Οταν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η Ζαν Μορό ανακοίνωσε ότι πρόκειται για πρώτη φορά να σκηνοθετήσει στον κινηματογράφο, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να δηλώσει επίσης ότι «ως σκηνοθέτρια θεωρώ τους ηθοποιούς ανυπόφορους» και ότι «αρχίζω πια να καταλαβαίνω πόσο κούραζα τους σκηνοθέτες όταν πείσμωνα, όταν χτυπούσα το πόδι μου επειδή ένα φόρεμα ή ένα καπέλο δεν μου πήγαινε καλά».

Συγχρόνως βέβαια η Μορό, που την περασμένη Δευτέρα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών στη γενέτειρά της το Παρίσι, δήλωνε ότι η μόνη ηθοποιός που της πήγαινε και που θα ήθελε να είναι στην ταινία της είναι η… Ζαν Μορό. «Πάντα ακριβής, πάντα με διαβασμένο τον ρόλο της…».
Η Ζαν Μορό δεν έπαιξε στην ταινία της Ζαν Μορό, το «Φως» («Lumiere»), μια ταινία που δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία. Ωστόσο αυτό δεν την πείραξε. Tην ενδιέφερε πάντα απλώς να εκπληρώνει τις επιθυμίες της. Η σκηνοθεσία την απασχολούσε δέκα ολόκληρα χρόνια και συνεχώς αναβαλλόταν είτε επειδή δεν έβρισκε χρηματοδότηση («η γνωστή δυσπιστία απέναντι στη γυναίκα» –δικά της λόγια) είτε επειδή κάτι μεσολαβούσε και δεν ένιωθε έτοιμη. «Η διαφορά ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνες» είχε πει για τις γυναίκες σκηνοθέτριες, στις οποίες δεν έτρεφε εκτίμηση, «είναι ότι εγώ ποτέ δεν ένιωσα σαν γυναίκα. Ανέκαθεν αγωνίστηκα σαν άντρας. Ποτέ δεν έκλαψα, ποτέ δεν παραπονέθηκα».


Διαχρονική μούσα
Και είναι αλήθεια. Η θρυλική μούσα σκηνοθετών όπως (ενδεικτικά) ο Μικελάντζελο Αντονιόνι («Η νύχτα»), ο Λουίς Μπουνιουέλ («Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας»), ο Φρανσουά Τριφό («Ζιλ και Ζιμ»), ο Ορσον Γουέλς («Η δίκη»), ο Λουί Μαλ («Ασανσέρ για δολοφόνους»), ο Τζόζεφ Λόουζι («Εύα») και πολλά χρόνια αργότερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος («Το μετέωρο βήμα του πελαργού») αγωνίστηκε σκληρά για να φτάσει στο σημείο όπου έφτασε. Ενα μείον της από την αρχή, το βασικότερο ίσως, η μη εκθαμβωτική ομορφιά της. Οταν την είδε πολύ νέα στο θέατρο ο Ζιλιέν Ντιβιβιέ, είπε για αυτήν: «Είναι καταπληκτική, μα με τη φάτσα που έχει ποτέ δεν θα μπορέσει να παίξει στον κινηματογράφο». Ο γάλλος σκηνοθέτης έπεσε εντελώς έξω φυσικά, όμως και πάλι για να καταφέρει να γίνει εξώφυλλο στο περιοδικό «ΤΙΜΕ» το 1965 –με το κείμενο να λέει ότι «σκηνοθέτες από όλον τον κόσμο ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους για το ποιος θα την επαινέσει καλύτερα» – η Ζαν Μορό χρειάστηκε να παλέψει σκληρά.

Ονειρα πλένοντας ποτήρια
Η Μορό ήταν παιδί χωρισμένων γονιών. Ο πατέρας της διατηρούσε μπαρ στη Μονμάρτρη και η αγγλίδα μητέρα της ήταν χορεύτρια από το Λάνκασιρ η οποία χόρευε στο Καζινό Ντε Παρί. Η Μορό μεγάλωσε με τον πατέρα της και όχι ευχάριστα. Οταν είδε την «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ στο θέατρο, αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, και πράγματι έγινε αμέσως δεκτή στο Conservatoire. Μόνο που τα πράγματα δεν έγιναν τόσο απλά. Πολλά χρόνια αργότερα η Μορό θα έλεγε όλη την αλήθεια: «Καμιά φορά ο πατέρας μου με ξυπνούσε τη νύχτα για να πλύνω ποτήρια. Μισοκοιμισμένη και με τα χέρια στο παγωμένο νερό ονειρευόμουνα να φύγω μακριά, να μη βλέπω καθημερινά, όλες τις ώρες, αυτά τα κουρασμένα, ρυτιδιασμένα πρόσωπα. Ηθελα έναν κόσμο δικό μου, χωρίς ουρλιαχτά, κλωτσιές στα πισινά και κατραπακιές».

