Είναι ένα ζεστό συννεφιασμένο απόγευμα στην πολυσύχναστη κεντρική πύλη του νοσοκομείου Ευαγγελισμός στην οδό Μαρασλή, αρκετές ημέρες μετά την επείγουσα εισαγωγή του Λουκά Παπαδήμου στις 25 Μαΐου. Περπατώντας, η μνήμη επιστρέφει στο καλοκαίρι του 2002, στις αρχές Ιουλίου, όταν ο Σάββας Ξηρός νοσηλευόταν φρουρούμενος στον Ευαγγελισμό έπειτα από έκρηξη βόμβας στα χέρια του. Σήμερα, 15 χρόνια μετά, το καλοκαίρι 2017, ο πρώην πρωθυπουργός νοσηλεύεται φρουρούμενος στο ίδιο νοσοκομείο έπειτα από έκρηξη βόμβας στα χέρια του! Η αναλογία, η τραγική ειρωνεία, η σύμπτωση, μοιάζουν εύγλωττες. Σαν στροφή 180 μοιρών της ίδιας της ιστορίας, σαν μια ολική επαναφορά της πρότερης κατάστασης, σαν το πνεύμα της τρομοκρατίας, μετά το μεγαλύτερο πλήγμα που δέχθηκε ποτέ, με την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη», να πήρε μόλις τώρα την εκδίκησή του, να πέτυχε ένα είδος ρεβάνς και να επιστρέφει πλήρως, όπως ήταν μέχρι τότε, ανεξιχνίαστο, απειλητικό και αόρατο.
Το καλοκαίρι του 2002 ο κ. Παπαδήμος ήταν διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και λίγους μήνες πριν, τον Μάρτιο, είχε κρατήσει στα χέρια του τα πρώτα χαρτονομίσματα των 20 ευρώ, δίπλα στον Κ. Σημίτη, μπροστά από ένα ΑΤΜ στην ΤτΕ, στην επίσημη τελετή για την εισαγωγή του νέου νομίσματος. Η «ισχυρή Ελλάδα» στην Ευρώπη θριάμβευε και σύντομα (για να παραφράσουμε μια φράση της εποχής) «η Δημοκρατία θα νικούσε την τρομοκρατία» σε μια αστυνομική επιχείρηση ασυνήθιστης αποτελεσματικότητας που συγκλόνισε τη χώρα και συζητήθηκε διεθνώς. Κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί, ούτε καν οι ίδιοι οι τρομοκράτες, ότι ένας από τους πιο διακεκριμένους εκπροσώπους αυτής της Δημοκρατίας που από τη μια ισχυροποίησε την Ελλάδα στην Ευρώπη και από την άλλη οδήγησε τον τραυματισμένο Ξηρό φρουρούμενο στον Ευαγγελισμό, θα βρισκόταν μετά από 15 χρόνια στην ίδια ακριβώς θέση, φρουρούμενος και τραυματισμένος. Και ότι κάποιοι κύκλοι μπορεί να τον χαρακτήριζαν ακόμη και ως «τρομοκράτη» εξαιτίας της πολιτικής που άσκησε προ πενταετίας ως πρωθυπουργός (!). Ο Παπαδήμος και ο Ξηρός, δύο σύμβολα δύο κόσμων εχθρικών μεταξύ τους, που νοσηλεύτηκαν στο ίδιο νοσοκομείο και στριμώχνονται άβολα στην ίδια Ελλάδα.
Ο κ. Παπαδήμος, για όσους τον γνωρίζουν, είναι ευγενής, ανεκτικός, καλλιεργημένος, ακόμη και ποιητικός σε ορισμένα λόγια του (μπορεί να συνδυάσει στην ίδια συζήτηση τα δημοσιονομικά με τον Σαίξπηρ), αλλά ταυτόχρονα διαθέτει μια πολύ ανεπτυγμένη μαθηματική και επιστημονική κρίση που μάλλον δεν ενθαρρύνει μια μεγάλη συζήτηση για σημάδια, συμπτώσεις και οιωνούς η οποία πολύ θα άρεσε σε έναν δημοσιογράφο. Ο ίδιος είναι ήρεμος, χαμογελαστός, στωικός, δεν έχει την παραμικρή νευρικότητα ή ανησυχία, και ας πρέπει να παραμείνει για λίγο καιρό ακόμα στο νοσοκομείο, γιατί το τραύμα στο ύψος του δεξιού μηρού από την έκρηξη της βόμβας που βρισκόταν στον φάκελο ήταν βαθύ και επικίνδυνο και επουλώνεται με πολύ αργό ρυθμό. Σε ορισμένους επισκέπτες του, προτού μιλήσει για την επίθεση που δέχθηκε, δείχνει ένα μικρό ιατρικό μηχάνημα που υποβοηθά τη διαδικασία της ίασης του τραύματος του μηρού. Είναι ενθουσιασμένος, όχι απλώς για την ευεργετική υπηρεσία που του προσφέρει, αλλά γιατί, όπως εξηγεί, η ύπαρξη αυτού του μηχανήματος είναι απόδειξη για την εξέλιξη της τεχνολογίας, της καινοτομίας, του ανήσυχου πνεύματος.

