Πριν από τριάντα χρόνια στην καρδιά του Πεκίνου, ο Ντονγκ Σενγκούν, εργάτης εργοστασίου, πέταγε δύο φλεγόμενα κομμάτια ύφασμα σε ένα στρατιωτικό φορτηγό, έπειτα από μια νύχτα αιματηρής βίας στην πόλη. Η κίνηση αυτή θα κατέστρεφε για πάντα τη ζωή του. Ο 29χρονος καταδικάστηκε σε θάνατο με αναστολή με την κατηγορία του εμπρησμού και πέρασε 17 χρόνια στη φυλακή. Η καταδίκη του άλλαξε για πάντα τη ζωή των δικών του. Ο πατέρας του πέθανε με το μαράζι του και η σύζυγός του τον χώρισε ενώ αυτός βρισκόταν στη φυλακή.

Ο γιος του ήταν μόλις τριών ετών τότε. Παρά τις συνέπειες που είχε στη ζωή τους, ο ίδιος δεν συζήτησε ποτέ μαζί του τι συνέβη στην πλατεία Τιενανμέν στις 4 Ιουνίου του 1989, πριν από ακριβώς 30 χρόνια.

Η βίαιη σφαγή χιλιάδων πολιτών, εργαζομένων και φοιτητών που διαδήλωναν στο Πεκίνο, είχε σοκάρει ολόκληρο τον κόσμο. Για την Κίνα σηματοδότησε μια καμπή που στιγμάτισε για πάντα το καθεστώς, καθώς οι αρχές έπνιξαν στο αίμα τη διαμαρτυρία όλων εκείνων που ζητούσαν περισσότερες πολιτικές ελευθερίες και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Σήμερα ο Ντονγκ έχει βγει από τη φυλακή, όμως προτιμάει ο γιος του να πιστεύει ότι υπήρξε απλά ένας εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου. Ο ίδιος πιστεύει ότι με δεδομένο το πολιτικό κλίμα που επικρατεί στη χώρα ίσως τον θέσει σε κίνδυνο αν μάθει το πολιτικό παρελθόν του πατέρα του: «Είναι για την ασφάλειά του. Ανησυχώ ότι θα μπορούσα να επηρεάσω τις σκέψεις του σε περίπτωση που αρχίσω να μιλάω μαζί του για αυτά τα πράγματα» δηλώνει στο αμερικανικό δίκτυο CNN.

Ο Φανγκ Ζενγκ, 53 ετών, φίλος του Ντονγκ και επιζών της πλατείας Τιενανμέν, αναφέρει ότι δεν μπορεί να κατηγορήσει τον φίλο του, ούτε τους εκατοντάδες άλλους που πήραν μέρος στις διαμαρτυρίες και οι οποίοι θέλουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους. Κατηγορεί μόνο το κυβερνών κόμμα που ισχυρίζεται ότι έχει επιβάλει τον τρόμο στον λαό.

Ο γιος του Ντονγκ δεν είναι ο μόνος νέος άνθρωπος που αγνοεί παντελώς τα δραματικά γεγονότα της 4ης Ιουνίου 1989. Τρεις δεκαετίες μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου από την κινεζική κυβέρνηση και την επίθεση του στρατού κατά άοπλων φοιτητών και εργαζομένων, η αιματοχυσία έχει διαγραφεί σε μεγάλο βαθμό από τη συλλογική μνήμη του έθνους. Το καθεστώς φυσικά έχει βάλει το χέρι του.

Η προσπάθεια που έχει καταβάλει προς αυτή την κατεύθυνση το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει δημιουργήσει μια νέα γενιά που αγνοεί εντελώς τη σφαγή της Τιενανμέν. Τα σχολικά εγχειρίδια δεν αναφέρουν καν τα γεγονότα που ξεκίνησαν στα μέσα Απριλίου του 1989 και κορυφώθηκαν τα ξημερώματα της 4ης Ιουνίου, ενώ οι μαθητές δεν μπορούν καν να βρουν φωτογραφίες ή άλλο υλικό στις σελίδες του Internet, εξαιτίας της λογοκρισίας.

Δεν μπορούν να μάθουν για τις διαμαρτυρίες που διήρκεσαν εβδομάδες, για τα αιτήματα του λαού για εκδημοκρατισμό, ελευθερία του λόγου και πάταξη της διαφθοράς, ούτε για το γεγονός ότι ο αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους ανήλθε σε χιλιάδες.

Πολλά παιδιά δεν έχουν ακούσει καν τι συνέβη στην Τιενανμέν, όπου περισσότεροι από 2.500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πάνω από 30.000 τραυματίστηκαν.

Τριάντα χρόνια μετά, δεν θα πραγματοποιηθούν δημόσιες τελετές μνήμης και φυσικά δεν πρόκειται να γίνουν εκδηλώσεις. Οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα θα διαγράφεται αυτόματα από το Διαδίκτυο, σε αυτή την προσπάθεια που καταβάλλεται εδώ και χρόνια από το κόμμα να σβήσει οποιαδήποτε μνήμη της άγριας καταστολής.

Οποιος έχει τολμήσει στο παρελθόν να μνημονεύσει δημόσια ή ακόμη και να αναφέρει τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1989, έχει φιμωθεί. Ανθρωποι που έχουν επιχειρήσει να ανάψουν κεριά στη μνήμη των διαδηλωτών έχουν συλληφθεί. Πρώην διαδηλωτές που συμμετείχαν στα γεγονότα και επιχείρησαν να μιλήσουν στα μέσα ενημέρωσης έλαβαν αυστηρή προειδοποίηση από τις αρχές.

Εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία ο κόσμος έπαψε πια να μιλάει και σιγά-σιγά έχει αρχίσει να ξεχνάει. Την ίδια ώρα, υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη αναφέρονται στην Τιενανμέν ως μια πολιτική αναταραχή που η κεντρική κυβέρνηση χρειάστηκε να καταπνίξει.

Ο Ζανγκ Μαοσένγκ, φίλος του Ντονγκ που έλαβε μέρος στα γεγονότα – και ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο με αναστολή – αναφέρει ότι δεν πρόκειται να πει στις δυο μικρές του κόρες τι είχε συμβεί τότε, καθώς πιστεύει ότι το να μάθουν μόνο προβλήματα μπορεί να τους δημιουργήσει.

Οπως λέει, «η κοινωνία στην οποία ζούμε δεν είναι ανοιχτή ή αρκετά ασφαλής και θέλω οι κόρες μου να είναι σε θέση να μεγαλώσουν χωρίς φόβο ή ανησυχίες. Οταν ενηλικιωθούν και αφού η Κίνα γίνει ένα καλύτερο μέρος που πιστεύω ότι θα γίνει, θα ήθελα πολύ να τους πω τι έκανε ο πατέρας τους. Γιατί αυτό που έκανα ήταν καλό και γενναίο».