Η Zιλιέτ Μπινός είναι τσιτωμένη. Το βλέπω, το αισθάνομαι, υπάρχει διάχυτος εκνευρισμός στον αέρα. Η ηθοποιός δεν γελά, όπως συνηθίζει (την έχω συναντήσει αρκετές φορές), μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της, βλέμμα οξύ, επιφυλακτικό. Η ειρωνεία είναι ότι μπορώ να φανταστώ τον λόγο: τα έχει ήδη «πάρει» με τους δημοσιογράφους. Ολα ξεκίνησαν μία μέρα πριν από αυτή τη συνέντευξη που έγινε στο Berlinale Palast του Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου η 55χρονη γαλλίδα ηθοποιός διετέλεσε εφέτος πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, προωθώντας παράλληλα μία από τις τελευταίες ταινίες της, το «Celle que vous croyez» («Ποια νομίζεις ότι είμαι;»), που προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο φεστιβάλ και ήταν ο λόγος για αυτή τη συνάντησή μας.

Τι είχε συμβεί; Στη συνέντευξη Τύπου που η κριτική επιτροπή έδωσε λίγες ημέρες πριν από τη συνάντησή μας, η Μπινός ερωτήθηκε για την υπόθεση του σεξουαλικού σκανδάλου Χάρβεϊ Γουάινστιν, ερώτηση που είχε νόημα διότι η ηθοποιός έχει παίξει σε αρκετές ταινίες του αμερικανού παραγωγού, ανάμεσα στις οποίες και στον «Αγγλο ασθενή» για τον οποίο κέρδισε το Οσκαρ β’ ρόλου. Η ερώτηση την είχε σαφώς ενοχλήσει διότι όταν πριν από καιρό η «Le Monde» της είχε ζητήσει να εκφράσει γραπτώς τα συναισθήματά της επί του θέματος, εκείνη έγραψε μια επιστολή που ενώ δημοσιεύθηκε αυτούσια στη γαλλική εφημερίδα, αργότερα αναπαράχθηκε από τον αμερικανικό και τον βρετανικό Τύπο μόνον εν μέρει. Για την ακρίβεια, οι αγγλόφωνες εφημερίδες χρησιμοποίησαν μόνον μία… πρόταση.

«Οταν απομονώνεις μια πρόταση από ένα ολόκληρο κείμενο, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πάρα πολύ παράξενο» είπε η Μπινός στη δική μας κουβέντα. «Πόσω μάλλον όταν η φράση αυτή είναι «μπορώ να δω το τέρας μέσα του»». Και να που κάτι παρόμοιο επαναλήφθηκε μετά τη συνέντευξη Τύπου του Βερολίνου όπου η Μπινός ανέπτυξε τις σκέψεις της για τον Γουάινστιν αλλά μόνον ένα μικρό απόσπασμα αυτών χρησιμοποιήθηκε από τα ΜΜΕ. «Οταν ο συλλογισμός ενός ανθρώπου ακυρώνεται με αυτόν τον τόσο χυδαίο τρόπο, αυτό δεν λέγεται δημοσιογραφία. Δεν βρίσκω πουθενά σεβασμό, ούτε στις σκέψεις ούτε στα συναισθήματα ενός ανθρώπου απέναντι σε έναν άλλον άνθρωπο. Αν οι δημοσιογράφοι θέλουν να κάνουν έτσι τη δουλειά τους είναι δικαίωμά τους, όμως εγώ αυτό το παιχνίδι δεν πρόκειται να το παίξω. Ούτως ή άλλως, μόνο η Δικαιοσύνη έχει πια λόγο πάνω σε αυτή την υπόθεση. Και έχουν καταγραφεί τα πάντα».

Στο «Ποια νομίζει ότι είμαι;» του συμπατριώτη της Σαφί Νεμπού, που παίζεται στην Ελλάδα από την περασμένη Πέμπτη, η Μπινός υποδύεται την Κλερ, μια πενηντάρα καθηγήτρια Πανεπιστημίου, η οποία πέφτει στην παγίδα του Facebook και δημιουργεί μια ψεύτική σελίδα παριστάνοντας μια κατά πολύ νεότερή της γυναίκα. Και αυτό προκειμένου να δελεάσει έναν νεότερό της άντρα, φωτογράφο (Φρανσουά Σιβίλ). H ιστορία θα πάει μακριά και με απρόβλεπτη εξέλιξη, αλλά ένα ενδιαφέρον στοιχείο της είναι ότι η διανοούμενη Κλερ, προτού αναλάβει αυτόν τον «ρόλο», δεν είχε καμία σχέση με το Facebook· τουναντίον, το αποδοκίμαζε. Και όλα αυτά τα μαθαίνουμε μέσα από τις συνεδρίες της με μια ψυχοθεραπεύτρια (Νικόλ Γκαρσία) στην οποία, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή της, η Κλερ ανοίγεται.

