Στην έκθεση «Εύκρατη Ζώνη» στο Ιδρυμα Κυδωνιέως της Ανδρου ξεχωρίζουν τα έργα του εξελισσόμενου ζωγράφου Αντώνη Στάβερη. Τα φωτισμένα τοπία της Αθήνας, που όμως μιλούν και για την κρίση που βιώνει η ελληνική μητρόπολη. Τέτοια τοπία πόλης άρχισε να δημιουργεί όσο έμενε στο Βερολίνο και τα συνέχισε όταν επέστρεψε στην Αθήνα. Δεν ήθελε να περιγράψει επακριβώς την κρίση, αλλά την αίσθησή της. «Σκοτεινούς» ανθρώπους που περπατούν σκεπτικοί στους δρόμους της πόλης ή διμοιρίες των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας που συνοδεύουν κάποια διαδήλωση. Αυτή η σειρά των έργων είχε εκτεθεί τον χειμώνα στον χώρο της Συλλογής του Σωτήρη Φέλιου Φωκίωνος Νέγρη 16 υπό τον τίτλο «Η αλλόκοτη χλωρίδα της μνήμης». Εξάλλου και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες αισθάνονται και ζουν την κρίση έντονα.
Ο Αντώνης Στάβερης λέει: «Η ζωγραφική είναι μια καλή απασχόληση, γιατί επάγγελμα δεν θα το έλεγα τώρα πια. Αυτοεπιδοτούμαστε για να ζωγραφίζουμε. Με τα χρόνια μπλέκεσαι συναισθηματικά και δεν θέλεις να το αφήσεις γιατί είναι η ζωή σου. Δεν πληρώνεσαι γι’ αυτό που κάνεις, αλλά ελπίζεις ότι κάποτε αυτό θα γίνει. Εχουμε όμως ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τα άλλα επαγγέλματα που περνούν κρίση. Κάποιοι που δεν έχουν δουλειά, που απολύονται, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Εμείς μπορεί να μην πουλάμε έργα, αλλά μπορούμε να ζωγραφίζουμε και να είμαστε μέσα στην καλή χαρά μόνο και μόνο γιατί δουλεύουμε. Αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα. Τώρα συνειδητοποίησα ότι δεν το κάνω αυτό για τα χρήματα, καθώς η δική μου γενιά πλήττεται περισσότερο. Εχουμε, όμως, από ένστικτο, κάτι που μας προτρέπει να συνεχίσουμε. Πρέπει να συνεχίσουμε έστω κι αν χρειαστεί να κάνουμε κάτι άλλο για να ζήσουμε προς το παρόν, γιατί αν σταματήσουμε χανόμαστε. Αυτό εγώ το αισθάνομαι πολύ έντονα. Δεν είναι καιρός για να σταματήσεις, όχι μόνο από πλευράς καριέρας αλλά και γιατί έχουμε επενδύσει ψυχικά πολλά πράγματα στη ζωγραφική».
Και η άλλη, η ατομική έκθεση στο «Φουγάρο» του Ναυπλίου, είναι μια μεγάλη χαρά για τον ζωγράφο. «Εκεί εκθέτω» λέει «συνθέσεις με φυτά κάπως πιο εξελιγμένες από τις προηγούμενες ακουαρέλες μου. Οταν πήγα εκεί και είδα τον χώρο μού προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον γιατί προσπαθεί να συνδυάσει τη ζωή και την τέχνη. Προέκυψε να είναι μια σημαντική έκθεση εκεί και όχι σε κάποιο άλλο μέρος. Σε ένα σκηνικό με πολύ μεγάλη ιστορία. Πάντα η τέχνη έχει να κάνει με την ομορφιά. Αυτό είναι ένα μεγάλο στοίχημα. Εμένα μου άρεσε πάντα τα έργα μου να έχουν μια αναφορά στην πραγματικότητα. Είναι λιγότερο διακοσμητικό, πιο ενδιαφέρον. Πάντως δεν με ενδιέφερε να κάνω ωραία έργα, αλλά ωραία φτιαγμένα έργα. Αυτό ενδιαφέρει και τους θεατές».
Ομως προς τι όλα αυτά; «Γιατί η τέχνη» απαντά «προκύπτει από μιαν ανησυχία που είχα από πολύ νωρίς. Ολα τα παιδιά ζωγραφίζουν μέχρι τα 13, 14 χρόνια τους κι αυτά που συνεχίζουν να ζωγραφίζουν πάει να πει ότι αναζητούν μιαν έκφραση. Εγώ δεν σταμάτησα να ζωγραφίζω γιατί κατάλαβα ότι είναι κάτι σημαντικό. Κι έτσι μπήκα στα εργαστήριο του Δημήτρη Μυταρά στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Το γιατί ζωγραφίζω το ψάχνω συνέχεια. Αλλά γι’ αυτό που είμαι σίγουρος είναι ότι πρέπει να συνεχίσουμε να ζωγραφίσουμε. Στην Ελλάδα έχουμε ζωγραφική κουλτούρα και αυτό οφείλεται σε κάποιους δασκάλους, όπως ο δικός μου, ο Τέτσης, ο Μόραλης, ο Μπότσογλου. Βέβαια αυτό μπορεί να αλλάξει, όλες οι Καλών Τεχνών αλλάζουν, λόγω του ότι η εικόνα μεταμορφώνεται συνέχεια και οι σχολές καλών τεχνών αναζητούν αντικείμενο όχι στα σύννεφα, αλλά κοντά στις εφαρμοσμένες τέχνες, να κάνουν κάτι πιο καλά προσδιορισμένη στο τώρα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