Κατάρρευση της Ζιμπάμπουε υπό τον Ρόμπερτ Μουγκάμπε. Πτώση της Σοβιετικής Ενωσης. Οικονομική κρίση στην Κούβα τη δεκαετία του ’90. Αν αυτοί οι σταθμοί σηματοδοτούν οδυνηρές σελίδες στην παγκόσμια Ιστορία, η κατάρρευση της οικονομίας της Βενεζουέλας ξεπερνά κατά πολύ όλες αυτές τις καταστροφές. Η χώρα βιώνει τη μεγαλύτερη οικονομική κατάρρευση που έχει καταγραφεί ποτέ παγκοσμίως εν καιρώ ειρήνης.

«Είναι δύσκολο να σκεφτώ ένα ανθρώπινο δράμα τέτοιου μεγέθους» υποστηρίζει στους «New York Times» ο Κένεθ Ρόγκοφ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: «Αυτό είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα καταστροφικών πολιτικών εδώ και δεκαετίες».

Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της καταστροφής θα πρέπει να ανατρέξει σε παραδείγματα χωρών που διαλύθηκαν από ένοπλες συρράξεις, όπως η Λιβύη στις αρχές αυτής της δεκαετίας ή ο Λίβανος στη δεκαετία του ’70.

Ωστόσο η Βενεζουέλα, που ήταν κάποτε η πλουσιότερη χώρα στη Λατινική Αμερική, δεν έχει ζήσει κάποια ένοπλη σύρραξη τα τελευταία 45 χρόνια σύμφωνα με οικονομολόγους. Αντίθετα, η διαφθορά και οι λανθασμένες πολιτικές των προέδρων Νικολάς Μαδούρο και Ούγκο Τσάβες τροφοδότησαν έναν ήδη ασταθή πληθωρισμό που έκλεισε επιχειρήσεις και κατέστρεψε τη Βενεζουέλα. Επιπλέον, τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε σκληρές κυρώσεις κατά του Καράκας, παραλύοντας ακόμη περισσότερο τη χώρα.

Καθώς η οικονομία της Βενεζουέλας έχει βουλιάξει, παραστρατιωτικές ομάδες πήραν τον έλεγχο ολόκληρων πόλεων. Οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργούν και η αγοραστική δύναμη των Βενεζουελάνων μειώθηκε σε ένα με δύο κιλά αλεύρι τον μήνα.

Διεθνής κυρώσεις
και ανθρωπιστική κρίση

Στις μεγάλες αγορές, οι κρεοπώλες που πλήττονται από τις συχνές διακοπές στο ηλεκτρικό ρεύμα αναγκάζονται να πωλούν κρέατα που δεν πληρούν τις προδιαγραφές που απαιτούνται. Πρώην εργάτες που έχουν χάσει τις δουλειές τους, σκάβουν μέσα σε βουνά σκουπιδιών μήπως και βρουν υπολείμματα πλαστικών για να τα πουλήσουν ως ανακυκλώσιμα υλικά.

Στο Μαρακαΐμπο, μια πόλη δύο εκατομμυρίων στα σύνορα με την Κολομβία, σχεδόν όλοι οι κρεοπώλες στην κεντρική αγορά πωλούν σχεδόν μόνο περισσεύματα λίπους και οπλές αγελάδων, καθώς είναι η μόνη ζωική πρωτεΐνη που οι κάτοικοι αντέχουν οικονομικά να αγοράσουν.

Εν μέρει, η τρέχουσα κρίση έχει προκληθεί από την τιμωρητική πολιτική των ΗΠΑ που επιδιώκουν να αναγκάσουν τον Μαδούρο να παραχωρήσει την εξουσία στον ηγέτη της εθνικής αντιπολίτευσης Χουάν Γκουαϊδό. Ενώ οι πρόσφατες αμερικανικές κυρώσεις εναντίον της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας της χώρας Petroleos de Venezuela δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κυβέρνηση να εμπορευθεί πετρέλαιο, το οποίο αποτελεί το κυριότερο προϊόν εξαγωγής της χώρας.

Ο Μαδούρο κατηγορεί τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στη Βενεζουέλα, δηλαδή την αντιπολίτευση, για την εκτεταμένη πείνα και την έλλειψη ιατροφαρμακευτικού υλικού, όμως ανεξάρτητοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η ύφεση ξεκίνησε χρόνια προτού επιβληθούν οι κυρώσεις που επιτάχυναν την κατάρρευση.

«Αντιμετωπίζουμε μια άγρια μάχη κατά των διεθνών κυρώσεων που έχουν οδηγήσει στην απώλεια τουλάχιστον 20 δισ. δολαρίων το 2018» ανέφερε ο Μαδούρο σε πρόσφατη ομιλία του: «Κυνηγούν τους τραπεζικούς μας λογαριασμούς, τις αγορές των προϊόντων που κάνουμε στο εξωτερικό. Δεν είναι απλά ένας αποκλεισμός. Πρόκειται για καταδίωξη».

