Η λέξη λαϊκιστής συζητείται ευρέως στους κύκλους των πολιτικών επιστημόνων, ορισμένοι θεωρούν ότι είναι πολύ ασαφής και άλλοι τη χαρακτηρίζουν υποτιμητική. Παρά τις προφανείς διαφορές τους, οι απανταχού λαϊκιστές έχουν κάτι κοινό. Ασκούν μεγάλη επιρροή κυρίως με την επίκληση του συναισθήματος και ανασύροντας λέξεις στομφώδεις, όπως ασφάλεια, μετανάστευση, φόβος και φτωχοποίηση. Εν τέλει, οι λαϊκιστές καταφέρνουν να ξεσηκώσουν, να κινητοποιήσουν και να κατακτήσουν ολοένα και μεγαλύτερα ακροατήρια.
«Κατά κάποιον τρόπο, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα παγκόσμιο εθνικό-λαϊκιστικό κύμα» αναφέρει ο Ζακ Ρούπνικ, πολιτικός επιστήμονας του Διεθνούς Κέντρου Ερευνών (CERI) της Ανώτατης Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, στη «Figaro». Η γαλλική εφημερίδα, με αφορμή το πρόσφατο αποτέλεσμα στη Βραζιλία όπου ένας ακροδεξιός λαϊκιστής, ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, εξελέγη πρόεδρος με ένα θριαμβευτικό 56%, επιχειρεί μια «περιήγηση» στον κόσμο και στις χώρες όπου η ηγεσία τους μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί λαϊκιστική.
Από τις Φιλιππίνες, την Ινδία και το Πακιστάν, ως τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό, αμφιλεγόμενοι μέχρι πρόσφατα άνδρες κατάφεραν να κατακτήσουν το ανώτατο αξίωμα εν πολλοίς βασιζόμενοι σε έναν πολιτικό λόγο υπερβολής, προσφέροντας εύκολες λύσεις σε σύνθετα προβλήματα, φέρνοντας τα πάνω κάτω στην πολιτική σκηνή.
Από την Αμερική…
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον αρχηγό κράτους στον κόσμο, ο αμερικανός νυν πρόεδρος ενσαρκώνει το λαϊκιστικό κύμα δυσπιστίας του κατεστημένου. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν αυτός που προέβαλε το προφίλ του ανορθόδοξου, πλην όμως αποτελεσματικού ηγέτη, του ανθρώπου που αναγορεύτηκε σε ένα είδος ιεροκήρυκα της λευκής μεσαίας τάξης και των εργατών που έβλεπαν ότι η Ουάσιγκτον τους έχει εγκαταλείψει στη μοίρα τους. Και πράγματι, πέρασε το κατώφλι του Λευκού Οίκου αφού αποκόμισε οφέλη από τον θυμό εκατομμυρίων Αμερικανών απογοητευμένων από το παλιό οικονομικό και πολιτικό σύστημα.
Στη Βραζιλία, ο Μπολσονάρο μολονότι είχε μακρά πολιτική καριέρα (εκλέγεται βουλευτής από το 1991) ποτέ δεν ανέλαβε πόστο ευθύνης. Ως εκ τούτου, το ότι παρουσιάστηκε ως ο μοναδικός υποψήφιος με «καθαρά χέρια» ήταν το στοιχείο που έδωσε φτερά στην προεκλογική του κούρσα: «Ο λαϊκισμός», επισημαίνει ο Ντομινίκ Ρεϊνιέ, καθηγητής της Σχολής Πολιτικών Επιστημών στο Παρίσι, «είναι ένα κίνημα που ξεκινά από την ελίτ που βρίσκεται στο περιθώριο του συστήματος και η οποία προσπαθεί να καταλάβει το κέντρο».
