Οι εκλογές στη Βαυαρία συνήθως δεν προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον. Όμως, αυτή τη φορά βρέθηκαν στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης στην Ευρώπη. Η μεγάλη υποχώρηση των Χριστιανοκοινωνιστών, σε συνδυασμό με την καταβαράθρωση των σοσιαλιστών, η εμφανής κρίση του «μεγάλου συνασπισμού», τα βέλη που στρέφονται κατά της Μέρκελ σε συνδυασμό με την άνοδο τόσο των Πρασίνων όσο και της ακροδεξιάς AfD, ήρθαν να υπογραμμίσουν μια συνθήκη βαθιάς πολιτικής κρίσης.

Όμως, αυτή η έρπουσα αρχικά και τώρα εμφανής και ανοιχτή πολιτική κρίση, αυτή η «κρίση αυθεντίας» του ίδιου του γερμανικού πολιτικού συστήματος, δεν εμφανίστηκε τώρα. Στην πραγματικότητα είχε αποτυπωθεί και στα αποτελέσματα των ομοσπονδιακών εκλογών του 2017 και στη μακρά περίοδο που πήρε η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης. Άλλωστε, και η τρέχουσα κυβερνητική επιλογή, δεν ανήκε στον αρχικό σχεδιασμό κανενός κόμματος και απλώς αναγκάστηκαν να καταλήξουν στην επανάληψη του «μεγάλου συνασπισμού», αφού εξαντλήθηκε κάθε εναλλακτική δυνατότητα.

Το παράδοξο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια Γερμανία που παραμένει αλώβητη από την κρίση, που βλέπει το βιοτικό επίπεδο να ανεβαίνει, την ανεργία σε πολύ χαμηλά επίπεδα και όπου η εισδοχή σημαντικού αριθμού προσφύγων, δεν δημιούργησε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα στην Γερμανική οικονομία, ούτε επηρέασε αρνητικά κάποιο κοινωνικό δείκτη.

Η «δομική» ανασφάλεια των ευρωπαϊκών κοινωνιών

Μόνο που όποιος μείνει σε αυτό το επίπεδο μόνο, χάνει τη βασική αλλαγή που έχει συντελεστεί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ήδη πριν από την μεγάλη οικονομική κρίση του 2007-2008, δηλαδή τη «δομική» ανασφάλεια που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες.

Οι σημερινές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες γενικά χαρακτηρίζονται από υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από το παρελθόν. Όμως σε αντίθεση με προηγούμενες δεκαετίες, αυτό το βιοτικό επίπεδο θεωρείται από μεγάλα τμήματα των κοινωνιών ότι είναι σε διαρκή διακινδύνευση. Δεν υπάρχει, δηλαδή, η ίδια αίσθηση ότι είναι εγγυημένο, ούτε εντάσσεται η όποια τρέχουσα ατομική οικονομική κατάσταση, σε ένα συνολικότερο συλλογικό αφήγημα ευημερίας.

Ας μην ξεχνάμε ότι παρά την βελτίωση των οικονομικών μεγεθών, το ποσοστό απασχόλησης σε επισφαλείς θέσεις παντού αυξάνεται, μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών υπηρεσιών είναι εμπορευματοποιημένο, ενώ κυριαρχεί και ο φόβος ότι τα πράγματα μπορεί να χειροτερεύσουν.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο, ενώ σε επίπεδο συνολικά Ευρώπης οι πολίτες προκρίνουν την μετανάστευση και την τρομοκρατία ως τα δύο σοβαρότερα ζητήματα, όταν αναφέρονται στο ποια θεωρούν ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα της χώρας τους προκρίνουν την ανεργία, την υγεία και την κοινωνική ασφάλιση.

Η κρίση των παραδοσιακών κομμάτων

Την ίδια στιγμή, το σύνολο των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας (χριστιανοδημοκρατικά, φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά), πέραν του να εμφανίζουν μια εντυπωσιακή σύγκλιση πολιτικών, σφραγίζονται από μια εντυπωσιακή απουσία οράματος.