Το χρονικό της επίθεσης
Οσο και αν στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης υποβαθμίζουν την επίθεση (μιλούν για «κροτίδες»…), ο κ. Παπαδήμος θα μπορούσε να είχε χάσει τη ζωή του. Αν το θωρακισμένο αυτοκίνητο που συνήθως χρησιμοποιεί δεν βρισκόταν στο συνεργείο για service εκείνη την ημέρα, τότε η βόμβα θα είχε εκραγεί μέσα σε αυτό. Η θωράκιση θα δυσκόλευε την απορρόφηση του ωστικού κύματος από τα τοιχώματα του αυτοκινήτου και άρα τα τραύματα στο σώμα του θα ήταν βαθύτερα. Και αν δεν κρατούσε τον φάκελο στο ύψος του μηρού για να τον ανοίξει, λόγω πρεσβυωπίας, τότε θα είχε εκραγεί πιο κοντά σε ζωτικά όργανα, στο στήθος ή στο κεφάλι.
Τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης πάντως, έχοντας επί χρόνια επιδοθεί σε μια ακραία διαστρέβλωση της οικονομικής και ευρωπαϊκής πραγματικότητας και σε συστηματική δηλητηρίαση του δημόσιου διαλόγου σχετικά με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Παπαδήμου, δεν ταράχτηκαν ιδιαίτερα από την επίθεση. Ελήφθησαν βεβαίως οι απαραίτητες πρωτοβουλίες αποδοκιμασίας από τον Αλ. Τσίπρα (με τουίτ) και τον Ν. Παππά (με μια άμεση δήλωση), αλλά όλοι απέφυγαν να επισκεφθούν τον πρώην πρωθυπουργό, ενώ οι λίγοι που το έκαναν φρόντισαν ώστε οι επισκέψεις τους να μη δουν το φως της δημοσιότητας. Μάλλον ανησυχούσαν μήπως εκτεθούν στην υποστηρικτική προς αυτούς μερίδα του όχλου που οι ίδιοι έχουν εξαγριώσει και εξαχρειώσει κάνοντάς την να χάψει το παραμύθι ότι για την παρακμή της χώρας φταίνε «οι προηγούμενοι».