Οι ελλείψεις έχουν βυθίσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε μια βαθύτερη ανθρωπιστική κρίση, αν και μια σημαντική ομάδα διοικητών του Στρατού και ανώτερων αξιωματούχων που παραμένουν πιστοί στο καθεστώς Μαδούρο μπορούν να έχουν πρόσβαση στους εναπομείναντες πόρους για να επιβιώσουν, ή ακόμη να πλουτίζουν παράνομα.

Ο υπερπληθωρισμός της Βενεζουέλας, ο οποίος αναμένεται να φθάσει στα 10.000.000% εφέτος, σύμφωνα με το ΔΝΤ θα σηματοδοτήσει τη μεγαλύτερη ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών, ακόμη μεγαλύτερη από εκείνη του Κονγκό τη δεκαετία του ’90: «Στην ουσία, πρόκειται για μια απόλυτη κατάρρευση της κατανάλωσης» αναφέρει ο Σέρτζι Λανάου, αναπληρωτής επικεφαλής οικονομολόγος στο Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF), το οποίο υπολογίζει ότι, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μαδούρο, η πτώση της οικονομικής απόδοσης της Βενεζουέλας είναι η μεγαλύτερη παγκοσμίως σε μια χώρα που δεν έχει πολεμήσει από το 1975.

Μέχρι το τέλος του έτους, υπολογίζεται ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Βενεζουέλας θα έχει μειωθεί κατά 62% από την αρχή της ύφεσης το 2013, η οποία συνέπεσε με την έλευση στην εξουσία του Μαδούρο, όπως εκτιμά το IΙF, μιας και η κυβέρνηση της Βενεζουέλας δεν έχει δημοσιεύσει στατιστικά στοιχεία από το 2014.

Προς το παρόν, η κυβέρνηση συγκεντρώνει τους λίγους πόρους της στην πρωτεύουσα, Καράκας. Ωστόσο, η παρουσία του κράτους είναι όλο και πιο αδύναμη στο εσωτερικό της χώρας και η απουσία του είναι ιδιαίτερα εμφανής στην Τζούλια, την πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή στη Βενεζουέλα. Η πρωτεύουσά της, Μαρακαΐμπο, ήταν κάποτε η πανίσχυρη μονάδα παραγωγής πετρελαίου.

Τον περασμένο Μάρτιο ένα εκτεταμένο blackout που διήρκεσε μία εβδομάδα, βύθισε την Πολιτεία στο χάος. Πεντακόσιες επιχειρήσεις λεηλατήθηκαν. Εκτοτε, το ρεύμα έρχεται σποραδικά, γεγονός που αυξάνει την έλλειψη νερού και βενζίνης και αφήνει τον κόσμο χωρίς λειτουργικά τραπεζικά συστήματα ή κινητά τηλέφωνα για ολόκληρες μέρες. Η κεντρική αγορά τροφίμων Las Pulgas, αλλοτινός πολύβουος λαβύρινθος όπου έμποροι πωλούσαν τρόφιμα και οικιακά αντικείμενα, έχει γίνει το πρόσωπο της κρίσης.

Σύμφωνα με το IIF, τα πραγματικά εισοδήματα στη Βενεζουέλα έχουν μειωθεί στα επίπεδα του 1979, γεγονός που έχει οδηγήσει πολλούς ανθρώπους να επιβιώνουν με εργασίες όπως η συλλογή καυσόξυλων, φρούτων ή νερού από τους χειμάρρους. «Η κυβέρνηση μιλά για λύσεις μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, όμως η πείνα συμβαίνει τώρα» λέει ο Μιγκέλ Γκονζάλες, διευθυντής του δημοτικού συμβουλίου στη γειτονιά Αρκο Ιρις στο Μαρακαΐμπο.

Ο ίδιος δούλευε σε ξενοδοχείο που έκλεισε μετά από εκτεταμένη λεηλασία τον περασμένο Μάρτιο. Από τότε πουλά δαμάσκηνα στον δρόμο για ελάχιστα σεντς. Η διατροφή της κοινότητάς του κατά κύριο λόγο βασίζεται στα άγρια φρούτα ή τρόφιμα από τηγανισμένα αραβοσιτάλευρα και ζωμό οστών από βοοειδή.

Μακριά από την πρωτεύουσα της Πολιτείας, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Το νησί Toas, που κάποτε ήταν τουριστικός παράδεισος περίπου 12.000 κατοίκων που ζούσαν στα ψαροχώρια, έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. «Δεν υπάρχουν εκπρόσωποι της τοπικής, περιφερειακής ή εθνικής κυβέρνησης εδώ» αναφέρει ο Χοσέ Εσπίνα, οδηγός ταξί. «Είμαστε μόνοι». Οπως εξάλλου η πλειονότητα των Βενεζουελάνων που έχουν αφεθεί κυριολεκτικά στην τύχη τους.