Απουσιάζει, δηλαδή, τόσο κάτι ανάλογο της αρχικής ιδεολογίας του «κοινωνικού κράτους» στις διάφορες παραλλαγές του, ως όραμα μιας κοινωνίας ενός εγγυημένου και ασφαλούς επιπέδου διαβίωσης και κοινωνικών παροχών, όσο και κάτι ανάλογο της αρχικής εμφάνισης του «νεοφιλελευθερισμού» ως της υπόσχεσης ότι η επέκταση της αγοράς σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση (και τη συμφιλίωση των αντίπαλων πόλων του Ψυχρού Πολέμου) θα έφερνε ατομικές δυνατότητες ακόμη μεγαλύτερης ευημερίας.

Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη πληρώνει το ίδιο το κόστος της «επιτυχίας» της. Το βάθεμα της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο τρόπος, δηλαδή, που όντως ένα σημαντικό μέρος των αποφάσεων λαμβάνεται, κρίνεται ή έστω αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει ως συνέπεια μια υπονόμευση των πολιτικών διαδικασιών στα εθνικά κράτη που βιώνεται και ως απώλεια κυριαρχίας. Αυτό, με τη σειρά του, επιτείνει την εικόνα μιας πολιτικής σκηνής στην οποία δεν λαμβάνονται οι ουσιώδεις αποφάσεις.

Όλα αυτά επικαθορίζονται και από την ίδια τη μετάλλαξη του πολιτικού προσωπικού. Οι παραδοσιακοί τρόποι ανέλιξης των πολιτικών, με την ιεραρχία των εκλογικών μαχών από τις τοπικές μέχρι τις εθνικές, με τη σημασία της οικοδόμησης δεσμών και την τριβή με τους ψηφοφόρους, ολοένα και περισσότερο αντικαθίστανται από τεχνικές πολιτικού μάρκετινγκ και προώθηση προσώπων που προέρχονται από τις «περιστρεφόμενες θύρες» ανάμεσα στις επιχειρήσεις και την πολιτική.

Καθόλου τυχαίο ότι πληθαίνουν οι πολιτικοί που όσο φωτογενείς και αποτελεσματικοί είναι στην ψηφιακή δημοσιότητα, άλλο τόσο αποτυγχάνουν να κάνουν μια πραγματική συζήτηση με έναν απλό άνθρωπο στο δρόμο.

Όλα αυτά διαμορφώνουν μια βαθύτερη συνθήκη αποξένωσης των κοινωνιών από τις πολιτικές ελίτ στην Ευρώπη, μια συνθήκη στην οποία οι άνθρωποι μπορεί να ψηφίζουν κι έτσι να θεωρούν ότι «εκφράζονται», αλλά έχουν απεμπολήσει την εμπιστοσύνη στη δυνατότητα οι δικές τους πολιτικές επιλογές να επηρεάζουν την κατεύθυνση της χώρας τους και της Ευρώπης.

Η ανάδυση του «λαϊκισμού»

Είναι αυτός ο συνδυασμός ανάμεσα στην «δομική» ανασφάλεια, ανεξαρτήτως συγκυριακών οικονομικών τάσεων, και την αποξένωση από το πολιτικό σύστημα που γεννά το χώρο για κάθε είδους πολιτικά φαινόμενα.

Εδώ μπορούμε να δούμε τον τρόπο που εμφανίζεται η ανησυχία για τη μετανάστευση. Οι πραγματικές μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων και των προσφυγικών κυμάτων είναι διαχειρίσιμες.

Είναι μικρότερες από προηγούμενα πραγματικά μεγάλα κύματα και η Ευρώπη έχει την οικονομική δυνατότητα να απορροφήσει αυτά τα μεταναστευτικά κομμάτια αλλά και να έχει ένα θετικό δημογραφικό και οικονομικό όφελος.