Η μεθοδολογία της στοχοποίησης
Ο κ. Παπαδήμος είναι πολύ οξυδερκής για να του διαφεύγει αυτή η όψη της πραγματικότητας που έχει εξυφανθεί σαν ιστός σκευωρίας γύρω από το όνομά του και που προφανώς διαμορφώνει ένα πρόσφορο έδαφος για την ψυχολογική αποδοχή από μερίδα της κοινής γνώμης ακόμα και επιθέσεων εναντίον του. Γιατί ο φιλόδοξος τρομοκράτης να μην επιλέξει έναν στόχο όπως ο πρώην πρωθυπουργός όταν μερίδα της κοινωνίας είναι έτοιμη να τον επικροτήσει για αυτό; Ποιος όμως έχει καταστήσει την κοινή γνώμη τόσο «επιθετική» και ευεπίφορη σε μια φασιστική νοοτροπία στηριγμένη στη συνθηματολογία και στην αποφυγή των επιστημονικών επιχειρημάτων; Είναι προφανές ότι το χέρι που εκτελεί μια επίθεση είναι μάλλον το τελευταίο σε μια μακρά διαδικασία στοχοποίησης στην οποία έχουν εμπλακεί πολλά άλλα χέρια. Ενα τρομοκρατικό έγκλημα έχει πολλά και διάφορα δακτυλικά αποτυπώματα. Είναι μια διαδικασία η οποία εκκολάπτεται, όχι μόνο σε σκοτεινά κρησφύγετα και γιάφκες τρομοκρατών, αλλά μέσα στην ανοιχτή πολιτική λειτουργία, όταν αυτή παύει να δεσμεύεται από τα αντικειμενικά δεδομένα και τις στοιχειώδεις αρχές της αποδεικτικής διαδικασίας.
Οσοι συνομιλούν με τον κ. Παπαδήμο αντιλαμβάνονται ότι ο ίδιος είναι πεπεισμένος πως η πολιτική του διέσωσε το κράτος από τη χρεοκοπία, που θα σήμαινε ακραία φτώχεια και απότομη αποσταθεροποίηση, και συνέβαλε στην ουσιαστική βελτίωση των δημοσίων οικονομικών. Αναγνωρίζει ταυτόχρονα ότι αυτή η θεραπεία είχε αναπόφευκτες παρενέργειες –την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων. Παρενέργειες που μπορεί να μη συγκρίνονται με το πλήγμα μιας χρεοκοπίας, ωστόσο πλήττουν τη ζωή μεγάλου ποσοστού πολιτών. Το πρόβλημα ξεκινά όταν κάποιοι πολιτικοί και παράγοντες του δημόσιου βίου όλων των κομμάτων υποβαθμίζουν, διαστρεβλώνουν ή αποκρύπτουν τα οφέλη και τις ευκαιρίες μιας εθνικής διάσωσης υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, ενώ υπερτονίζουν τις παρενέργειες. Δημιουργούν έτσι μια τεχνητή ατμόσφαιρα αγανάκτησης κατά των αντιπάλων τους και αποσείουν ταυτόχρονα από πάνω τους τις δικές τους ευθύνες για την ανεπάρκεια και την αποτυχία τους στην αντιμετώπιση των παρενεργειών αυτών.

Εγκλωβισμένοι στον Εμφύλιο
Η διακομματική παράταξη των λαϊκιστών, το αθάνατο αντιδυτικό τόξο του δημοσίου βίου εμμένει διαχρονικά στην καλλιέργεια αντιεπιστημονικών ερμηνειών στην οικονομία και στους θεσμούς διότι αντιλαμβάνεται ότι η πλήρης εγκαθίδρυση των ευρωπαϊκών κανόνων, μεθόδων και νοοτροπιών σηματοδοτεί αυτομάτως την κατάργηση των δικτύων επιρροής, της εξουσίας και των διαδικασιών που εξασφαλίζουν τον (συνήθως παράνομο) πλουτισμό τους. Για κάποιους εξ αυτών μπορεί να είναι μόνο θέμα ιδεολογίας και προπατορικού μίσους που μεταδίδεται σαν γονίδιο στις επόμενες γενιές.
Με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, μια προσωπικότητα όπως ο κ. Παπαδήμος, ένας καθηγητής με διεθνή εμβέλεια και αναγνώριση, ένας από τους ελάχιστους Ελληνες με σχέσεις εμπιστοσύνης με τους ισχυρούς των ξένων χωρών και των διεθνών θεσμών, αποτελεί απειλή για όσους δεν μπορούν να συμβιβαστούν με το γεγονός ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση (και άρα στην Ευρώπη). Οταν λοιπόν η πατρίδα πελαγοδρομεί και κάποιος σαν τον κ. Παπαδήμο προσπαθεί να τη βοηθήσει στα δύσκολα για να μη συνθλιβούν η χώρα και ο λαός επάνω στη σκληρή παγκόσμια πραγματικότητα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα στοχοποιηθεί, θα διασυρθεί και θα διακινδυνεύει να το πληρώσει ακόμη και με τη ζωή του!
Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Παπαδήμος φέρεται να είναι πολύ λιγότερο θυμωμένος απ’ όσο είναι οι φίλοι του, οι γνωστοί του ή όσοι τον εκτιμούν ακόμη και χωρίς να τον γνωρίζουν. Πάντα με μια σεμνότητα που κερδίζει τον συνομιλητή, με λόγια μετρημένα και σοβαρά, με ευγένεια και ηρεμία, προσπαθεί να επιβάλει την ειρήνευση, να αναλύσει και να εξηγήσει και όχι να υποδαυλίσει τα πάθη, να καταδικάσει και να αφορίσει.
Για παράδειγμα, λέει σε όλους ότι περπατά σε δημόσιους χώρους και ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι απειλείται. Συχνά μιλά με πολίτες που τον χαιρετούν ευγενικά. Πιστεύει ότι το όποιο «αρνητικό κλίμα» εναντίον του δημιουργείται κατά καιρούς μάλλον από όσους καλλιεργούν την παραπληροφόρηση και μάλιστα με ύπουλα μέσα, π.χ. με πολλούς ψεύτικους λογαριασμούς στα social media. Με αυτόν τον τρόπο προκαλούν θόρυβο, δημιουργούν προβληματισμό και σύγχυση στους πολλούς, αλλά στο τέλος η απήχησή τους είναι μάλλον περιορισμένη.

