Ο πειρασμός των πειραματισμών, της ρήξης και της κάλπης φαίνεται ότι επανέρχεται κάθε καλοκαίρι καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία και εντείνεται ο εγκλωβισμός της κυβέρνησης μέσα στα αδιέξοδα που διαμορφώνει η συσσώρευση των εκκρεμοτήτων του χειμώνα και της άνοιξης. Αυτό το καλοκαίρι, όμως, ο Αλ. Τσίπρας αρχίζει να διαισθάνεται ότι μάλλον έχει υπερβεί την αθέατη γραμμή πέρα από την οποία η κοινή γνώμη παύει να παρακολουθεί έναν Πρωθυπουργό, με αποτέλεσμα να μειώνεται αισθητά η επίδραση των αποφάσεών του στις πολιτικές εξελίξεις.

Τα διλήμματα και το κερασάκι του χρέους
Είναι πλέον πασιφανές ότι η μοναδική ευρωπαϊκή απόφαση για την υποτιθέμενη αναδιάρθρωση του χρέους (που μας έχουν υποσχεθεί από το 2012) θα είναι η επανάληψη της δέσμευσης ότι η συζήτηση θα ξεκινήσει το 2018. Ο κ. Τσίπρας είτε θα κλείσει την αξιολόγηση ως έχει, χωρίς περαιτέρω διεκδικήσεις, είτε θα προκηρύξει πρόωρες εκλογές μέσα στο καλοκαίρι υπό συνθήκες εθνικής απομόνωσης γιατί κανένας εταίρος δεν θα αποδεχθεί την αθέτηση των συμφωνηθέντων του 2015. Ολοι θα απορρίψουν έναν ακόμη «εκβιασμό για το χρέος» και θα αποσαφηνίσουν πως τίποτα διαφορετικό δεν θα προσφέρουν όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των εκλογών. Κατά συνέπεια, οι εκλογές μέσα στο καλοκαίρι μάλλον αποκλείονται αφού μια προεκλογική εκστρατεία υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να οδηγήσει σε μια ακραία και απρόβλεπτη αποδοκιμασία της κυβέρνησης. Αρα όλοι πλέον προεξοφλούν ότι η αξιολόγηση θα κλείσει όπως-όπως, με αποτέλεσμα το σενάριο των εκλογών να μεταφέρεται για το φθινόπωρο αφού, σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών της αντιπολίτευσης και ξένων παρατηρητών, η κυβέρνηση «δεν αντέχει άλλο», όπως δεν άντεξε η κυβέρνηση Σαμαρά μετά το φθινόπωρο του 2014, όταν οι ευρωπαίοι εταίροι επίσης αρνήθηκαν οποιαδήποτε «πολιτική διευκόλυνση». Μπορεί η κυβέρνηση, με το κλείσιμο της συμφωνίας, να βάλει πλώρη για μια «Οκτωβριανή Επανάσταση» (αλλά με κάλπη) 100 χρόνια μετά την αυθεντική (χωρίς κάλπη) του Λένιν; Είτε ναι είτε όχι, η αρχή για την ανασύνταξη μπορεί πάντοτε να γίνει με έναν «δομικό ανασχηματισμό». Οσο και αν η πραγματικότητα έχει αποδείξει ότι οι ανασχηματισμοί αφορούν μόνο τους άμεσα ενδιαφερομένους και τα media, οι επικεφαλής των κυβερνήσεων δεν παύουν να τους αποδίδουν υπέρμετρη σημασία. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης μπορεί να συνοδευθεί από έναν «ανασχηματισμό επανεκκίνησης» προκειμένου να μεταδοθεί το μήνυμα μιας νέας ορμής για την ανάπτυξη.
Στην περίπτωση αυτή, καθώς σοβαρός ανασχηματισμός χωρίς αλλαγή του επικεφαλής του υπουργείου Οικονομικών δεν υφίσταται, πολλοί προεξοφλούν τη μετακίνηση του Ευ. Τσακαλώτου σε άλλο υπουργείο. Αλλωστε είναι γνωστό ότι ο υπουργός Οικονομικών, παρά το γεγονός ότι στην πράξη δεν διαφωνεί σε τίποτα με τον κ. Τσίπρα και όλες τις πρωθυπουργικές εμπνεύσεις τις έχει πλήρως υπηρετήσει (π.χ. πάγωμα διαπραγματεύσεων, «σκληρή στάση», ακατέβατο αφορολόγητο κ.λπ.), επιθυμεί από την άλλη πλευρά να καλλιεργεί την εντύπωση της απόστασης από τον Πρωθυπουργό. Αυτό προφανώς οφείλεται στις αρχηγικές φιλοδοξίες του. Το σίγουρο είναι πάντως ότι δεν συμμαχεί με το Μέγαρο Μαξίμου στα παίγνια της εξουσίας (π.χ. Τράπεζα Αττικής). Επομένως, σε περίπτωση που προχωρήσει η ιδέα ενός ανασχηματισμού και με δεδομένη την έλλειψη στον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικών με στέρεα οικονομική γνώση και σταδιοδρομία, ο Πρωθυπουργός μάλλον θα μετακινήσει τον κ. Τσακαλώτο και ταυτόχρονα δύσκολα θα κατορθώσει να επιλέξει οποιονδήποτε άλλον για τη θέση του από τον Γ. Χουλιαράκη.
Ο κ. Χουλιαράκης, νεότατος, με διδακτορικό στα οικονομικά από το Πανεπιστήμιο του Γουόρικ της Μεγάλης Βρετανίας και πολύ καλή γνώση των ευρωπαϊκών τελετουργικών, θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια πολιτική συγκερασμού ανάμεσα στην ανάπτυξη και στην κοινωνική δικαιοσύνη ενώ όταν θα του τηλεφωνούν οι ξένοι ομόλογοι μάλλον δεν θα έχει την τάση να υπεκφεύγει με ψευδεπίγραφες «κόκκινες γραμμές» ή να εκστομίζει λόγια βγαλμένα από ψυχολογικά θρίλερ ανηλίκων, όπως άλλοι που τίμησαν αυτήν την καρέκλα κατά τους πρώτους μήνες της «πρώτης φοράς».