Όμως, ο συνδυασμός ανάμεσα στην δομική ανασφάλεια, και έναν βαθιά ριζωμένο (σε ορισμένες περιπτώσεις από την εποχή της αποικιοκρατίας) «θεσμικό» ρατσισμό, μαζί με δεκαετίες επένδυσης στη ρατσιστική ρητορική από την ακροδεξιά αλλά και μέρος των συστημικών κομμάτων, κάνει εύκολη, δυστυχώς, τη μετατόπιση από την κοινωνική ανασφάλεια και δυσαρέσκεια, στη μεμψιμοιρία εναντίον αυτών που είναι απλώς σε χειρότερη μοίρα.

Ως αποτέλεσμα, σε αρκετές περιπτώσεις σήμερα στην Ευρώπη το προσφυγικό ανάγεται σε κομβικό ζήτημα, ακόμη και σε χώρες που έχουν ελάχιστο αριθμό προσφύγων, παρότι στη πραγματικότητα δεν απειλούν οι πρόσφυγες ούτε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες ούτε το κοινωνικό κράτος.

Όλα αυτά διαμορφώνουν το έδαφος για την εμφάνιση και νέων πολιτικών μορφωμάτων. Η κυρίαρχη τάση είναι όλα αυτά να χαρακτηρίζονται συλλήβδην «λαϊκισμός». Πέραν των ανοιχτών θεωρητικών ζητημάτων που υπάρχουν ως προς τον ορισμό του λαϊκισμού, υπάρχει και το προφανές πρόβλημα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής ένας ορισμός που ενσωματώνει στο ίδιο πλαίσιο ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών ρευμάτων, από τη ριζοσπαστική αριστερά έως τη ρατσιστική ακροδεξιά.

Ακόμη περισσότερο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το υποστηρίζεται ότι από το Podemos και τον Μελανσόν, μέχρι τον Σαλβίνι και τον Όρμπαν, έχουμε να κάνουμε με ένα ενιαίο «λαϊκιστικό» φαινόμενο, αδυναμία κατανόησης διαφορετικών φαινομένων αποτυπώνει, παρά ορθή κατηγοριοποίηση. Εκτός και εάν «λαϊκισμός» γίνεται απλώς το συνώνυμο κάθε ρεύματος που δεν ανήκει στο ευρωπαϊκό πολιτικό  mainstream.

Το ίδιο είχαμε παρατηρήσει και στην προσέγγιση φαινομένων και πέραν των ορίων της Ευρώπης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την εύκολη συμπερίληψη του αμερικανού προέδρου Ντοναλντ Τραμπ στη ίδια χορεία των «λαϊκιστών» με τους προηγούμενους.

Και βέβαια, μια τέτοια αδυναμία ορισμού φαινομένων ή το τσουβάλιασμα διαφορετικών πραγμάτων κάτω από την ίδια ταμπέλα, είναι απλώς  η βασιλική οδός για πολιτικές επιλογές που απλώς επιτείνουν τα φαινόμενα της πολιτικής κρίσης.

Προφανώς και μπορούμε να δούμε κοινά στοιχεία σε πολιτικούς ή ρεύματα που έχουν μια ρητορική σύγκρουσης με τις πολιτικές ελίτ ή διεκδικούν να δώσουν ξανά το λόγο στον «απλό άνθρωπο». Όμως, και εκεί θα διαπιστώσει κανείς ότι το ερώτημα είναι με ποιες πολιτικές συνδυάζεται αυτή η ρητορική.

