Για χρόνια οι ΣΥΡΙΖαίοι μας είχαν πρήξει ότι μία από τις μεγάλες θεσμικές τομές που θα έφερναν θα ήταν ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους.

Και τελικά κατάφερε ο Τσίπρας να κάνει μια συμφωνία που συνδέει οικονομικά την Εκκλησία και το κράτος στον αιώνα τον άπαντα.

Γιατί η συμφωνία που ανακοινώθηκε, έστω και ως «πρόθεση συμφωνίας» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ντιλ που ήρθε μετά από διαπραγμάτευση στην οποία κέρδισαν αυτοί που κάνουν τέτοια παζάρια αιώνες τώρα και ξέρουν να βγαίνουν κερδισμένοι.

Η Εκκλησία παίρνει την πλήρη νομοθετική κατοχύρωση της υποχρέωσης του κράτους να πληρώνει για τη μισθοδοσία των κληρικών.

Παίρνει επίσης την παραίτηση του δημοσίου από τις αξιώσεις στην εκκλησιαστική περιουσία που μπορεί να είχε, εφόσον συμφώνησαν σε συνεκμετάλλευση.

Τι κερδίζει το δημόσιο;

Κερδίζει μια τυπική αλλά όχι ουσιαστική αλλαγή στον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, εφόσον δεν θα προσμετρούνται οι κληρικοί.

Κερδίζει τη δυνατότητα να κάνει διορισμούς στο δημόσιο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα έχουν αντίρρηση οι θεσμοί.

Κερδίζει κάποια έσοδα από τη συνεκμετάλλευση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Τι κερδίζει ο Τσίπρας;

Κατά βάση μια πολύ γερή αβάντα σε ένα κοινό που επηρεάζεται από την Εκκλησία.

Στο κοινό του θα πουλήσει ότι είναι βήμα για την «ουδετερότητα» του κράτους και σε πιο πλατύ κοινό θα το παρουσιάζει ως βήμα συμφιλίωσης με την εκκλησία.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον χωρισμό εξουσίας και κράτους και τον πραγματικό θεσμικό εκσυγχρονισμό;

Καμία.

Έχουν να κάνουν με το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας (που ήταν σημαντικό θέμα για την Εκκλησία) και με την προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ.

Κοινώς έχουν να κάνουν με το παγκάρι.

Το κανονικό αλλά και το εκλογικό.

Και έχουν να κάνουν με τον ατέλειωτο τακτικισμό του Τσίπρα και την ικανότητά του να αλλάζει διαρκώς το θέμα της συζήτησης, έτσι ώστε να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων στη δημόσια σφαίρα και να καλύπτονται άλλα θέματα.

Η οικονομία δεν είναι στα καλύτερά της, οι θεσμοί είναι σκληρά καρύδια στη διαπραγμάτευση για τις συντάξεις, ο Κοτζιάς με κάθε του συνέντευξη παρουσιάζει μια εικόνα ακόμη πιο μπάχαλο της κυβέρνησης, τα γεωπολιτικά είναι σε κρίσιμη καμπή και ο Τσίπρας κατορθώνει να διαμορφώνει αυτός το πεδίο της συζήτησης.

Και πώς να μην το κάνει όταν απέναντί του έχει έναν αντίπαλο, τον Κυριάκο Μητσοτάκη που απλώς έχει κάτσει πάνω στη βεβαιότητα ότι θα εκλεγεί, δεν παίρνει ουσιαστικές πρωτοβουλίες (ο Τσίπρας άνοιξε το θέμα του Συντάγματος και όχι ο Μητσοτάκης), δεν ξεμπερδεύει με τους «σκελετούς της διαπλοκής» στα ντουλάπια της ΝΔ, και αναμειγνύει το δικό του ακραίο νεοφιλελευθερισμό με τον βαθύ αυταρχικό νεοσυντηρητισμό των εσωκομματικών του συμμάχων, καταλήγοντας ενίοτε να παίρνει θέσεις αντίθετες από αυτές  που κανονικά θα είχε (π.χ. Μακεδονικό).

Βέβαια μένει να δούμε πώς θα εξελιχθούν όλα αυτά.

Γιατί κάποια πέραν της τακτικής έρχεται και η πραγματικότητα.

Και τότε οι άνθρωποι γυρνάνε την πλάτη στα εύκολα σχήματα και στα κόλπα και στους επικοινωνιακούς χειρισμούς.

Ακόμη και σε αυτούς που υπόσχονται… σοσιαλισμό στο παγκάρι.