Η πολιτική φθορά και οι αυταπάτες
Από εκεί και πέρα, ο κ. Τσίπρας δέχεται εισηγήσεις για άνοιγμα στον χώρο του ΠαΣοΚ αφού θεωρείται ότι μετά τους ΑΝΕΛ, το ΠαΣοΚ θα είναι ο επόμενος φυσικός εταίρος ενός ΣΥΡΙΖΑ προσαρμοσμένου στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης. Κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου αυτονόητο μέχρι πρόσφατα, αλλά η επαφή με πολλούς πρώην συνεργάτες του κ. Τσοχατζόπουλου είναι βέβαιο ότι έχει βοηθήσει το πρωθυπουργικό περιβάλλον να εξοικειωθεί με την ιδέα ενός έντιμου συμβιβασμού με τη σοσιαλδημοκρατία. Οσοι γνωρίζουν τον κ. Τσίπρα, πάντως, αρνούνται να αποδεχθούν ότι δεν έχει ιδία αντίληψη ότι η κοινωνία έχει αρχίσει να προσπερνάει τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Πρωθυπουργός δεν μπορεί παρά να προεξοφλεί ότι η άσκηση της διακυβέρνησης τον εγκλωβίζει σε μια πορεία εκλογικής ήττας. Ως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας έχει παρακολουθήσει πολύ προσεκτικά το λυκόφως των κυβερνήσεων Καραμανλή, Παπανδρέου και Σαμαρά και αναγνωρίζει ότι οι ίδιοι νόμοι μη αναστρέψιμης φθοράς επιδρούν και στη δική του κυβέρνηση. Δεν αναμένεται λοιπόν να υποκύψει σε αυταπάτες ότι υπάρχει η ευκαιρία για μία ακόμη νίκη μέσα από την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων στην οικονομία, κάτι που πίστευαν οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί. Περισσότερο κυνικός και με άποψη για την κρίση του λαού εντελώς ρεαλιστική και λιγότερο εξωραϊσμένη από αυτήν που είχαν όσοι προηγήθηκαν στην πρωθυπουργία, ο κ. Τσίπρας παραμένει οπαδός της πολιτικής διαχείρισης των λαϊκών εντυπώσεων μακριά από μια τεχνοκρατική διαλεκτική, η οποία άλλωστε δεν του ταιριάζει.