…στην Ευρώπη…
Η Ευρώπη είναι το εργαστήριο πολλών «αντισυστημικών» κυβερνήσεων και κομμάτων που αμφισβητούν παγιωμένες θέσεις και αντιλήψεις. Η αρχή έγινε τον Ιούνιο του 2016, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ, με τους λαϊκιστές πολιτικούς υποκινητές του Brexit να δίνουν επί το πλείστον έμφαση σε θέματα εθνικής κυριαρχίας, χωρίς να κάνουν σαφείς τις επιπτώσεις από την απόφαση αυτή.
Σήμερα, ηγέτες με λαϊκιστικό προφίλ, ιδίως στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, διαδέχονται ο ένας τον άλλον: από τον Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία, τον Αντρέι Ντούντα στην Πολωνία ως τον Μίλος Ζέμαν στην Τσεχία. Ενώ η Ιταλία είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες όπου ο λαϊκισμός κατέκτησε την εξουσία, με την ετερόκλητη συμμαχία της Λέγκας εκ δεξιών και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων εξ αριστερών.
«Σε αυτές χώρες υπάρχει ένα κοινό δομικό συστατικό: αντιπροσωπεύουν την ίδια τάση εσωτερικής αναδίπλωσης, μια εικόνα ενός πολιορκημένου φρουρίου. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά με τον φασισμό της δεκαετίας του ’30, που ήταν ουσιαστικά επεκτατικός» εξηγεί στη «Figaro» ο πρώην διπλωμάτης και ερευνητής του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων IFRI Φιλίπ Μορό Ντεφράζ και προσθέτει: «Πρόκειται για μια τάση που οι ίδιοι οι λαϊκιστές ορίζουν περισσότερο ως προστασία από τις ολέθριες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης».
…και στις αναδυόμενες χώρες
Τα ίδια λαϊκιστικά χαρακτηριστικά συναντώνται και μακριά από τη Γηραιά Ηπειρο, σε αναδυόμενες χώρες, όπως λόγου χάρη στην Ινδία, όπου ο Ναρέντρα Μόντι φροντίζει να κάνει συνεχώς επίκληση στην εθνική ανεξαρτησία (χρησιμοποιεί για παράδειγμα το «made in India» κυρίως σε θέματα που άπτονται της βιομηχανίας ή της τεχνολογίας). Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι πολιτικοί επιστήμονες στη «Figaro», στις αναδυόμενες χώρες οι ηγέτες έρχονται αντιμέτωποι με ένα λαϊκό αίσθημα απογοήτευσης.
«Μπροστά στην απίστευτη εξέλιξη της Ιστορίας, οι λαϊκές τάξεις τρέφονται από τη φιλοδοξία, όμως βλέπουν ότι η πρόοδος δεν είναι γρήγορη. Οι χώρες τους εξακολουθούν να αναδύονται αλλά βρίσκονται ταυτόχρονα αντιμέτωπες με τα δομικά προβλήματα παλαιών χωρών. Ετσι προκύπτουν δύο τάσεις. Στον Νότο, η φιλοδοξία διαψεύδεται και στον Βορρά επικρατεί φόβος για υποβάθμιση» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ντεφράζ.
Σε αυτές τις χώρες, των οποίων οι κρατικές δομές είναι εύθραυστες, το πρόβλημα προκύπτει μόλις οι πολιτικές ελίτ, που είναι εγγυήτριες των θεσμών, αποτύχουν στον ρόλο τους. Ετσι, η καταπολέμηση της διαφθοράς και της ανασφάλειας τροφοδοτεί τις εκστρατείες λαϊκιστών όπως ο Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες ή ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Ο πρώτος έχτισε τη φήμη εκείνου που θα πατάξει το εμπόριο ναρκωτικών χωρίς να διστάσει να δηλώσει: «Ξεχάστε τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν γίνω πρόεδρος θα χυθεί αίμα». Κι ο δεύτερος, ανέσυρε στην επιφάνεια κάτι που τελείωσε με την πτώση της στρατιωτικής χούντας: την παρουσία του στρατού στους δρόμους με στόχο να επιστρέψει η ασφάλεια.