Το αγαπημένο τους παιχνίδι ήταν να βάζει ο ένας τον άλλον να διαλέξει ανάμεσα σε δύο απίθανα ενδεχόμενα. Του τύπου: να τρως κάθε μέρα το ίδιο φαγητό ή να βλέπεις την ίδια ταινία; Να κοιμάσαι όλη σου τη ζωή στο κρεβάτι των γονιών σου ή στην μπανιέρα; Μια μέρα η μεγάλη του κόρη είχε έμπνευση: να δουλεύεις στη «Figaro» –τον ρώτησε –ή να είσαι άνεργος;
Υπό άλλες συνθήκες, ο Γκρεγκουάρ Μπιζό δεν θα είχε δίλημμα: στη «Figaro» ποτέ! Κι αν είχε άδικο; Αν ήταν προκατειλημμένος; Ο αρχισυντάκτης του πολιτικού ρεπορτάζ της «Libération» αποφάσισε έτσι, ύστερα από συνεννόηση με τον διευθυντή του, να προτείνει στη μεγάλη ανταγωνίστρια μια ανταλλαγή δημοσιογράφων. Για μια μέρα. Σαν παιχνίδι. ‘Η για να μπορεί να δώσει μια απάντηση στην κόρη του.
Εκείνο το πρωί, η γυναίκα του τον συνέλαβε να κάνει κάτι πρωτοφανές: να σιδερώνει ένα πουκάμισο. «Δεν θέλω να δώσω όπλα στους εχθρούς μου» μουρμούρισε με ένοχο ύφος. «Δεν θέλω να τους προσφέρω αυτό που τους αρέσει να μισούν: αριστεροί δημοσιογράφοι με τσαλακωμένα πουκάμισα και τρύπιες κάλτσες». Ο διευθυντής της «Figaro» άλλωστε, ο Αλεξίς Μπρεζέ, είναι γνωστός για τις υποδειγματικές κάλτσες που φοράει. Στην πρωινή σύσκεψη, όπου παρέστη ο Μπιζό, φορούσε μπλε κάλτσες με μπορντό σιρίτια. Très chic.
Η πρώτη σύσκεψη στη «Figaro» γίνεται στις 9 το πρωί. Δέκα άνδρες (από τους οποίους οι τρεις με «de» στο επώνυμό τους, που δείχνει την ευγενή καταγωγή τους) και μια γυναίκα, που σπανίως ανοίγει το στόμα της. Ασπρα μαλλιά και σιδερωμένα πουκάμισα χωρίς γραβάτα. Το αντικείμενο είναι ο προγραμματισμός για τις επόμενες ημέρες.
Ο υποδιευθυντής αρμόδιος για την πολιτική και την κοινωνία προτείνει ένα θέμα για τον ιμάμη της Τουλούζης, σπεύδει όμως να το χαρακτηρίσει βαρετό. Ο υπεύθυνος οικονομικού παρουσιάζει έναν φάκελο για τις ανεμογεννήτριες, που «σκοτώνουν περισσότερες νυχτερίδες από πουλιά». «Εμένα δεν μου αρέσουν οι ανεμογεννήτριες» του απαντά ένας άλλος.
Ακολουθεί, στις δέκα ακριβώς, η μεγάλη σύσκεψη των επικεφαλής των τμημάτων. Εδώ η αναλογία είναι καλύτερη: 20 άνδρες και 5 γυναίκες. Οι ρυθμοί είναι γρήγοροι, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Ξεκινούν από τις επιδόσεις της προηγουμένης, τα άρθρα που διαβάστηκαν περισσότερο στο Web. Εκείνο το πρωί έρχεται για άλλη μια φορά πρώτο το ρεπορτάζ της Εζενί Μπαστιέ, της νεαρής ιέρειας της αντιδραστικής Δεξιάς. Θέμα του: «Κρίση της αρρενωπότητας, το νέο φαινόμενο που διαπερνά τη Δύση». Τρεις συσκέψεις αργότερα, όλες στον ίδιο φρενήρη ρυθμό, ο επισκέπτης δημοσιογράφος είναι αναγκασμένος να αναγνωρίσει ότι η γαλλική Δεξιά μπορεί να κοιμάται ήσυχη. Η εφημερίδα της είναι σε καλά χέρια.