Ενα σενάριο όπως αυτό της ταινίας «Ποια νομίζεις ότι είμαι;» έχει, ασφαλώς, πολλά επίπεδα· από την επίδραση των κοινωνικών δικτύων στη ζωή μας ως τη μοναξιά μιας γυναίκας στην εμμηνόπαυση, την ανάγκη της να επιβεβαιωθεί. Τι θα μπορούσε να είναι εκείνο που συνεπήρε ιδιαίτερα την Μπινός διαβάζοντάς το; «Οταν το διάβασα, με συνεπήρε το ίδιο το ταξίδι αυτής της γυναίκας» απάντησε η ηθοποιός. «Γιατί όντως είναι ένα σενάριο που μεταφέρεται σε πολλές και διαφορετικές περιοχές. Ομως αυτές τις περιοχές τις ανακαλύπτεις – και μάλιστα σιγά-σιγά – μόνον αφού μπεις στη διαδικασία της δημιουργίας της ταινίας. Οταν διαβάζεις το σενάριο για πρώτη φορά, το κάνεις χωρίς να σκέφτεσαι. Αντιλαμβάνεσαι απλώς ότι κάτι υπάρχει εκεί μέσα, κάτι που απαιτεί από σένα να του δοθείς, ένα είδος vertigo του οποίου την κατάληξη δεν είσαι σε θέση να ξέρεις. Χρειάζεται χρόνος για να το αναγνωρίσεις».

Για παράδειγμα, η Μπινός ανακάλυψε τη μοναξιά αυτής της γυναίκας, την αίσθηση της εγκατάλειψης που νιώθει, οπότε φέρεται όπως φέρεται. Ο άντρας της την έχει παρατήσει για μια νεότερη γυναίκα, τα παιδιά της δεν της δίνουν σημασία, ο νεαρός εραστής της (που τη φέρνει σε επαφή με τον φωτογράφο) την έχει απορρίψει. Επιβιώνει, αλλά το πώς είναι το μεγάλο ερώτημα. «Θαρρείς ότι το εργαλείο τού Facebook είναι το όπλο της για να ξαναβρεί τη χαμένη της αξιοπρέπεια, ένας τρόπος για να μη χαθεί περισσότερο στην άβυσσο του ίδιου του εαυτού της, ένας τρόπος για να παραμείνει μακριά από την κατάθλιψή της, έστω και αν τελικά αυτοπαγιδεύεται» λέει η ηθοποιός.

Από την πλευρά, η Ζιλιέτ Μπινός στην ιδιωτική της ζωή δεν έχει πρόβλημα με τα κοινωνικά δίκτυα. «Εχω Ιnstagram και το ευχαριστιέμαι πολύ!» λέει. «Εξάλλου, το θέμα είναι το πώς χρησιμοποιεί κανείς τα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία θεωρώ υπέροχα εργαλεία επικοινωνίας. Το Ιnternet γενικότερα είναι ένα φτηνό, ανεξάρτητο εργαλείο, θα έλεγα ότι με έναν τρόπο είναι δώρο. Φέρνει σε επικοινωνία ανθρώπους από όλον τον κόσμο, δίνει ευκαιρίες, αναπτύσσει δυνατότητες, έχει δύναμη· μια νέα δύναμη που τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί εκμεταλλεύονται. Αλλά, όπως κάθε τι, έχει τα καλύτερα και τα χειρότερά του. Μπορεί, για παράδειγμα, να παράξει βία. Ολα τελικά κρίνονται από τον άνθρωπο».