Θα διαπιστώσει έτσι κανείς ότι πολλές φορές η «λαϊκιστική» ρητορική συνδυάζεται με τον ρατσισμό, τον αυταρχικός νεοσυντηρητισμό και με οικονομικές πολιτικές που λίγο απέχουν από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, ακόμη και εάν συνδυάζονται, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας, με μερική αμφισβήτηση μιας ορισμένης εκδοχής δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Είναι μάλιστα αυτό ένα ιδεολογικό αμάλγαμα, το οποίο δείχνει να έχει μια ιδιότυπη απήχηση στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται αποδεκτό, όπως π.χ. στην Αυστρία, σε άλλες όπως είναι οι χώρες της «διεύρυνσης» όπως η Ουγγαρία, ή ιδιαίτερη περίπτωση της Ιταλίας, όλοι σπεύδουν να το καταδικάσουν.

Μόνο που αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ, ιδίως των χωρών του ευρωπαϊκού «κέντρου», είναι ότι αυτό το αμάλγαμα έρχεται να καλύψει το κενό που αφήνει η κρίση των παραδοσιακών κομμάτων, όμως με υλικά που προηγουμένως και η κεντροαριστερά και η κεντροδεξιά είχαν χρησιμοποιήσει.

Τελικά τι θέλουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες;

Και το χειρότερο από όλα είναι ότι η απάντηση στην κρίση στρατηγικής των παραδοσιακών κομμάτων και στη διαφαινόμενη άνοδο αυτή της νέας «λαϊκιστικής» ακροδεξιάς, που προκρίνεται είναι η ενσωμάτωση στοιχείων της τελευταίας, στοιχείο που απλώς τη δικαιώνει και τελικά την ενισχύει, καθώς κάνει τις αντιπροσφυγικές πολιτικές και τον αυταρχισμό ακόμη περισσότερο κομμάτι του πολιτικού mainstream.

Κι όλα αυτά τη στιγμή που καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι «αυτό θέλουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες». Μαζικά φαινόμενα ρατσισμού ή απήχησης ακροδεξιών ή νεοφασιστικών απόψεων σίγουρα υπάρχουν. Όμως, ακόμη απέχουν από το να αποτελούν την πλειοψηφική τάση.

Έρευνα του Pew Research Center έδειξε ότι ένα εντυπωσιακό 77% των ευρωπαίων πολιτών θέλουν οι χώρες τους να υποδεχτούν πρόσφυγες. Όλες οι πρόσφατες έρευνες δείχνουν σταθερή υποστήριξη προς την κρατική παρέμβαση, εγγύηση και ενίσχυση του «κοινωνικού κράτους». Το ποσοστό των πολιτών  που θέλουν αναδιανομή εισοδήματος δεν έχει μειωθεί στην Ευρώπη. Οι πολίτες είναι κατά πλειοψηφία δυσαρεστημένοι με το πώς λειτουργούν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες αλλά διατηρούν πλειοψηφικά θετικές τοποθετήσεις υπέρ της δημοκρατίας, αντιπροσωπευτικής και άμεσης, και αντίστοιχα αρνητικές γνώμες για τις αυταρχικές λύσεις.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι πολίτες δεν επιθυμούν ούτε κοινωνίες θρυμματισμένες σε ένα διαρκή αγοραίο ανταγωνισμό, ούτε παραλλαγές αυταρχικών και αντιδημοκρατικών καθεστώτων. Το αίτημα παραμένει υπέρ κοινωνιών δημοκρατίας, δικαιοσύνης, κοινωνικής προστασίας και αναδιανομής.

Ούτε είναι τυχαίο ότι οι εκλογές στη Βαυαρία συνέπεσαν με μια τεράστια αντιφασιστική διαδήλωση στο Βερολίνο, ένδειξη κι αυτή του γεγονότος ότι η πραγματικότητα είναι λιγότερο σχηματική από αρκετές εκτιμήσεις για αυτή.

Το γεγονός, όμως, ότι όλα αυτές οι αγωνίες και επιθυμίες εμφανώς δεν βρίσκουν σήμερα εμφανή πολιτική αντιπροσώπευση ορίζει εν τέλει και το πραγματικό πολιτικό κενό στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτικό πεδίο.