Η ναυαρχίδα του γαλλικού Τύπου απασχολεί 450 δημοσιογράφους (από τους οποίους οι 150 εργάζονται αποκλειστικά για το σάιτ), έχει 95.000 ψηφιακούς συνδρομητές, τρία τηλεοπτικά στούντιο και 20 εκατομμύρια μοναδικούς επισκέπτες τον μήνα. Το καμάρι της είναι το newsroom της, όπου εργάζονται πενήντα δημοσιογράφοι 24 ώρες το 24ωρο. Εδώ επικρατεί απόλυτη σιωπή, το μόνο που ακούγεται είναι ο θόρυβος των πλήκτρων. Ο δημοσιογράφος της «Libération» δεν μπορεί να πιστέψει στ’ αφτιά του. Γρήγορα θα καταλάβει ότι το ίδιο συμβαίνει σε όλη την εφημερίδα. «Εδώ έχουμε αποχρώσεις της σιωπής. Το πιο συναρπαστικό πράγμα που μπορεί να μας συμβεί είναι μια πυρετώδης σιωπή, όπως όταν πέθανε ο Σερζ Ντασό» του εξομολογείται ένας συντάκτης (που ευλόγως δεν κατονομάζεται). «Η στράτευση στη σκληρή Δεξιά είναι όπως η θρησκεία, γίνεται στη σιωπή» του λέει ένας άλλος. Ο Αλεξίς Μπρεζέ έχει μια διαφορετική θεωρία: «Εδώ δεν συνηθίζεται να παίρνει όποιος θέλει τον λόγο, δεν υπάρχουν άλλωστε θέματα που μας χωρίζουν»…
Τι βαρετό! Πόσο απαισιόδοξο είναι η πρώτη εφημερίδα της Γαλλίας να θυμίζει νεκροταφείο! Ο Ζαν-Κριστόφ Μπουισόν, υποδιευθυντής του «Figaro Magazine», δεν μπορεί να κρύψει την περιφρόνησή του για το γεγονός ότι η «Libération» παρουσιάζει ακριβώς την αντίθετη εικόνα. Γι’ αυτό και την επισκέφθηκε μια Κυριακή, ώστε να μην πέσει σε υπερβολικά πολλούς αριστερούς. Ολα εδώ είναι χύμα: τα τμήματα είναι ανακατεμένα, τα γραφεία «μοιάζουν με υπνοδωμάτια εφήβων που τους άφησες μόνους για τρεις μήνες», παντού βιβλία, εφημερίδες και αντικείμενα «που δεν μπορείς να υποψιαστείς τη χρήση τους». Σε ένα γραφείο βλέπεις ένα κομμάτι από το ταβάνι που έπεσε τη νύχτα! Παράθυρα δεν υπάρχουν –«μήπως φοβούνται τις αυτοκτονίες;». Δίπλα στους κάδους σκουπιδιών και τους εκτυπωτές είναι τα γραφεία των αρχισυντακτών και από πάνω δεσπόζει μια μεγάλη αφίσα του Κιμ Γιονγκ Ιλ και του Κιμ Γιονγκ Ουν με το σύνθημα: «Οι ηγέτες μας δείχνουν τον δρόμο» (η «Libération» σχολιάζει ότι πρόκειται για τον Κιμ Ιλ Σουνγκ και όχι για τον Κιμ Γιονγκ Ουν, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τη «Figaro»).
Ο δημοσιογράφος του «Figaro Magazine» περπατά στους διαδρόμους και πέφτει συνεχώς πάνω σε βιβλία, παντού βιβλία, «απόδειξη ότι αυτή η εφημερίδα, παρά τον διακηρυγμένο προοδευτισμό της, παραμένει μια ενσάρκωση του παλιού κόσμου, του Γουτεμβέργιου, του γραπτού, του στυλ». Η ειρωνεία διατρέχει όλο το κείμενό του. Στη σύσκεψη πανηγυρίζουν για τη στροφή της Λατινικής Αμερικής προς τα αριστερά, «ευτυχώς που είναι νωρίς και δεν μπορούν να παραγγείλουν μια γιγάντια παέγια για να το γιορτάσουν».
Μια συντάκτρια που στο μπράτσο της έχει χτυπήσει μια σαλαμάνδρα προτείνει ένα θέμα για έναν τραγουδιστή της πανκ που έγινε κακοποιός –«ή το ανάποδο, δεν θυμάμαι πια». Κάποιος πήρε συνέντευξη από την Τζόαν Μπαέζ με αφορμή την επίσκεψή της στο Παρίσι, «δεν λέει τίποτε ενδιαφέρον, αλλά είναι η Τζόαν Μπαέζ!».
Ο Μπουισόν επισκέπτεται την καφετέρια και διαπιστώνει έκπληκτος ότι προσφέρουν δωρεάν καφέ και τσάι. Σε έναν τοίχο έχουν κολλήσει διάφορα post-it με ατάκες που έχουν ακουστεί στις συσκέψεις: «Εγώ δεν την έβλεπα έτσι, την κλειτορίδα». «Οταν κλάνεις σε ένα τηλεοπτικό πλατό, νομίζω πως δεν ακούγεται». Τσ τσ τσ, so Libé! Πώς να πάει μπροστά η Αριστερά, πώς να ορθοποδήσει η Γαλλία…
Τελικά η ιδέα της ανταλλαγής δημοσιογράφων είναι πολύ επιτυχημένη και πολύ διδακτική, μακάρι να μπορούσαμε να τη δοκιμάσουμε και στην Ελλάδα. Με ποιον συνδυασμό όμως; Οταν ο φιλοκυβερνητικός Τύπος θεωρεί τους δημοσιογράφους τού «απέναντι» στρατοπέδου εξωνημένους υπηρέτες επιχειρηματικών συμφερόντων, πώς να κάνεις παιχνίδι;
Μα θα τη βρούμε την άκρη, το χιούμορ ήταν ανέκαθεν ισχυρότερο από τον φανατισμό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