Σπανίως μικρά γεγονότα προκαλούν τόσο μεγάλη πολιτική έξαψη όσο η πρόσφατη ανταλλαγή πενταετών ομολόγων 3 δισ. ευρώ με παρόμοιους τίτλους που λήγουν τρία χρόνια αργότερα.

Η μεν αντιπολίτευση εξαπέλυσε μύδρους εναντίον της ανταλλαγής ομολόγων, λησμονώντας ότι εντελώς παρόμοιες συνθήκες επικρατούσαν και όταν έγινε η αρχική έκδοσή τους πριν από τρία χρόνια.

Και τότε το κόστος αποδόσεων ήταν μεγάλο, η προθέρμανση φιλικών αγοραστών πολύμηνη και το ποσόν τόσο μικρό ώστε να μην προδικάζει άνετη πρόσβαση στις αγορές όταν οι ανάγκες δανεισμού εκδηλώνονταν αργότερα σε πλήρη έκταση.

Και τότε επίσης η συμβολική «έξοδος στις αγορές» έγινε για να οργανωθεί ένα «αφήγημα επιτυχίας» εν όψει των ευρωεκλογών του 2014, πλην όμως η ελλιπώς σχεδιασμένη επιβολή του ΕΝΦΙΑ και η αδιάλλακτη επιμονή του ΔΝΤ για νέα μέτρα λιτότητας οδήγησαν λίγο αργότερα το success story στα βράχια.

Από την άλλη μεριά η κυβέρνηση, για να κάνει να ξεχαστούν οι στόχοι για μείωση χρέους και ποσοτική επέκταση που ανεδαφικά έθετε πριν από λίγους μήνες ως προϋπόθεση της ανάκαμψης, τώρα νομίζει ότι με μια μελιστάλαχτη φωνή προς τις αγορές θα παραμερίσει ως διά μαγείας τα μείζονα εμπόδια που την μπλοκάρουν.

Είναι βέβαια συναρπαστικό να βλέπεις βαρύγδουπα στελέχη να παθιάζονται για δύο δεκαδικά ψηφία του επιτοκίου και να λεπτολογούν ανάμεσα στο κουπόνι και στην απόδοση ενός ομολογιακού τίτλου, λες και βρίσκονται σε χρηματοπιστωτικό σεμινάριο.

Είναι όμως και αποκαρδιωτικό να διαπιστώνεις ότι τέτοιον ζήλο δεν επέδειξαν μέχρι τώρα ούτε για την ανεργία στον ιδιωτικό τομέα, ούτε για τις συνεχιζόμενες μειώσεις μισθών και συντάξεων, ούτε για τη διαρκή κατάρρευση των επενδύσεων, αν και αυτές μόνο θα καθορίσουν τελικά εάν και πότε η ελληνική οικονομία θα εξέλθει από τα Μνημόνια και τη μακρά ύφεση.

Επιδεικνύει έτσι η κυβέρνηση την ίδια ακριβώς αγνόηση κινδύνου με το 2014 σε τρία μέτωπα: Πρώτον, υποτιμά τις δυσκολίες και το κόστος που θα έχει μια πραγματική έξοδος στις αγορές για να δανειστεί τα μεγάλα ποσά των επόμενων ετών και ιδιαίτερα του 2019.

Δεύτερον, με την καθυστέρηση των αξιολογήσεων δίνει διαρκείς αφορμές για την επιβολή νέων μέτρων από το ΔΝΤ όσο αυτό παραμένει στο Πρόγραμμα. Τρίτον, αδιαφορεί για τις άγριες υφεσιακές συνέπειες που έχουν οι νέοι φόροι, ίσως επειδή τώρα τους υφίστανται τα μεσαία εισοδήματα, αλλά από του χρόνου θα πλήττουν και τα χαμηλότερα.

Η κυβέρνηση αποδέχθηκε μεν ότι η έξοδος από τα Μνημόνια δεν γίνεται με ένα ηρωικό σκίσιμο όπως προσδοκούσε παλαιότερα, αλλά σύντομα θα διαπιστώσει ότι δεν γίνεται ούτε με κινήσεις προσομοίωσης κανονικής οικονομίας, όσο ευνοϊκό συμβολισμό και να έχουν αυτές στην εσωτερική σκηνή.

Χρειάζεται μια πιο σύνθετη και απαιτητική στρατηγική και προς τους εταίρους μας στην Ευρώπη και στο εσωτερικό της χώρας με συγκεκριμένους στόχους, όπως οι εξής:

Κατ’ αρχήν για να αξιοποιηθούν οι αδιάθετες πιστώσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) ώστε να καλυφθεί με χαμηλό κόστος το κύριο μέρος των δανειακών αναγκών του 2019 και να αντληθούν μόνο μικρά ποσά από τις αγορές.

