Προκλητικό, τολμηρό και σίγουρα ασυνήθιστο, το μεγάλο αφιέρωμα του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο ελληνικό queer σινεμά, όπου παρουσιάζονται 38 μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως τις μέρες μας έδωσε αφορμή για διάλογο. Στην ανοιχτή συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 8 Νοεμβρίου στην Αποθήκη Γ’ του Λιμανιού, η κουβέντα άγγιξε διαφορετικές μεταξύ τους πλευρές, από τον ίδιο τον κινηματογράφο ως τη σεξουαλικότητα, την κοινωνία και την πολιτική.
Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ιρις Ζαχμανίδη, Τάκης Σπετσιώτης, Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Πάνος Χ. Κούτρας, Αγγελος Φραντζής, Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Χάρης Παπαδόπουλος και Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης. Ταινίες των παραπάνω προβάλλονται στο αφιέρωμα του Φεστιβάλ.
Ο επιμελητής του αφιερώματος Κωνσταντίνος Κυριακός είπε ότι προσπάθησε να μη δει τον όρο «queer» «απλώς αποτυπωμένο σε ταινίες που αφορούν την ομοφυλοφιλική θεματολογία, αλλά και σε όσες εμπεριέχουν μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση και μια γενικότερη αισθητική προσέγγιση που δεν αφορά αναγκαστικά άμεσα το ομοφυλοφιλικό πεδίο». Το «Vortex ή Το πρόσωπο της Μέδουσας», π.χ., του Νίκου Κούνδουρου ή ο «Ορέστης» του Βασίλη Φωτόπουλου. «Στην πρώιμη μεταδικτατορική περίοδο στην Ελλάδα κύριο μέλημα των δημιουργών ήταν πώς να συνδυάσουν τη σεξουαλική με την πολιτική τους ταυτότητα» τόνισε για τις ταινίες που επεξεργάστηκαν δύσκολα πολιτικά θέματα ή εκείνες που συνάντησαν πολλές δυσκολίες στη διανομή τους και τελικά παίχθηκαν μόνο σε Φεστιβάλ.
Για τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη, του οποίου οι ταινίες «Τρώες» (1990), «Caught Looking» (1991), «North of Vortex» (1991) και «Μια θέση στον ήλιο» (1994) προβάλλονται στο αφιέρωμα,  το «queer» ξεκίνησε ως βρισιά και έφθασε να αποτυπώνει μια «συνειδητή επιλογή του να προσπαθεί κάποιος να διαχωρίσει τη δική του θέση και σεξουαλικότητα μέσα στην ίδια την κοινότητα των ομοφυλοφίλων». Το πρόβλημα με το queer κίνημα είναι ότι «η μεγάλη πρόοδος στα δικαιώματα και τη διαφορετικότητα έγινε τελικά μέσα από μια πολύ συντηρητική επιλογή της γκέι κοινότητας να προωθήσει ζητήματα συμβίωσης και γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων, εν μέσω μιας εποχής όπου όλοι γύρω μας πέθαιναν από AIDS. Αυτοί κατάφεραν και άλλαξαν τελικά την πολιτική ατζέντα. Το πιο συντηρητικό κομμάτι του γκέι κινήματος άλλαξε ριζικά και παγκόσμια την αντιμετώπιση των γκέι».
Στην ίδια νόσο στάθηκε αρκετά και ο σκηνοθέτης Πάνος Χ. Κούτρας («Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά», 1999, «Στρέλλα», 2009), για τον οποίο η νόσος του AIDS έπαιξε ρόλο στην απόκτηση δικαιωμάτων στην queer κοινότητα. «Ουσιαστικά οι θάνατοι ανθρώπων από τον ιό οδήγησαν σε δράσεις που έθεσαν τις βάσεις για την αναγνώριση του δικαιώματος στη διαφορετικότητα». Ο Κούτρας μάλιστα θεωρεί το queer σημαντικό γιατί οριοθετεί «μια κουλτούρα που εκτείνεται από τον Οσκαρ Γουάιλντ έως τον Χανς Κρίστιαν Αντερσεν».
Ο σκηνοθέτης Αγγελος Φραντζής («Μέσα στο δάσος», 2010) αναφέρθηκε κυρίως στην κινηματογραφική φόρμα των queer ταινιών υπογραμμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο η φόρμα δημιουργεί έναν queer χαρακτήρα ανεξάρτητα αλλά και σε σχέση με το περιεχόμενο μιας ταινίας. Ο σκηνοθέτης Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης είπε ότι βλέποντας το φιλμ του «Οι άνδρες δεν κλαίνε» (2001) να προβάλλεται στο αφιέρωμα είναι ίσως η πρώτη φορά που αισθάνθηκε ότι έχει κάνει μια queer ταινία και ο σκηνοθέτης – σεναριογράφος Παναγιώτης Ευαγγελίδης («Δίπτυχο – Η αγάπη που δεν λέει τ’ όνομά της», 2011) είπε ότι με το ενδιαφέρον του στραμμένο πάντα στους «άλλους» ανθρώπους πικραινόταν που την ιστορία ορισμένων δεν τη μάθαινε κανείς. «Ηθελα λοιπόν να τις μοιραστώ αυτές τις ιστορίες, πρώτα με όσους είναι ίδιοι με εμένα και μετά με όλους τους άλλους. Και ταυτόχρονα, μέσα από αυτούς να δείξω και τη δική μου ιστορία».
Για τον Τάκη Σπετσιώτη («Μετέωρο και σκιά», 1985) ο όρος queer είναι «μια μαγική λέξη, καθώς τον όρο αυτόν περιβάλλει ένα σκοτάδι». Ανέφερε δε ότι χρειάστηκε να περιμένει πάνω από 30 χρόνια για να δει τελικά τα έργα του να αναλύονται ακαδημαϊκά. «Ανδρωθήκαμε μέσα στη δικτατορία προσπαθώντας να διεκδικήσουμε ελευθερίες. Το σεξ και η πολιτική ήταν αναγκαστικά τα θέματά μας».
Η σπουδαστική ταινία της Ιριδος Ζαχμανίδη «Το γελεκάκι» προβάλλεται στο αφιέρωμα. Η ταινία γυρίστηκε το 1976 και προβλήθηκε στο ΦΚΘ εκείνης της χρονιάς. «Η εποχή που ζούσαμε ήταν αρκετά έντονη» είπε η σκηνοθέτρια. «Από τη μία είχαμε τον απόηχο του γαλλικού Μάη του 1968 και από την άλλη τα μεγάλα κινήματα της Αμερικής με τα παιδιά των λουλουδιών. Στην Ελλάδα είχαμε το Πολυτεχνείο. Ηταν μια περίοδος γενικότερης διεκδίκησης της ελευθερίας που μας έδινε την ώθηση να πραγματευτούμε νέα θέματα. Το περίφημο μπαρ της Ράτκας επίσης μας διαμόρφωσε. Εκεί βρισκόμασταν όλοι και συζητούσαμε για ώρες».
«Επειδή κάποιος είναι ομοφυλόφιλος, δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά θα κάνει queer ή ομοφυλόφιλες ταινίες» είπε τέλος ο Χάρης Παπαδόπουλος μιλώντας για την ταινία του με τίτλο «Poste Restante – Ομόνοια» (1982), η οποία προβάλλεται στο αφιέρωμα. Το φιλμ είχε μια πολύ δύσκολη υποδοχή από το κοινό, ενώ και τα γυρίσματά του αποδείχθηκαν μια πρόκληση.