Και μια μέρα, ύστερα από ένα πολύ δυσάρεστο βράδυ όταν κάποιος προσπάθησε να τη φιλήσει και εκείνη του ξέφυγε, η Μορό έφτιαξε τη βαλίτσα της και είπε οριστικά αντίο στο περιβάλλον που τόσο την ενοχλούσε.


Ενα αστέρι γεννιέται
Σταρ της τάξης της στο Conesrvatoire, έπαιξε στο φεστιβάλ της Αβινιόν «La terrasse de midi» και σύντομα πήγε δανεική στην Comedie-Francaise. Ακολούθησε ο ρόλος της Βερούτσκα στο «Ενας μήνας στην εξοχή» του Τουργκένιεφ. Τότε ήταν που δειλά-δειλά άρχισε να μπαίνει στη ζωή της Μορό το σινεμά. Αλλά ποτέ δεν έβλεπε το όνομά της στην οθόνη. Τα ζενερίκ την ανέφεραν ως «pensionnaire de la Comedie-Francaise»… Υπότροφος της Comedie-Francaise.

Ολα άλλαξαν το 1958, όταν η Μορό πρωταγωνίστησε στο «Ασανσέρ για δολοφόνους» του Λουί Μαλ, του πρώτου άνδρα «που λογάριασα στη ζωή μου», όπως αργότερα θα δήλωνε η ηθοποιός. Μια μέρα, στο διάλειμμα του γυρίσματος, ο Μαλ την πλησίασε και ενώ εκείνη κοιταζόταν στον καθρέφτη τής είπε: «Ζαν, υπάρχουν γυναίκες που έχουν την ανάγκη να είναι ωραίες για να κάνουν επιτυχία. Εσύ δεν έχεις αυτή την ανάγκη». Η ταινία ανέδειξε «γυμνό» το πρόσωπο της Μορό. Ο κόσμος είδε τη λαμπρή φυσικότητά του. Ο Μαλ θα έλεγε αργότερα ότι ο μόνος φωτισμός πάνω στην ηθοποιό προερχόταν από τα φώτα της Champs Elysées γιατί η παραγωγή δεν είχε χρήματα για περαιτέρω φωτισμούς.

Σε μια εποχή που οι κοπέλες ονειρεύονται το μαγεμένο πριγκιπόπουλο, η Μορό σκεφτόταν την επιτυχία, την εργασία και το χρήμα. «Κάθε φορά που ένας άντρας με φλέρταρε, ένιωθα μια ευχάριστη ανακούφιση». Τη φλερτάρισαν πολλοί, κάποιους τους παντρεύτηκε κιόλας. Τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Ζαν Λουίς Ρισάρ με τον οποίο απέκτησε τον μοναδικό γιο της (τη σκηνοθέτησε και ως Μάτα Χάρι) αλλά και τον αμερικανό σκηνοθέτη Γουίλιαμ Φρίντκιν.

Ειλικρίνεια που ξάφνιαζε
Η Ζαν Μορό δεν είχε ποτέ κανένα πρόβλημα με την ηλικία της. Μιλούσε για αυτήν με αδίστακτη φυσικότητα. Με το δεδομένο ότι στο επάγγελμα του ηθοποιού, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με γυναίκες, τα χρόνια που περνούν είναι μια πένθιμη καμπάνα, η ειλικρίνειά της ξάφνιαζε. Ισως η Μορό να ήταν αρκετά ευφυής για να αντιληφθεί από πολύ νωρίς ότι στον κινηματογράφο η ομορφιά και τα νιάτα είναι ένα κεφάλαιο που συνοδεύεται από την ιερή υποχρέωση της γοητείας. Από μικρή είχε μάθει ότι η γοητεία είναι κάτι που δεν πρέπει ποτέ να γεράσει και από γοητεία η Ζαν Μορό ξεχείλιζε στη μεγάλη οθόνη.

Κάποτε, μια δημοσιογράφος τη ρώτησε πώς αισθάνεται μια γυναίκα όταν μπαίνει στη δεύτερη πεντηκονταετία της. Η πρόθυμη απάντηση της Μορό ήταν: «Εγώ την κρίση μου την πέρασα πολύ νωρίτερα, στα 35. Σκεφτόμουν την κρίσιμη ηλικία των 40. Δεν ξέρω όμως αν τελικά ήταν η ηλικία που με ανησυχούσε ή το αίσθημα του χρόνου που περνά, που γίνεται παρελθόν. Μήπως αυτή η τάση μου για ονειροπόλημα ήταν μια τεμπελιά που με έκανε να περνώ δίπλα από τα αληθινά πράγματα της ζωής; Είχα το αίσθημα του επείγοντος: έπρεπε να βιαστώ να μαζέψω, να αποθηκεύσω αισθήματα, δημιουργικές εμπειρίες, ζωή με άλλα λόγια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