Με τη σχεδιαζόμενη μετατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο μετά τις γερμανικές εκλογές, μπορεί να γίνει ανάληψη όλου του χρέους του ΔΝΤ και απομάκρυνσή του από το Πρόγραμμα, ώστε να πάψει να ναρκοθετεί διαρκώς την πορεία της χώρας με όλο και περισσότερες απαιτήσεις μέτρων λιτότητας που θα παράγουν μονίμως νέα ύφεση.

Χρειάζεται επίσης επαναδιαπραγμάτευση με την ευρωζώνη με στόχο να μειωθούν οι ασφυκτικές δημοσιονομικές απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια που τόσο απερίσκεπτα συμφωνήθηκαν στην τελευταία αξιολόγηση.

Μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί χώρος για ενίσχυση των επενδύσεων και μείωση της υπερβολικής φορολογίας για να αυξηθούν η απασχόληση και η επιχειρηματικότητα. Διαφορετικά με τις διαρκείς επιβαρύνσεις φόρων και εισφορών, οι εταιρείες θα αλλάξουν φορολογική έδρα, οι νέοι εργαζόμενοι θα φύγουν και μετά τα Ταμεία θα γίνουν ακόμα πιο ελλειμματικά, οι συντάξεις ακόμα χαμηλότερες και οι συνταξιούχοι ακόμα λιγότεροι.

Για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων δεν φτάνουν όμως ούτε η μείωση φορολογίας ούτε η συνεχής δημόσια επίκλησή τους, αν και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η αλλαγή ρητορικής από την απροκάλυπτη εχθρότητα που επικρατούσε μέχρι πρόσφατα.

Ενας κρίσιμος παράγοντας για να έλθουν νέες επενδύσεις είναι η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών, η σταθερότητα των κανόνων και η αίσθηση έννομης προστασίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Πόσο αξιόπιστα μπορούν να θεωρηθούν όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον οξείας προστριβής των εξουσιών, επιλεκτικής αντιμετώπισης της ανομίας ανάλογα με το ιδεολογικό ψώνιο του καθενός και διαρκούς αλλαγής των νόμων με κάθε λογής τροπολογίες; Και πόσο σταθερές μπορούν να εκληφθούν οι συντεταγμένες του πολιτικού συστήματος όταν είναι άγνωστο ποιες διατάξεις του Συντάγματος ενδέχεται να αναθεωρηθούν και ακόμα πιο άγνωστο με ποιες ακριβώς διαδικασίες;

Αν συνδυάσει κανείς αυτά τα δεδομένα με τη βροχή εκλογικών αναμετρήσεων που θα ενσκήψουν τα επόμενα δύο χρόνια (εθνικών, προεδρικών, ευρωεκλογών, αυτοδιοικητικών και μετά ξανά εθνικών με απλή αναλογική), η αίσθηση συντεταγμένης πορείας της χώρας είναι κάπως δύσκολο να ριζώσει.

Τέλος, ένας ακόμα πιο κρίσιμος παράγων για τις επενδύσεις είναι η προετοιμασία του ανθρώπινου δυναμικού και κυρίως των νέων για να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις γνώσεων και τεχνολογίας σε όλες τις βαθμίδες, από την επαγγελματική κατάρτιση έως τα προωθημένα μεταπτυχιακά. Η πρώτη έχει εγκαταλειφθεί και έχει επικρατήσει (για άλλη μια φορά, γιατί δυστυχώς έχει ξαναγίνει) η πρόχειρη και χωρίς κριτήρια «ανωτατοποίηση» και διασπορά νέων πανεπιστημιακών μονάδων.
Επίσης όσοι θεσμοί είχαν μέχρι σήμερα καταφέρει να έχουν καλές επιδόσεις στην επένδυση γνώσεων θα τιμωρηθούν και αυτοί πολύ σύντομα. Η απαγόρευση οικονομικών πόρων και επιχειρηματικών συνεργασιών στα πιο καλά και περιζήτητα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών που επιχειρείται αυτές τις μέρες θα τα οδηγήσει σε κλείσιμο και μοιραία θα κυριαρχήσουν τα προγράμματα χαμηλής επιλογής και ζήτησης. Με μαθηματική βεβαιότητα οι πολιτικές αυτές θα συσσωρεύσουν νέες στρατιές πτυχιούχων χωρίς επαρκή και σύγχρονη κατάρτιση, οι σύγχρονες επενδύσεις θα πάνε αλλού και η εξειδικευμένη απασχόληση θα λιγοστέψει, όσο λαμπερά και να οργανωθεί η επόμενη έξοδος στις αγορές.


Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