Το αίτημα για χορήγηση ασύλου εκ μέρους των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών που εισήλθαν στη χώρα μας, τέμνει τη διπλωματία και την τήρηση θεμελιωδών αρχών του νομικού μας πολιτισμού.

Και τούτο, γιατί ενώ από διπλωματικής απόψεως η Ελλάδα δεν επιθυμεί τη διατάραξη των σχέσεών της με την Τουρκία, εντούτοις είναι παράλληλα υποχρεωμένη να τηρήσει εσωτερικούς και διεθνείς κανόνες που δεν οδηγούν εκ των προτέρων σε ικανοποίηση της απαίτησης των τουρκικών αρχών για άμεση παράδοση των οκτώ στρατιωτικών στην Τουρκία.

Η έλλειψη διμερούς σύμβασης περί έκδοσης με την Τουρκία επιβάλλει την τήρηση των κανόνων της ελληνικής ποινικής δικονομίας, η οποία –μεταξύ άλλων– ορίζει ότι η έκδοση απαγορεύεται αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται πολιτικό ή στρατιωτικό ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς, γεγονός που θα κριθεί εκ παραλλήλου και με τη διατύπωση της κατηγορίας που τελικώς αποδοθεί από τις τουρκικές αρχές. Άπαντα δε τα ανωτέρω θέματα πρέπει να τεθούν στην κρίση του Συμβουλίου Εφετών, του Αρείου Πάγου και εν τέλει του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Πέραν δε της σαφούς ως άνω ελληνικής νομοθετικής πρόβλεψης, τίθεται μείζον ζήτημα αναφορικώς και με την επιβαλλόμενη χορήγηση ασύλου, ιδίως υπό το πρίσμα της Συνθήκης της Γενεύης του 1951 αλλά και της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948. Δεδομένου ότι έχει ήδη προαναγγελθεί η βαρύτατη τιμωρία των υπαίτιων, έχουν ήδη παυθεί χιλιάδες δικαστικοί λειτουργοί και διορίζονται νέοι προκειμένου να εκδικάσουν τις υποθέσεις των φερόμενων ως “πραξικοπηματιών”, ενώ γίνεται λόγος και για επαναφορά της θανατικής ποινής –ειδικώς για τον κολασμό της συγκεκριμένης πράξης, η απόρριψη αιτήματος ασύλου εμφανίζεται κατ’ αρχήν ως ηθικώς και νομικώς ανομιμοποίητη.

Η κυβέρνηση οφείλει να επιδείξει ψυχραιμία και νηφαλιότητα κατά το χειρισμό του πρωτοφανούς αυτού διπλωματικού αδιεξόδου, εξαντλώντας συνάμα όλες τις δυνατότητες που της παρέχουν οι κανόνες για την έκδοση και τη χορήγηση ασύλου, μη λησμονώντας ωστόσο το ρόλο της χώρας ως μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και ως διαχρονικού θεματοφύλακα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.