμένος σε αυτό που κάναμε – τουλάχιστον όσο οι ίδιοι, αν όχι σκληρότερα. Κατά μία έννοια, όπως ευθύνη του Κόλιερ (σ.σ. ο ήρωάς του στην ταινία) είναι η ασφάλεια των ανδρών του, ευθύνη δική μου ήταν να ορίσω τον τόνο των ερμηνειών. Είτε γυρίζαμε είτε όχι. Η όλη εμπειρία υπήρξε για εμένα μια έντονη εκπαίδευση στην ηγεσία».