Κατά κανόνα, ο κινηματογράφος αγαπά τους ήρωες, τους νικητές, εκείνους που γράφουν την Ιστορία. Τους πρωταγωνιστές. Εκτός βέβαια αν παρακολουθούμε μια ταινία των αδελφών Τζόελ και Ιθαν Κοέν, όπου συνήθως ο χαμένος είναι που τα παίρνει όλα. Ή μια ταινία όπως η «Πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Ολι Μάκι» που προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη σε αρκετές αίθουσες. Ντεμπούτο στη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους του πολλά υποσχόμενου Φινλανδού Γιούχο Κουοσμάνεν, η ταινία πραγματεύεται την περίοδο που ο συμπατριώτης του πυγμάχος της κατηγορίας φτερού Ολι Μάκι προετοιμαζόταν για τον τίτλο του πρωταθλητή κόσμου στο Ελσίνκι, το 1962. Το θέμα με τον Μάκι όμως είναι ότι έχασε παταγωδώς στον αγώνα με τον Αμερικανό Ντέιβι Μουρ, ο οποίος τον συνέτριψε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μόλις στον δεύτερο γύρο. Από τη μία στιγμή στην άλλη ο άνθρωπος που προοριζόταν να μετατραπεί σε εθνικό ήρωα της χώρας του και είχε λατρευτεί «τυφλά» κατέρρευσε απογοητεύοντας εκατομμύρια συμπατριώτες του.
Μέσα από την προετοιμασία του Μάκι για τους αγώνες,ο Κουοσμάνεν, που ολοφάνερα έχει μελετήσει καλά το θέμα του τόσο από ιστορική όσο και από κοινωνική πλευρά, «κτίζει» αξιοπερίεργες σχέσεις, δημιουργεί σασπένς και «ζωγραφίζει» χυμώδεις ήρωες με κορμό της ιστορίας τη σχέση του Μάκι (εξαιρετικός ο Γιάρκο Λάχτι) με τον προπονητή του (Εερο Μίλονοφ). Ο πιο ενδιαφέρων ήρωας βέβαια είναι ο ίδιος ο Ολι Μάκι, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται «αλλού», κάθε άλλο παρά συγκεντρωμένος ψυχή τε και σώματι στο βαρύ φορτίο που έχει στους ώμους του. Μήπως δεν αντέχει αυτό το βάρος; αναρωτιέσαι. Ή μήπως οφείλεται στην είσοδο στη ζωή του μιας γυναίκας (Οόνα Αϊρόλα);