Γιατί η Αριστερά «δεν φοβάται τον λαό»

Το σενάριο των εκλογών το φθινόπωρο, προκειμένου να προληφθεί η διολίσθηση σε μια πορεία φθοράς μέσα στο εκλογικό 2018, αρχίζει να κερδίζει έδαφος. Καθώς όμως η μέθη της εξουσίας επηρεάζει ακόμη και τους πιο ασυγκίνητους πολιτικούς, κανείς δεν τολμά να διακινδυνεύσει την απώλειά της παρά μόνο αν οι δημοσκοπήσεις ενθαρρύνουν μια τέτοια «αποκοτιά». Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι αν ο κ. Τσίπρας διαπιστώσει ότι οι δημοσκοπήσεις του καλοκαιριού είναι απογοητευτικές δύσκολα θα αποτολμήσει μια αναμέτρηση. Θα περιμένει την επόμενη γερμανική κυβέρνηση κρατώντας διαρκώς ψηλά τη σημαία του χρέους που κάποια στιγμή, μέσα στο 2018, θα συζητηθεί.

Δεν είναι δύσκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να παραμένει στην εξουσία, ανεξάρτητα από τις δημοσκοπήσεις και τη δυσαρέσκεια που προκαλούν τα μέτρα. Σε αντίθεση με προηγούμενα συστήματα εξουσίας, το σημερινό δεν αισθάνεται τη λαϊκή πίεση γιατί ουσιαστικά ελέγχει όλους τους μηχανισμούς της αποδοκιμασίας και της αγανάκτησης που στρέφονταν ενάντια στις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Η Αριστερά (αλλά και, σε μικρότερο βαθμό, η ακραία Δεξιά) διαθέτει την τεχνογνωσία και το copyright της αγανάκτησης. Σήμερα που βρίσκεται στην εξουσία η αγανάκτηση παραμένει άμορφη. Δεν έχει κανέναν για να την οργανώσει, να την κλείσει μέσα στις λέξεις και να την εξαπολύσει στις πλατείες και στους δρόμους. Ελλείψει οργανωτικών δομών, η δυσαρέσκεια είναι σήμερα μια ιδιωτική υπόθεση.

Σε κάθε χώρα ο «λαός» είναι μια έννοια τελείως διαφορετική σχετιζόμενη με τα ιστορικά βιώματα και τις πολιτικές παραδόσεις. Αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε «λαό» στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια είναι ένα πολιτικό δημιούργημα μιας ευρύτερης παράταξης και όχι κάτι αυτοφυές και ανεξάρτητο. Θα περάσει καιρός για να οργανώσει ξανά τον «λαό» κάποια άλλη παράταξη πλην της Αριστεράς.

Κατά συνέπεια, στην κυβέρνηση δεν έχουν λόγο να φοβούνται τον «λαό» (δεν πιστεύουν δηλαδή ότι μπορεί ποτέ να γίνει επί ΣΥΡΙΖΑ μια διαδήλωση που θα ισοπεδώσει την Αθήνα…) ενώ παράλληλα εκτιμούν ότι η συγκολλητική δύναμη της εξουσίας είναι τέτοια που θα επιτρέψει στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία να παραμείνει αρραγής μέχρι τέλος. Και μέχρι το τέλος, πολλά μπορεί να συμβούν, ακόμη και μια «Οκτωβριανή Επανάσταση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