Την αντίθεσή τους στην ενδεχόμενη κήρυξη ως αρχαιολογικού χώρου του Δήμου Πειραιά και της περιοχής «Καστράκι» του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας, εξέφρασαν σήμερα Δευτέρα σε έκτακτη κοινή Συνέντευξη Τύπου ο Δήμαρχος Πειραιά κ. Γιάννης Μώραλης και ο Αντιπεριφερειάρχης Πειραιά κ. Γιώργος Γαβρίλης.

Αφορμή ήταν η συζήτηση κατά τη συνεδρίαση του  Κεντρικού Αρχαιολογικού  Συμβουλίου του θέματος: «Έγκριση ή μη κήρυξης-οριοθέτησης ως αρχαιολογικού χώρου του Δήμου Πειραιά και της περιοχής «Καστράκι», Δ.Ε. Δραπετσώνας, Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας, Περιφέρειας Αττικής» που αναμένεται να γίνει αύριο Τρίτη.

Ο δήμαρχος Πειραιά έχοντας τη στήριξη του κ. Γαβρίλη και όλων των φορέων της πόλης απέστειλε το απόγευμα της Δευτέρας επιστολή με την ένδειξη «εξαιρετικά επείγον» προς την υπουργό Πολιτισμού κυρία Μυρσίνη Ζορμπά και τον υφυπουργό Πολιτισμού κ. Κωνσταντίνο Στρατή. Στην επιστολή αναφέρεται στις έως τώρα ενέργειες που έχουν γίνει όπως το έγγραφο στις 17/12/2018 αρμόδιας υπηρεσίας στο αναφέρονταν μεταξύ άλλων ότι «ο Δήμος είναι κάθετα αντίθετος με την κήρυξη της περιοχής του ως αρχαιολογικός χώρος και η παρέμβαση που προτείνεται είναι καίρια και ζωτικής σημασίας για το Δήμο μας, καθόσον η υλοποίηση της σε πλήρη εφαρμογή του νόμου θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην ανάπτυξη της περιοχής και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει χωρίς εξαντλητική διερεύνηση».

Ο κ. Μώραλης σημειώνει επιπλέον στην επιστολή πως «η κήρυξη ως αρχαιολογικού χώρου όλης της περιοχής του δήμου Πειραιά σε όση έκταση μας αφορά και της ευρύτερης περιοχής όπως φαίνεται τείνει να λειτουργήσει ως μονομερής ενέργεια, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι απόψεις της αυτοδιοίκησης, των φορέων και κυρίως αυτών που θα επωμισθούν όλες τις συνέπειες από την μονομερή αυτή ενέργεια, δηλαδή των κατοίκων της πόλης».

Ακόμη ζητά από τους αρμόδιους υπουργούς την αναβολή και απόσυρση του θέματος από την συνεδρίαση της Τρίτης 5 Μαρτίου και την άμεση διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, για όσο χρόνο χρειαστεί, έτσι ώστε η όποια απόφαση να έχει την καλύτερη δυνατή απήχηση και το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στη ζωή της πόλης.

Κατά τη συνέντευξη Τύπου ο κ. Μώραλης τόνισε μεταξύ άλλων, ότι τόσο ο Δήμος Πειραιά όσο και οι άλλοι φορείς της πόλης αιφνιδιάστηκαν για το θέμα που θα συζητηθεί  στο Κ.Α.Σ., λέγοντας χαρακτηριστικά, πως  είναι απαράδεκτο να προγραμματίζεται συζήτηση και λήψη απόφασης για την κήρυξη του Πειραιά ως αρχαιολογικού χώρου και ο δήμαρχος της πόλης να ενημερώνεται μόλις την Παρασκευή τυχαία και από τρίτους.