Λαϊκισμός, κρίση νομιμοποίησης και «εχθροί του λαού»

Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Νίκος Αλιβιζάτος, από το δικό του μικρό ιστορικό γραφείο στο Κολωνάκι με τις παραδοσιακές αστικές βιβλιοθήκες, επιχειρεί μια θεσμική ερμηνεία του φαινομένου. Στη συζήτησή μας τονίζει διαρκώς ότι η «κρίση νομιμοποίησης» σε μια Δημοκρατία είναι η κυριότερη προϋπόθεση για τη γέννηση της τρομοκρατίας.

Εξηγεί ωστόσο ότι η κρίση νομιμοποίησης εκδηλώνεται όταν καθυστερούν ή ματαιώνονται οι μεταρρυθμίσεις. Αφήνει έτσι να εννοηθεί ότι οι αντιδραστικές ιδεολογίες και οι πολιτικές δυνάμεις που διαπνέονται από αυτές, ενδεχομένως εμποδίζουν τις μεταρρυθμίσεις πολύ συνειδητά προκειμένου να διαμορφώνουν συνθήκες εκδήλωσης κρίσεων νομιμοποίησης που κατ’ επέκταση επιτρέπουν την εκδήλωση τρομοκρατίας χαμηλής ή υψηλής έντασης με τελικό στόχο την εξασθένηση, την εκμετάλλευση και την αποσταθεροποίηση της αστικής δημοκρατίας.

Ο κ. Αλιβιζάτος εφιστά την προσοχή σε ένα άλλο τέχνασμα του λαϊκισμού για τη ματαίωση των μεταρρυθμίσεων. Καθώς σε μια διασυνδεδεμένη δημοκρατική Ευρώπη οι πολιτικές είναι ενιαίες στο πλαίσιο των κοινών συνθηκών διακρατικής συνεργασίας, ο ελληνικός λαϊκισμός επιχειρεί να καταπολεμά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και να διασφαλίζει τη συνέχιση της προσοδοφόρας γι’ αυτόν εθνικής καθυστέρησης, παρουσιάζοντας τις ευρωπαϊκές πολιτικές που αναζωογονούν τη Δημοκρατία και την οικονομία ως «ξενόφερτες» και τους πολιτικούς που τις εφαρμόζουν ως «ξενόδουλους». Απομονώνουν έτσι τους πολιτικούς αυτούς που συνήθως είναι οι ικανότεροι και οι πιο μορφωμένοι, και τους καθιστούν «εχθρούς του λαού» που έλκουν την επιφύλαξη ή ακόμα και το μίσος, ένα μίσος που με τη σειρά του διαμορφώνει τις συνθήκες για να γίνονται ακόμα και στόχοι όσων τρομοκρατών φιλοδοξούν να συνδεθούν με ένα χτύπημα με… «λαϊκή αποδοχή».

Κάπως έτσι εξηγείται μια επίθεση σε μια προσωπικότητα όπως ο κ. Παπαδήμος. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι το κόστος της τρομοκρατίας είναι πολλαπλό, αφού μέσα σε αυτό το κλίμα τρομοκρατούνται και αποθαρρύνονται άλλοι φορείς φιλελεύθερων θέσεων από το να επιστρατευθούν και να προσφέρουν στη χώρα. Ουσιαστικά λοιπόν είναι μάλλον αφελές να αποδεχθούμε ότι στην Ελλάδα η σύγκρουση ανάμεσα στη δυτική δημοκρατία και στον ολοκληρωτισμό βρίσκεται οριστικά στο παρελθόν. Αντίθετα, παραμένει πάντοτε παρούσα.