Στην ίδια την Μπινός δεν έχει τύχει ποτέ μια παρόμοια ιστορία με αυτήν της ταινίας (αν και έχει συμβεί με τον σκηνοθέτη Σ. Νεμπού – εξάλλου αυτός ήταν ο λόγος που σκέφτηκε την ιδέα της ταινίας). Κανείς δεν την παρέσυρε σε μια παγίδα, όπως η ηρωίδα της κάνει με τον φωτογράφο. «Εντάξει, μπορεί να μου έχουν ζητήσει χρήματα, συμβαίνει αυτό ξέρετε στους αναγνωρίσιμους ανθρώπους, αλλά φυσικά δεν έπεσα στην παγίδα».

Με εργαλείο τον εαυτό της

Ρωτώ την ηθοποιό αν χρησιμοποίησε κάποια συγκεκριμένη τεχνική ώστε να ακούγεται όντως νεότερη στην ταινία. Απαντά αρνητικά. «Δεν νομίζω ότι χρειαζόταν» είπε. «Δουλειά του ηθοποιού, έτσι τουλάχιστον όπως το αντιμετωπίζω εγώ, είναι να μεταφερθεί κάπου αλλού με το μυαλό του, να ζήσει με τη φαντασία του μια κατάσταση που δεν ξέρει. Η μυθοπλασία μάς βοηθά να καταλάβουμε τον εαυτό μας καλύτερα. Οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν την ταυτότητά τους ώστε να υπηρετήσουν την ταυτότητα ενός άλλου χαρακτήρα, δεν κατασκευάζουν μια ταυτότητα μακριά από τον εαυτό τους – προσωπικά δεν το πιστεύω αυτό. Επομένως το καλύτερο εργαλείο για έναν ηθοποιό είναι ο εαυτός του. Αυτό που βγάζει πρέπει να προέρχεται από ένα πραγματικό μέρος και αυτό το μέρος είναι η ψυχή του, οι εμπειρίες του, η ζωή του. Η υποκριτική είναι διαδικασία σωματική, όπως η ζωή έχει να κάνει κυρίως με το σώμα».

Την ώρα που η Μπινός λέει τη λέξη «εαυτός», μια φράση που ακούγεται στην ταινία, μου έρχεται στο μυαλό γιατί την είχα σημειώσει ενώ την παρακολουθούσα: «Ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μας είναι αυτός που δεν υπάρχει». Ζητώ από την Μπινός, αν θέλει και μπορεί, να την αναλύσει λίγο περισσότερο. «Είναι μια ενδιαφέρουσα πρόταση όντως» λέει η ηθοποιός αναστενάζοντας. «Νομίζω ότι έχει να κάνει με το να πας σε κάποιο σημείο του εαυτού σου όπου δεν έχεις πάει ποτέ. Και δεν έχεις πάει διότι για να επιβιώσεις έχεις φτιάξει ένα σύστημα πίστης. Το σύστημα αυτό το φτιάχνουμε στην παιδική μας ηλικία και μετά το βλέπουμε να συνεχίζεται στην εφηβεία και στην ωρίμασή μας. Με αυτό το σύστημα ζούμε. Μόνο που αυτό το σύστημα κάποια στιγμή σε οδηγεί σε μια φυλακή. Το πώς θα απελευθερωθείς από εκεί είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Πρέπει να ρισκάρεις και να αναρωτηθείς πώς θα το κάνεις. Ισως θα πρέπει να βγάλεις την πρίζα. Και αυτό σημαίνει ότι όλο το χτίσιμο που έχεις φτιάξει από τότε που ήσουν παιδί θα πρέπει να ισοπεδωθεί».

Η Μπινός φέρνει το παράδειγμα της αυτοπροβολής: «Πολλοί πιστεύουν ότι δεν είναι αρεστοί, ότι δεν εμπνέουν αγάπη. Αν για κάποιον τρόπο “σκοτώσεις” αυτή την ιδέα ίσως καταφέρεις να προχωρήσεις. Για να το κάνεις θα πρέπει να ανατρέξεις σε αυτό το σύστημα πίστης που έχεις ο ίδιος κατασκευάσει και να το διαλύσεις. Πρέπει να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν είσαι αυτό που πιστεύεις γιατί πάντα άρεσες και πάντα σε αγαπούσαν. Αυτό το σύστημα πίστης είναι στην πραγματικότητα μια φαντασίωση που οι ίδιοι είχαμε κατασκευάσει και η πρόταση που αναφέρατε είναι γι’ αυτό ακριβώς το πράγμα… Εχεις υποβάλει τον εαυτό σου σε μια φαντασίωση από την οποία οφείλεις να απελευθερωθείς για να προχωρήσεις».