Και συμπλήρωσε:  «Αντιλαμβάνεστε τι αντίκτυπο θα έχει μια ενδεχόμενη έγκριση του Πειραιά ως ενιαίου Αρχαιολογικού χώρου σε επίπεδο αναπτυξιακών έργων, όπως είναι ο Πύργος, το Μικρολίμανο, ο Άγιος Διονύσιος, η Ο.Χ.Ε., αλλά  ακόμα και σε έργα καθημερινότητας. Για να αναπλάσουμε π.χ.  μια πλατεία ή ακόμα και για να βάψουμε την όψη  ενός κτηρίου, θα χρειαζόμαστε την έγκριση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, με ό,τι συνεπάγεται αυτό σε επίπεδο διαδικασιών! Αυτό είναι παράλογο και δεν βοηθάει την ανάπτυξη του Πειραιά. Σε μια πόλη που έχουμε «λύσει χειρόφρενο» και προσπαθεί να εκτιναχθεί και να προοδεύσει, δεν θα μπει απλώς χειρόφρενο, αλλά ταχύτητα όπισθεν. Έχουμε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, προκειμένου τα επόμενα χρόνια να αλλάξει ο Πειραιάς προς το καλύτερο και με αυτή την εξέλιξη η πόλη θα πάει πίσω».

Ακόμη επεσήμανε πως δεν υπάρχουν  τεκμηριωμένες μελέτες για όλο το εύρος του Δήμου, οι οποίες  να δείχνουν ότι ο Πειραιάς είναι αρχαιολογικός χώρος.

O κ. Γαβρίλης σημείωσε σε δήλωση του πως «η προστασία και η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι μη διαπραγματεύσιμη αρχή και προτεραιότητα. Η αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου της πόλης του Πειραιά δεν πρέπει να εξελιχθεί σε μια διαφωνία μεταξύ εκείνων που εκπροσωπούν την προστασία και εκείνων που δεν την επιδιώκουν, όπως έχουμε πολλές φορές δει να συμβαίνει στο παρελθόν. Η πόλη του Πειραιά έχει συγκεκριμένες και γνωστές αρχαιότητες, νεώτερα και βιομηχανικά μνημεία. Η αποκατάσταση και η ανάδειξή τους δεν είναι αυτή που θα θέλαμε. Ως Περιφέρεια συστηματικά επιδιώκουμε και χρηματοδοτούμε πολλά έργα αναστήλωσης και ανάδειξης σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ. Τα μνημεία στη λιμενική ζώνη είναι γνωστά. Η είσοδος του ΥΠΠΟΑ στη λιμενική ζώνη δεν είναι προφανές τι επιπλέον θα προσφέρει ως προς την προστασία και μάλιστα την ίδια στιγμή που η «Πολιτιστική Ακτή» όλα δείχνουν να ναυαγεί και λόγω της ιδιωτικοποίησης του λιμανιού.»

Πρόσθεσε επιπροσθέτως ότι: «Σ’ αυτό το διαμορφωμένο ασφυκτικά αστικό περιβάλλον η επέκταση της ήδη υφιστάμενης κήρυξης δεν συνεισφέρει θετικά. Αντίθετα και με δεδομένο το δύσκαμπτο θεσμικό πλαίσιο θα οδηγήσει σε νέες δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις οποιοδήποτε τεχνικό έργο ή παρέμβαση στο δημόσιο και ιδιωτικό χώρο. Η πόλη, οι φορείς της δεν έχουν πειστεί για την  αναγκαιότητα της επέκτασης της κήρυξης. Αντίθετα, συνεκτιμώντας την αρνητική εμπειρία από άλλες περιοχές της Ελλάδας στις οποίες υφίστανται τόσο εκτεταμένες κηρύξεις, εύλογα ανησυχούν. Υπάρχει ανάγκη να υπάρξουν διαδικασίες διαλόγου και διαβούλευσης, να αποσαφηνιστούν τα όρια, οι σκοποί, οι επιδιώξεις της πρωτοβουλίας του ΥΠ.ΠΟ. Τέλος, πρέπει να είναι σαφές προς όλους ότι η συνεργασία μας με τις υπηρεσίες του ΥΠ. ΠΟ. είναι εξαιρετικά καλή και θετική, με μετρήσιμα αποτελέσματα. Αυτό όμως δεν πρέπει να υποκαταστήσει την ανάγκη σταθερών, θεσμικών, σχέσεων συνεργασίας, αρμοδιοτήτων. Κατά τη γνώμη μας η οριστική απόφαση πρέπει να αναβληθεί και να υπάρξει χώρος και επαρκής χρόνος για μια οργανωμένη θεσμικά συζήτηση».