Η επίμονη παρουσία της σφραγίζει τη ζωή μας με πολλούς τρόπους. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει (αν και ο κ. Αλιβιζάτος μάλλον δεν θα το έλεγε ποτέ έτσι ακριβώς…) ότι η τρομοκρατία είναι μία (η αιματηρή) από τις πολλές εκφράσεις ενός εμφυλίου που επισήμως τελείωσε το 1949 αλλά ανεπισήμως δεν έληξε ποτέ πραγματικά (διότι επικράτησε η λήθη και όχι η αλήθεια) με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται με διάφορα μέσα, νόμιμα και μη. Οσο για τη μεγάλη πλειονότητα του λαού, βεβαίως, αυτή κοιμάται τον ύπνο του δικαίου αδυνατώντας να αναγνωρίσει τις κρυφές ατζέντες και την πολιτική καταγωγή εκείνων που την ταΐζουν πλαστές ειδήσεις, εφησυχασμό και ατελείωτο ψευδαισθησιακό σανό.

Μιχάλης Χρυσοχοΐδης: «Η πραγματική αιτία είναι η αδυναμία του κράτους»

«Υποπτα στοιχεία» προφανώς κυκλοφορούν γύρω από το πολιτικό γραφείο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, γι’ αυτό τα μέτρα ασφαλείας είναι αξιοπρόσεκτα. Η είσοδος επισκέπτη στο γραφείο του μοναδικού υπουργού Δημοσίας Τάξης της μεταπολίτευσης που τα έβαλε πραγματικά με την τρομοκρατία (με αποτέλεσμα το δέμα-βόμβα στην Κατεχάκη στις 24 Ιουνίου 2010, που σκότωσε τον επικεφαλής του γραφείου του Γιώργο Βασιλάκη…) σε υποχρεώνει σχεδόν να ακολουθήσεις κανόνες συνωμοτικότητας σαν αυτούς (για τους μυημένους εκ των αναγνωστών…) του Κάρλος Μαριγκέλα.

Μπορεί η επίθεση στον κ. Παπαδήμο να «δείχνει» προς τη «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς» (κυρίως γιατί οι «Πυρήνες» έχουν αποκτήσει ειδικότητα στις αποστολές βομβών σε συσκευασία επιστολών ακόμη και στην κυρία Λαγκάρντ, στην κυρία Μέρκελ και στον κ. Σόιμπλε…), ο κ. Χρυσοχοΐδης ωστόσο θέλει να καταστήσει σαφές ότι όποια κι αν είναι η αλήθεια κάθε φορά για πρόσωπα και πράγματα, «η τρομοκρατία αντιμετωπίζεται και παύει να υπάρχει όταν υπάρχει ισχυρό και αποτελεσματικό κράτος».

Για τον υπουργό που δυνάμωσε την οργάνωση και την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών ασφαλείας επιτυγχάνοντας την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» το 2002, το «κλειδί» βρίσκεται στην επιχειρησιακή ετοιμότητα, σε συνδυασμό ασφαλώς με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την πλήρη νομική θεμελίωση των αδικημάτων, αλλά και την αφοσίωση στις αρχές της Δημοκρατίας. Πιστεύει πως η Δημοκρατία δεν μπορεί να ποινικοποιεί την ελεύθερη γνώμη, όσο ακραία κι αν είναι, αφού για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας αρκεί η πολιτεία να επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στη βέβαια και στέρεα τιμωρία της παράνομης πράξης. Υπενθυμίζει ότι πολλοί ήταν οι μάρτυρες που πολλά είχαν δει κατά την πολυετή δολοφονική σταδιοδρομία της 17Ν, αλλά αποφάσισαν να μιλήσουν μόνο όταν η πολιτεία άρχισε να επιδεικνύει αποτελεσματικότητα, αποφασιστικότητα και τον απαιτούμενο επαγγελματισμό.

Με αυτή την προσέγγιση απομυθοποιεί ουσιαστικά την τρομοκρατία και αρνείται κατηγορηματικά ότι είναι δύσκολο να ηττηθεί, ωστόσο παραδέχεται ότι η ρίζα της ελληνικής τρομοκρατίας εντοπίζεται στην πολιτική βία του απώτερου παρελθόντος. Βρίσκεται στον διχασμό της δεκαετίας του ’40, σχετίζεται ευθέως με την ακραία αριστερή προσέγγιση προσώπων που προσδοκούν τη ρεβάνς και υιοθετούν την ασυμβίβαστη στάση απέναντι στον δυτικό προσανατολισμό της Ελλάδας και φυσικά δεν αρνείται ότι από αυτή τη βαθιά ρίζα ξεφυτρώνουν διαρκώς νέες παραφυάδες ακόμη και σήμερα. Ωστόσο, επιμένει και επαναλαμβάνει: «Η πραγματική αιτία της τρομοκρατίας είναι η αδυναμία του κράτους να καταπολεμήσει το πρόβλημα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