«Για μένα ο Ολι είναι ένας ήρωας»
θα πει στο «Βήμα» ο Γιούχο Κουοσμάνεν για το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας. «Είχε το κουράγιο να αμφισβητήσει την ίδια την ιδέα του για την επιτυχία, σε μια στιγμή που ολόκληρο το έθνος ήθελε να τον δει εθνικό ήρωα». Για τον Κουοσμάνεν ο ρόλος του ήρωα «είναι πολύ στενός, ο Ολι ήθελε τον εαυτό του όπως ήταν. Προτίμησε να είναι ελεύθερος παρά ήρωας».
Το μπράβο του Καουρισμάκι
Από το 2007 ως το 2013 ο Γιούχο Κουοσμάνεν είχε ήδη γυρίσει πέντε μικρού μήκους ταινίες και φαινόταν ότι κάποια στιγμή θα έκανε το μεγάλο βήμα. Δεν ήταν εύκολο. Οταν σκέφθηκε την ιδέα μιας ταινίας για τον Ολι Μάκι, το πιο σημαντικό πράγμα ήταν να πείσει τον παραγωγό του ότι δεν είχε τρελαθεί. «Ομως το ήθελα πραγματικά και έτσι τον έπεισα» είπε. «Μια ταινία για τον ξεχασμένο ήρωα του φινλανδικού αθλητισμού. Μα γιατί όχι;».
Η επιμονή του απέφερε καρπούς. Το «μικρό θαύμα άψογης δεξιοτεχνίας», όπως χαρακτήρισε την ταινία το «Hollywood Reporter», αυτή η γλυκόπικρη ιστορία αγάπης που αποκτά συγχρόνως τον χαρακτήρα μιας ωδής στη χαμένη αθωότητα, άνοιξε πολλούς δρόμους στον σκηνοθέτη της από τη στιγμή που επελέγη να διαγωνιστεί στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του τελευταίου Φεστιβάλ Καννών, όπου και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Ηταν επίσης η πρόταση της Φινλανδίας για τις υποψηφιότητες του ξενόγλωσσου Οσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Μου λέει στη συνέντευξη ότι ένιωσε πολύ υπερήφανος όταν ο Ακι Καουρισμάκι, ο βασιλιάς του φινλανδικού κινηματογράφου, του είπε «επιτέλους βρήκα έναν συνάδελφο» όταν είδε την «Πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Ολι Μάκι». «Νομίζω ότι αστειευόταν αλλά το ένιωσα ως κομπλιμέντο…».
Η ανάγκη του ασπρόμαυρου
Η αισθητική της ταινίας είναι σίγουρα ένα πολύ μεγάλο ατού της. Ο Κοουσμάνεν τη γύρισε ασπρόμαυρη προσέχοντας κάθε λεπτομέρεια ενώ έπλαθε το μουντό, νωπό περιβάλλον του Ελσίνκι του 1962. Ο ίδιος μάς είπε ότι οι αναφορές του ήταν τα ντοκιμαντέρ που γυρίζονταν στις πολύ αρχές της δεκαετίας του ’60, περίπου την ίδια εποχή που εκτυλίσσεται η ταινία. «Προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε μια αίσθηση των 60s με τη σύγχρονη χειροκίνητη κάμερα και τη νατουραλιστική ερμηνεία των ηθοποιών» είπε ο σκηνοθέτης. Ο Κοουσμάνεν έδωσε πολύ μεγάλη έμφαση στη χρήση του ασπρόμαυρου που έγινε με φιλμ Kodak Tri-X. «Δεν ήταν μόνο το πώς το έβλεπες αλλά το πώς ένιωθες βλέποντάς το. Αυτό το ειδικό φιλμ έχει πολύ δυνατό περιεχόμενο». Για την ακρίβεια, η χρήση αυτού του φιλμ βοήθησε τον σκηνοθέτη να αναπλάσει την εποχή χωρίς την υπογράμμιση των σκηνικών και των αντικειμένων που ούτως ή άλλως χρησιμοποίησε. Ο Κουοσμάνεν λατρεύει το ασπρόμαυρο ούτως ή άλλως, οι αγαπημένες του ταινίες πυγμαχίας είναι το «Οργισμένο είδωλο» του Μάρτιν Σκορσέζε και το «The set up» του Ρόμπερτ Γουάιζ, ενώ αναφέρει επίσης τις σκηνές πυγμαχίας της ταινίας «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» του Λουκίνο Βισκόντι με τον Αλέν Ντελόν.
Το ρινγκ και η αγάπη
Φυσικά για τον φινλανδό σκηνοθέτη μια πραγματικά μεγάλη κινηματογραφική πρόκληση στην «Πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Ολι Μάκι» ήταν οι σκηνές στο ρινγκ στο Ολυμπιακό Στάδιο, όταν ο Μάκι πυγμαχεί με αντίπαλο τον Ντέιβι Μουρ (Τζον Μπόσκο Τζούνιορ). «Ηταν κάτι εντελώς διαφορετικό από οτιδήποτε είχαμε κάνει στο παρελθόν» είπε. «Είχαμε εκατοντάδες κομπάρσους και όμως το στάδιο παρέμενε σχεδόν άδειο, έπρεπε να δώσουμε την αίσθηση ότι περισσότεροι από 25.000 θεατές βρίσκονταν μέσα για τον αγώνα. Νομίζω ότι το πετύχαμε». Και είναι αλήθεια, η αίσθηση που παίρνεις είναι ενός γεμάτου σταδίου.
Παρ’ όλα αυτά, ο σκηνοθέτης είπε ότι δεν υπήρξε κάτι συγκεκριμένο που είχε βάλει στόχο και ήθελε να πετύχει. «Αν κάτι ήθελα μέσα μου, ήταν ένα θερμό αίσθημα αγάπης που είναι ισχυρό σαν δύναμη της φύσης».
Κλείνοντας λέω στον Γιούχο Κουοσμάνεν αν κατά τη γνώμη του η ελληνική ρήση «αυτός που χάνει στα λεφτά κερδίζει στην αγάπη» ταιριάζει με την ιστορία του Ολι Μάκι. Χαμόγελο. «Θα μπορούσες να το πεις αυτό» απαντά. «Αν τρέχεις πίσω από τα λεφτά, τυφλώνεσαι και δεν βλέπεις όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που εμπλουτίζουν τη ζωή. Μόνο η αγάπη μπορεί να σε βοηθήσει να δεις αυτό που στο τέλος είναι η ουσία».

Η ταυτότητα του πυγμάχου
Μπορεί να έχασε στον δεύτερο γύρο από τον Αμερικανό Ντέιβι Μουρ στους αγώνες για τον παγκόσμιο τίτλο στο Ελσίνκι το 1962, όμως ο Ολι Μάκι δεν ήταν καθόλου τυχαίος πυγμάχος. Γεννημένος στις 22 Δεκεμβρίου του 1936 ο Μάκι κέρδισε τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο στην κατηγορία φτερού το 1959. Εναν χρόνο αργότερα μπήκε στην Ολυμπιακή Ομάδα και μετά την ήττα του το 1962 έφυγε από την ομάδα. Τον Φεβρουάριο του 1964 κέρδισε τον τίτλο του Ευρωπαϊκού Σωματείου Πυγμαχίας και άσκησε επαγγελματική πυγμαχία ως το 1973. Αργότερα έγινε προπονητής πυγμαχίας.

Πού και Πότε

Η ταινία «Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Ολι Μάκι» προβάλλεται στις αίθουσες AΣΤΟΡ – ΔΑΝΑΟΣ – ΑΙΓΛΗ – ΣΠΟΡΤΙΓΚ – ΙΛΙΟΝ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CΙΝΕPΟLIS ΓΛΥΦΑΔΑ και ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ στην Αθήνα, σε διανομή Weirdwave, την οποία ευχαριστούμε για αυτή τη συνέντευξη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